Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1478-1514)


ΟΙ. ἀλλ᾽ εὐτυχοίης, καί σε τῆσδε τῆς ὁδοῦ
δαίμων ἄμεινον ἢ ᾽μὲ φρουρήσας τύχοι.
1480ὦ τέκνα, ποῦ ποτ᾽ ἐστέ; δεῦρ᾽ ἴτ᾽, ἔλθετε
ὡς τὰς ἀδελφὰς τάσδε τὰς ἐμὰς χέρας,
αἳ τοῦ φυτουργοῦ πατρὸς ὑμὶν ὧδ᾽ ὁρᾶν
τὰ πρόσθε λαμπρὰ προυξένησαν ὄμματα·
ὃς ὑμίν, ὦ τέκν᾽, οὔθ᾽ ὁρῶν οὔθ᾽ ἱστορῶν
1485πατὴρ ἐφάνθην ἔνθεν αὐτὸς ἠρόθην.
καὶ σφὼ δακρύω· προσβλέπειν γὰρ οὐ σθένω·
νοούμενος τὰ λοιπὰ τοῦ πικροῦ βίου,
οἷον βιῶναι σφὼ πρὸς ἀνθρώπων χρεών.
ποίας γὰρ ἀστῶν ἥξετ᾽ εἰς ὁμιλίας,
1490ποίας δ᾽ ἑορτάς, ἔνθεν οὐ κεκλαυμέναι
πρὸς οἶκον ἵξεσθ᾽ ἀντὶ τῆς θεωρίας;
ἀλλ᾽ ἡνίκ᾽ ἂν δὴ πρὸς γάμων ἥκητ᾽ ἀκμάς,
τίς οὗτος ἔσται, τίς παραρρίψει, τέκνα,
τοιαῦτ᾽ ὀνείδη λαμβάνειν, ἃ τοῖς ἐμοῖς
1495γονεῦσιν ἔσται σφῷν θ᾽ ὁμοῦ δηλήματα;
τί γὰρ κακῶν ἄπεστι; τὸν πατέρα πατὴρ
ὑμῶν ἔπεφνε· τὴν τεκοῦσαν ἤροσεν,
ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, κἀκ τῶν ἴσων
ἐκτήσαθ᾽ ὑμᾶς, ὧνπερ αὐτὸς ἐξέφυ.
1500τοιαῦτ᾽ ὀνειδιεῖσθε. κᾆτα τίς γαμεῖ;
οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὦ τέκν᾽, ἀλλὰ δηλαδὴ
χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾶς χρεών.
ὦ παῖ Μενοικέως, ἀλλ᾽ ἐπεὶ μόνος πατὴρ
τούτοιν λέλειψαι, νὼ γάρ, ὣ ᾽φυτεύσαμεν,
1505ὀλώλαμεν δύ᾽ ὄντε, μή σφε δὴ παρῇς
πτωχὰς ἀνάνδρους ἐγγενεῖς ἀλωμένας,
μηδ᾽ ἐξισώσῃς τάσδε τοῖς ἐμοῖς κακοῖς.
ἀλλ᾽ οἴκτισόν σφας, ὧδε τηλικάσδ᾽ ὁρῶν
πάντων ἐρήμους, πλὴν ὅσον τὸ σὸν μέρος.
1510ξύννευσον, ὦ γενναῖε, σῇ ψαύσας χερί.
σφῷν δ᾽, ὦ τέκν᾽, εἰ μὲν εἰχέτην ἤδη φρένας,
πόλλ᾽ ἂν παρῄνουν· νῦν δὲ τοῦτ᾽ εὔχεσθέ μοι,
οὗ καιρὸς αἰεὶ ζῆν, βίου δὲ λῴονος
ὑμᾶς κυρῆσαι τοῦ φυτεύσαντος πατρός.


ΟΙΔ. Να ζεις ευτυχισμένος.
Συνάντησα τις κόρες μου
και το θεό παρακαλώ
να σε φυλάει
όχι καθώς εμένα φύλαξε.
1480Πού είστε, θυγατέρες μου;
Ελάτε, ζυγώστε σιμά μου·
αγγίξτε τα χέρια του αδερφού σας
που του πατέρα που σας έσπειρε
τα φωτεινά σκοτείνιασε τα μάτια.
