Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1120a-1121a)

Αἱ δὲ κατ᾽ ἀρετὴν πράξεις καλαὶ καὶ τοῦ καλοῦ ἕνεκα. καὶ ὁ ἐλευθέριος οὖν δώσει τοῦ καλοῦ ἕνεκα καὶ ὀρθῶς· οἷς γὰρ δεῖ καὶ ὅσα καὶ ὅτε, καὶ τἆλλα ὅσα ἕπεται τῇ ὀρθῇ δόσει· καὶ ταῦτα ἡδέως ἢ ἀλύπως· τὸ γὰρ κατ᾽ ἀρετὴν ἡδὺ ἢ ἄλυπον, ἥκιστα δὲ λυπηρόν. ὁ δὲ διδοὺς οἷς μὴ δεῖ, ἢ μὴ τοῦ καλοῦ ἕνεκα ἀλλὰ διά τιν᾽ ἄλλην αἰτίαν, οὐκ ἐλευθέριος ἀλλ᾽ ἄλλος τις ῥηθήσεται. οὐδ᾽ ὁ λυπηρῶς· μᾶλλον γὰρ ἕλοιτ᾽ ἂν τὰ χρήματα τῆς καλῆς πράξεως, τοῦτο δ᾽ οὐκ ἐλευθερίου. οὐδὲ λήψεται δὲ ὅθεν μὴ δεῖ· οὐ γάρ ἐστι τοῦ μὴ τιμῶντος τὰ χρήματα ἡ τοιαύτη λῆψις. οὐκ ἂν εἴη δὲ οὐδ᾽ αἰτητικός· οὐ γάρ ἐστι τοῦ εὖ ποιοῦντος εὐχερῶς εὐεργετεῖσθαι. ὅθεν δὲ δεῖ, λήψεται, οἷον ἀπὸ [1120b] τῶν ἰδίων κτημάτων, οὐχ ὡς καλὸν ἀλλ᾽ ὡς ἀναγκαῖον, ὅπως ἔχῃ διδόναι. οὐδ᾽ ἀμελήσει τῶν ἰδίων, βουλόμενός γε διὰ τούτων τισὶν ἐπαρκεῖν. οὐδὲ τοῖς τυχοῦσι δώσει, ἵνα ἔχῃ διδόναι οἷς δεῖ καὶ ὅτε καὶ οὗ καλόν. ἐλευθερίου δ᾽ ἐστὶ σφόδρα καὶ τὸ ὑπερβάλλειν ἐν τῇ δόσει, ὥστε καταλείπειν ἑαυτῷ ἐλάττω· τὸ γὰρ μὴ βλέπειν ἐφ᾽ ἑαυτὸν ἐλευθερίου. κατὰ τὴν οὐσίαν δ᾽ ἡ ἐλευθεριότης λέγεται· οὐ γὰρ ἐν τῷ πλήθει τῶν διδομένων τὸ ἐλευθέριον, ἀλλ᾽ ἐν τῇ τοῦ διδόντος ἕξει, αὕτη δὲ κατὰ τὴν οὐσίαν δίδωσιν. οὐθὲν δὴ κωλύει ἐλευθεριώτερον εἶναι τὸν τὰ ἐλάττω διδόντα, ἐὰν ἀπ᾽ ἐλαττόνων διδῷ. ἐλευθεριώτεροι δὲ εἶναι δοκοῦσιν οἱ μὴ κτησάμενοι ἀλλὰ παραλαβόντες τὴν οὐσίαν· ἄπειροί τε γὰρ τῆς ἐνδείας, καὶ πάντες ἀγαπῶσι μᾶλλον τὰ αὑτῶν ἔργα, ὥσπερ οἱ γονεῖς καὶ οἱ ποιηταί. πλουτεῖν δ᾽ οὐ ῥᾴδιον τὸν ἐλευθέριον, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, προετικὸν