ΟΙΔ. Οι θεοί να σ᾽ ευλογούν κι είθε γι᾽ αυτή σου
τη φροντίδα, πιο καλά απ᾽ ό, τι εμένα,
να σ᾽ έχουνε στη φύλαξή τους πάντα.
1480Παιδιά μου, πού ειστε; ελάτ᾽ εδώ, ω ελάτε
σ᾽ αυτά, στ᾽ αδερφικά μου αυτά τα χέρια,
που έκαμαν του πατέρα σας τα μάτια,
τα φωτερά πριν μάτια, έτσι να βλέπουν·
και που τυφλός και που χωρίς να ξέρει
βγήκε να ᾽ναι πατέρας σας, παιδιά μου,
μες από κει που φύτρωσε κι ο ίδιος.
Και κλαίω για σας, αφού πια δε μπορώ
να σας βλέπω, σα βάζω με το νου μου
τί πίκρες στη ζωή σάς περιμένουν
απ᾽ τους ανθρώπους· γιατί πού θα πάτε,
σε ποιά του λαού σύναξη ή γιορτή,
1490χωρίς να μου γυρίσετε κλαμένες
αντίς με τη χαρά απ᾽ το πανηγύρι;
Κι όταν θα ᾽ρθείτε σ᾽ ώρα γάμου, ποιός,
ποιός θα ᾽ναι ο άντρας που θα κιντυνέψει
τέτοιες ντροπές απάνω του να πάρει,
παντοτινή κατάρα της γενιάς μας;
Γιατί ποιό κακό λείπει; έχει σκοτώσει
το γονιό του ο γονιός σας· έχει σπείρει
στον κόρφον όπου σπάρθηκε κι ο ίδιος
και σας παιδιά του απόχτησε από κείνη
που φύτρωσε κι αυτός· τέτοιες ντροπές
1500θα σας χτυπούν, και ποιός σας παίρνει τότε;
κανείς, παιδιά μου· μα γραφτό σας θα ᾽ναι
ανύπαντρες να μαραίνεσετε κι έρμες.
Μα, ω γιε του Μενοικέα, μια που εσύ μόνος
έχεις μείνει πατέρας των, αφού
εμείς που τις γεννήσαμε κι οι δυο μας
χαθήκαμε και πάμε, μην το στρέξεις,
συγγένισσές σου αυτές, να παραδέρνουν
δίχως άντρα, φτωχές, στους πέντε δρόμους,
μηδ᾽ όμοιές μου στη συφορά τις κάμεις.
Σπλαχνίσου τις σε τέτοιαν ηλικία
να τις βλέπεις στερημένες απ᾽ όλα
εξόν μονάχ᾽ από το στήριγμά σου.
1510Τάξε μού το, ω γενναίε, και δωσ᾽ μου χέρι.
Σε σας, παιδιά μου, αν ήσαστε σε θέση
να νιώθατε, θα ᾽χα πολλές να δώσω
συμβουλές· τώρ᾽ αυτή ᾽ναι η μόνη ευχή μου:
να ζείτε όπου η περίσταση το φέρει,
μα να ᾽χετε ζωή πιο ευτυχισμένη
απ᾽ αυτόν που σας έφερε στον κόσμο.
|