Ανίδεος, αθώος και τυφλός
σας έσπειρα, παιδιά μου,
στη γη απ᾽ όπου φύτρωσα.
Δακρύζω, μα δεν μπορώ να σας δω.
Πικρό στοχάζομαι το μέλλον
που σας καρτερεί
και την αβίωτη ζωή
μες στων ανθρώπων τη βοή.
Πώς θ᾽ ανταμώνετε
στην αγορά τους πατριώτες σας,
1490πώς θα πηγαίνετε προσκυνητές
στα πανηγύρια,
αφού στο σπίτι θα γυρίζετε
δακρύζοντας χωρίς τη χαρά της γιορτής.
Κι όταν στην ώρα φτάσετε του γάμου,
ποιός θα τολμήσει, κόρες μου, ποιός θα βρεθεί
να πάρει νύφη την ντροπή
που θα σας αφανίσει,
όπως και τους δικούς μου τους γονιούς αφάνισε.
Ποιός κλήρος δυστυχίας δε σας έλαχε;
Ο πατέρας σας τον πατέρα του σκότωσε·
όργωσε τη μητέρα που τον γέννησε
κι από τη μήτρα της φυτρώσαν
τα παιδιά του.
1500Έτσι θα σας χλευάζουν.
Ποιός θα σας παντρευτεί;
Κανείς, παιδιά μου.
Είναι γραμμένο να μαραζώσετε
ανύμφευτες, χωρίς παιδιά.
Του Μενοικέως γιε,
εσύ μοναδικός απέμεινες πατέρας τους·
εμείς οι δυο που τις γεννήσαμε,
χαθήκαμε κι οι δυο.
Μην τις αφήσεις να χαθούν,
φτωχές κι ανύπαντρες οι ανιψιές σου.
Ας μη γευτούν τις συμφορές που γεύτηκα.
Λυπήσου τες και δες την ερημιά τους.
Δεν έχουν άλλο στήριγμα.
1510Ω, σφίξε την καρδιά σου, ευγενική ψυχή,
κι άσε ν᾽ αγγίξω το χέρι σου.
Εσείς θ᾽ ακούγατε, παιδιά μου, τις παραινέσεις μου,
αν είχατε τα χρόνια και την πείρα.
Τώρα σας εύχομαι να ζείτε
με τους ανέμους των καιρών.
Κι ο βίος που σας καρτερεί
να ᾽ναι καλύτερος
απ᾽ τον καταραμένο βίο του πατρός σας.


ΟΙΔ. Οι θεοί να σ᾽ ευλογούν κι είθε γι᾽ αυτή σου
τη φροντίδα, πιο καλά απ᾽ ό, τι εμένα,
να σ᾽ έχουνε στη φύλαξή τους πάντα.
1480Παιδιά μου, πού ειστε; ελάτ᾽ εδώ, ω ελάτε
σ᾽ αυτά, στ᾽ αδερφικά μου αυτά τα χέρια,
που έκαμαν του πατέρα σας τα μάτια,
τα φωτερά πριν μάτια, έτσι να βλέπουν·
και που τυφλός και που χωρίς να ξέρει
βγήκε να ᾽ναι πατέρας σας, παιδιά μου,
μες από κει που φύτρωσε κι ο ίδιος.
Και κλαίω για σας, αφού πια δε μπορώ
να σας βλέπω, σα βάζω με το νου μου
τί πίκρες στη ζωή σάς περιμένουν
απ᾽ τους ανθρώπους· γιατί πού θα πάτε,
σε ποιά του λαού σύναξη ή γιορτή,
1490χωρίς να μου γυρίσετε κλαμένες
αντίς με τη χαρά απ᾽ το πανηγύρι;
Κι όταν θα ᾽ρθείτε σ᾽ ώρα γάμου, ποιός,
ποιός θα ᾽ναι ο άντρας που θα κιντυνέψει
τέτοιες ντροπές απάνω του να πάρει,
παντοτινή κατάρα της γενιάς μας;
Γιατί ποιό κακό λείπει; έχει σκοτώσει
το γονιό του ο γονιός σας· έχει σπείρει
στον κόρφον όπου σπάρθηκε κι ο ίδιος
και σας παιδιά του απόχτησε από κείνη
που φύτρωσε κι αυτός· τέτοιες ντροπές
1500θα σας χτυπούν, και ποιός σας παίρνει τότε;
κανείς, παιδιά μου· μα γραφτό σας θα ᾽ναι
ανύπαντρες να μαραίνεσετε κι έρμες.