δὲ καὶ μὴ τιμῶντα δι᾽ αὐτὰ τὰ χρήματα ἀλλ᾽ ἕνεκα τῆς δόσεως. διὸ καὶ ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ ὅτι οἱ μάλιστα ἄξιοι ὄντες ἥκιστα πλουτοῦσιν. συμβαίνει δ᾽ οὐκ ἀλόγως τοῦτο· οὐ γὰρ οἷόν τε χρήματ᾽ ἔχειν μὴ ἐπιμελόμενον ὅπως ἔχῃ, ὥσπερ οὐδ᾽ ἐπὶ τῶν ἄλλων. οὐ μὴν δώσει γε οἷς οὐ δεῖ οὐδ᾽ ὅτε μὴ δεῖ, οὐδ᾽ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα· οὐ γὰρ ἂν ἔτι πράττοι κατὰ τὴν ἐλευθεριότητα, καὶ εἰς ταῦτα ἀναλώσας οὐκ ἂν ἔχοι εἰς ἃ δεῖ ἀναλίσκειν. ὥσπερ γὰρ εἴρηται, ἐλευθέριός ἐστιν ὁ κατὰ τὴν οὐσίαν δαπανῶν καὶ εἰς ἃ δεῖ· ὁ δ᾽ ὑπερβάλλων ἄσωτος. διὸ τοὺς τυράννους οὐ λέγομεν ἀσώτους· τὸ γὰρ πλῆθος τῆς κτήσεως οὐ δοκεῖ ῥᾴδιον εἶναι ταῖς δόσεσι καὶ ταῖς δαπάναις ὑπερβάλλειν. τῆς ἐλευθεριότητος δὴ μεσότητος οὔσης περὶ χρημάτων δόσιν καὶ λῆψιν, ὁ ἐλευθέριος καὶ δώσει καὶ δαπανήσει εἰς ἃ δεῖ καὶ ὅσα δεῖ, ὁμοίως ἐν μικροῖς καὶ μεγάλοις, καὶ ταῦτα ἡδέως· καὶ λήψεται δ᾽ ὅθεν δεῖ καὶ ὅσα δεῖ. τῆς ἀρετῆς γὰρ περὶ ἄμφω οὔσης μεσότητος, ποιήσει ἀμφότερα ὡς δεῖ· ἕπεται γὰρ τῇ ἐπιεικεῖ δόσει ἡ τοιαύτη λῆψις, ἡ δὲ μὴ τοιαύτη ἐναντία ἐστίν. αἱ μὲν οὖν ἑπόμεναι γίνονται ἅμα ἐν τῷ αὐτῷ, αἱ δ᾽ ἐναντίαι δῆλον [1121a] ὡς οὔ. ἐὰν δὲ παρὰ τὸ δέον καὶ τὸ καλῶς ἔχον συμβαίνῃ αὐτῷ ἀναλίσκειν, λυπήσεται, μετρίως δὲ καὶ ὡς δεῖ· τῆς ἀρετῆς γὰρ καὶ ἥδεσθαι καὶ λυπεῖσθαι ἐφ᾽ οἷς δεῖ καὶ ὡς δεῖ. καὶ εὐκοινώνητος δ᾽ ἐστὶν ὁ ἐλευθέριος εἰς χρήματα· δύναται γὰρ ἀδικεῖσθαι, μὴ τιμῶν γε τὰ χρήματα, καὶ μᾶλλον ἀχθόμενος εἴ τι δέον μὴ ἀνάλωσεν ἢ λυπούμενος εἰ μὴ δέον τι ἀνάλωσεν, καὶ τῷ Σιμωνίδῃ οὐκ ἀρεσκόμενος.

Οι πράξεις της αρετής είναι όμορφες και γίνονται για την ομορφιά τους. Και η προθυμία, επομένως, του ελευθέριου να δίνει οφείλεται στην ομορφιά αυτής της πράξης· δίνει μάλιστα με τον σωστό τρόπο: σ᾽ αυτούς που πρέπει, τόσα που πρέπει, τότε που πρέπει, καθώς και όλα τα άλλα που χαρακτηρίζουν τη σωστή πράξη της δόσης· κάνει μάλιστα ο ελευθέριος την πράξη αυτή με ευχαρίστηση, ή δίχως λύπη· καθετί, πράγματι, που γίνεται σύμφωνα με την αρετή είναι ευχάριστο ή δίχως λύπη, και πάντως σε καμιά περίπτωση λυπηρό. Αυτόν όμως που δίνει σε ανθρώπους που δεν πρέπει, ή που δίνει όχι για την ομορφιά αυτής της πράξης αλλά για κάποιον άλλο λόγο, δεν θα τον πούμε ελευθέριο, αλλά θα τον ονομάσουμε με κάποια άλλη λέξη. Ούτε θα πούμε ελευθέριο αυτόν που δίνει, όμως αισθάνεται γι᾽ αυτό λύπη· γιατί ο άνθρωπος αυτός θα προτιμούσε τα χρήματα και τα υλικά αγαθά μάλλον παρά την όμορφη πράξη, αυτό όμως δεν είναι γνώρισμα του ελευθέριου ανθρώπου. Ούτε όμως θα πάρει ο ελευθέριος άνθρωπος από εκεί που δεν πρέπει· γιατί μια τέτοια λήψη δεν προσιδιάζει σ᾽ έναν άνθρωπο που δεν τρέφει ιδιαίτερη τιμή για τα χρήματα και για τα υλικά αγαθά. Ούτε θα έφτανε, λέω, ποτέ ο ελευθέριος άνθρωπος σε ταπεινωτικά παρακάλια· γιατί στον άνθρωπο που έμαθε να ευεργετεί δεν ταιριάζει να απλώνει εύκολα το χέρι του για ευεργεσίες. Από εκεί όμως που πρέπει, δεν θα αρνηθεί να πάρει (από τα δικά του π.χ. [1120b] περιουσιακά στοιχεία), όχι γιατί αυτό είναι ωραίο, αλλά γιατί είναι απαραίτητο προκειμένου να είναι σε θέση να δίνει. Ούτε θα αδιαφορήσει για τη δική του περιουσία, αφού βέβαια ο σκοπός του είναι να βοηθάει με αυτήν κάποιους άλλους. Ούτε θα δίνει στον πρώτο τυχόντα, για να μπορεί να δίνει σ᾽ αυτούς που πρέπει, όταν πρέπει και όπου αυτό είναι ωραίο.
Ιδιαίτερο γνώρισμα του ελευθέριου ανθρώπου είναι, επίσης, να φτάνει, όταν δίνει, και στην υπερβολή, σε σημείο που να αφήνει για τον εαυτό του τα λιγότερα· γιατί γνώρισμα του ελευθέριου ανθρώπου είναι να μην κοιτάζει τον εαυτό του.
Όταν μιλούμε για «ελευθεριότητα», την εννοούμε πάντοτε σε αναλογία προς την πραγματική περιουσία του καθενός· γιατί η ελευθεριότητα δεν βρίσκεται στον μεγάλο αριθμό των διδόμενων πραγμάτων, αλλά στην έξη του ανθρώπου ο οποίος δίνει, και αυτή τον κάνει να δίνει ανάλογα με την πραγματική του περιουσία. Τίποτε, επομένως, δεν εμποδίζει να είναι πιο ελευθέριος ο άνθρωπος που δίνει τα λιγότερα, αν τα δίνει από μια μικρότερη περιουσία.
Κατά την κοινή αντίληψη ελευθεριότεροι είναι όχι αυτοί που κέρδισαν από μόνοι τους την περιουσία που έχουν, αλλά αυτοί που την κληρονόμησαν· ο λόγος είναι από τη μια ότι δεν ξέρουν τί θα πει στέρηση και από την άλλη ότι όλοι, γενικά, οι άνθρωποι αγαπούν τα δικά τους έργα — παράδειγμα οι γονείς και οι ποιητές.