Μα, ω γιε του Μενοικέα, μια που εσύ μόνος
έχεις μείνει πατέρας των, αφού
εμείς που τις γεννήσαμε κι οι δυο μας
χαθήκαμε και πάμε, μην το στρέξεις,
συγγένισσές σου αυτές, να παραδέρνουν
δίχως άντρα, φτωχές, στους πέντε δρόμους,
μηδ᾽ όμοιές μου στη συφορά τις κάμεις.
Σπλαχνίσου τις σε τέτοιαν ηλικία
να τις βλέπεις στερημένες απ᾽ όλα
εξόν μονάχ᾽ από το στήριγμά σου.
1510Τάξε μού το, ω γενναίε, και δωσ᾽ μου χέρι.
Σε σας, παιδιά μου, αν ήσαστε σε θέση
να νιώθατε, θα ᾽χα πολλές να δώσω
συμβουλές· τώρ᾽ αυτή ᾽ναι η μόνη ευχή μου:
να ζείτε όπου η περίσταση το φέρει,
μα να ᾽χετε ζωή πιο ευτυχισμένη
απ᾽ αυτόν που σας έφερε στον κόσμο.


ΟΙΔ. Να δεις καλό, ο Θεός να σ᾽ το πλερώσει
παραστέκοντάς σε, αχ! κάλλιο από μένα.
1480Παιδιά μου, πού είστε; εδώ ζυγώστε, ελάτε
στ᾽ αδερφικά μου χέρια αυτά, που εκάναν
να βλέπετε έτσι εσείς τώρα τα μάτια
τα λαμπερά πριν του πατέρα· εκείνου
που ανίδεος, τυφλός, γίνηκε δικός σας
πατέρας, από αυτήν που τον εγέννα.
Κλαίω και σας —δεν μπορώ να σας δω ο μαύρος—
σα συλλογιούμαι ποιά πικρή γραφτό είναι
ζωή να ζήστε μες στον κόσμο οι δυο σας.
Σε ποιά εσείς συντροφιά ανθρώπων θα πάτε,
1490σε ποιά γιορτή, που σπίτι σας κλαμένες
να μη γυρίστε, αντίς χαρά να βρείτε;
Κι άμα ᾽ρθείτε σε γάμου ώρα, ποιός άντρας,
παιδιά μου, θα βρεθεί απάνου του τέτοια
ντροπή να πάρει, που όπως στη γενιά μου,
και στη δική σας το χαμό θα φέρει;
Ποιό κακό τάχα λείπει; το γονιό του
ο πατέρας σας σκότωσε, παντρεύτη
τη μάνα του, κι εσείς βλαστήσατε όμοια
απ᾽ αυτήν που τον γέννησε κι εκείνον.
1500Αυτά θα λεν· και τότε ποιός σας παίρνει;
Κανείς, κόρες μου, μα έτσι άγονες είναι
κι απάντρευτες γραφτό να μαραθείτε.
Ω γιε του Μενοικέα, σα μένεις μόνος
πατέρας τους, που χάθηκαν κι οι δυο τους
γονιοί, μη φτωχά αφήσεις να πλανιούνται
κι ανύπαντρα βλαστάρια της γενιάς σου
και τους πόνους να νιώσουν τους δικούς μου.
Λυπήσου τες, που έτσι έρμες μένουν, τόσο
μικρές, απ᾽ όλους, με προστάτη εσένα.
1510Κάνε το, Κρέοντα, το χέρι σου δώσ᾽ μου.
Σ᾽ εσάς, παιδιά, αν δεν ήσαστε άμαθα, είχα
να πω πολλά· μα τώρα ευκή σάς δίνω
να ζήστε η μοίρα όπου ορίσει, και να ᾽ναι
πιο γελαστή απ᾽ τη ζωή μου η ζωή σας.