Να είναι και να παραμένει πλούσιος ο ελευθέριος άνθρωπος δεν είναι εύκολο, αφού ούτε την τάση να παίρνει έχει ούτε την τάση να φυλάγει αυτά που έχει, αλλά την τάση να χαρίζει· ούτε τρέφει τιμή για τα χρήματα και, γενικά, για τα υλικά αγαθά καθεαυτά, αλλά μόνο για να μπορεί να δίνει. Εξού και η κατηγορία που διατυπώνεται για την τύχη, ότι οι άνθρωποι που τους αξίζει, πιο πολύ από όλους, να είναι πλούσιοι, αυτοί το πετυχαίνουν αυτό λιγότερο από όλους — και δεν είναι αυτό κάτι παράλογο· δεν είναι, πράγματι, δυνατό να έχει κανείς χρήματα και, γενικά, υλικά αγαθά, αν δεν νοιάζεται να τα έχει — έτσι δεν γίνεται και σε όλα τα άλλα: Και, φυσικά, ο ελευθέριος άνθρωπος δεν θα δώσει σε ανθρώπους που δεν πρέπει, σε στιγμή που δεν πρέπει, και τα υπόλοιπα γνωστά μας· γιατί τότε οι πράξεις του δεν θα ήταν πια κατά τους κανόνες της ελευθεριότητας, και αν είχε ξοδέψει τα χρήματά του σε τέτοιες περιστάσεις, δεν είχε πια τη δυνατότητα να ξοδέψει εκεί που πρέπει. Γιατί όπως είπαμε, ελευθέριος είναι ο άνθρωπος που ξοδεύει ανάλογα με την περιουσία που διαθέτει και στις περιστάσεις που πρέπει· όποιος ξεπερνάει το μέτρο αυτό, είναι άσωτος. Αυτός είναι ο λόγος που δεν λέμε ασώτους τους τυράννους: το μέγεθος του πλούτου τους είναι τέτοιο που να μη μοιάζει εύκολο, με όσα κι αν δίνουν και δαπανούν, να το ξεπεράσουν.
Με την ελευθεριότητα λοιπόν να είναι η μεσότητα στη δόση και στη λήψη χρημάτων, ο ελευθέριος και θα δώσει και θα ξοδέψει για όσα πρέπει και στο ύψος που πρέπει (το ίδιο και στα μικρά και στα μεγάλα), και όλα αυτά με ευχαρίστηση. Θα πάρει, επίσης, από εκεί που πρέπει και όσα πρέπει. Αφού, πράγματι, η αρετή είναι μεσότητα και στα δύο αυτά είδη ενέργειας, ο ελευθέριος θα ενεργήσει και στις δύο περιπτώσεις με τον τρόπο που πρέπει: μια σωστή δόση ακολουθείται από μια σωστή λήψη, ενώ μια μη σωστή λήψη είναι το αντίθετό της. Δόσεις λοιπόν και λήψεις που ακολουθούν η μια την άλλη υπάρχουν μαζί στο ίδιο άτομο, ενώ οι αντίθετες προφανώς [1121a] όχι. Αν όμως του συμβεί να ξοδέψει αντίθετα με ό,τι είναι το σωστό και το ωραίο, θα λυπηθεί, με μέτρο όμως και όπως πρέπει· γιατί αποτελεί γνώρισμα της αρετής το να ευχαριστιέται και να λυπάται κανείς με αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει.
Ο ελευθέριος είναι, επίσης, ένας άνθρωπος με τον οποίο συναλλάσσεται εύκολα κανείς σε ό,τι σχετίζεται με τα χρήματα και, γενικά με τα υλικά αγαθά· μπορεί, πράγματι, να ανεχθεί μια αδικία, άνθρωπος καθώς είναι που δεν τρέφει καμιά ιδιαίτερη τιμή για τα χρήματα· νιώθει, άλλωστε, μεγαλύτερη στενοχώρια αν δεν ξόδεψε κάτι που έπρεπε να ξοδέψει από ό,τι λυπάται στην περίπτωση που ξόδεψε κάτι που δεν έπρεπε· τέλος, δεν του αρέσει καθόλου ένας άνθρωπος σαν τον Σιμωνίδη.