1370ΧΟΡ. Δε φοβούνται οι έξυπνοι τον κόπο.
Άλλο πάλι αυτό το θάμα,
θάμ᾽ ανήκουστο κι αλλόκοτο· ποιός άλλος
θα μπορούσε κάτι τέτοιο να σκεφτεί;
Αν ένας τυχαίος μου το ᾽χε πει,
δε θα πίστευα ποτέ, μα την αλήθεια,
θα ᾽λεγα πως λέει βλακείες.
ΔΙΟ. Ζυγώστε δω στης ζυγαριάς τους δίσκους…
ΑΙΣ. & ΕΥΡ., πλησιάζοντας.
Ορίστε. ΔΙΟ. και κρατώντας τους να λέει
το στίχο του ο καθείς σας, και κανένας
1380να μην αφήνει, αν δε φωνάξω κούκου.
ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Κρατούμε. ΔΙΟ. Πείτε στίχο απά στο δίσκο.
ΕΥΡ. «Η φτερωτή η Αργώ να μην περνούσε.»
ΑΙΣ. «Ω ποταμέ Σπερχειέ κι ω βοσκοτόπια.»
ΔΙΟ. Κούκου. ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Τ᾽ αφήσαμε. ΔΙΟ. Α! Του Αισχύλου το στίχο
τραβά πολύ πιο κάτω από τον άλλον.
ΕΥΡ. Γιατί; ΔΙΟ. Ρωτάς; Γιατί έβαλε ποτάμι
και μούσκεψε το στίχο του, όπως βρέχουν
το μαλλί οι πουλητές, για να βαρύνει,
κι εσύ έχεις βάλει στίχο με φτερούγες.
ΕΥΡ. Μπρος, άλλο στίχο ας ρίξει για αντιζύγι.
1390ΔΙΟ. Ξαναπιαστείτε. ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Νά. ΔΙΟ. Ευριπίδη λέγε.
ΕΥΡ. «Το μόνο της Πειθώς ιερό είν᾽ ο λόγος.»
ΑΙΣ. «Δώρα μονάχα ο Θάνατος δε θέλει.»
ΔΙΟ. Αφήστε. ΑΙΣ. & ΕΥΡ. Νά. ΔΙΟ. Του Αισχύλου πάλι γέρνει·
το πιο βαρύ, το θάνατο, έχει βάλει.
ΕΥΡ. Εγώ όμως την πειθώ, ένα στίχο εξαίσιο.
ΔΙΟ. Είναι η πειθώ λαφριά, νόημα δεν έχει.
Κάτι άλλο, απ᾽ τα βαριά, γιά κοίτα νά ᾽βρεις,
γερό, μεγάλο, να τραβήξει κάτω.
ΕΥΡ. Πού να έχω τέτοιο; ΔΙΟ. Να σου πω: «Έχει ρίξει
1400δύο άσους και τεσσάρι ο Αχιλλέας.»
Ο Ευριπίδης στέκεται δισταχτικός.
Λέτε και το στερνό πια ζύγισμα είναι.
ΕΥΡ. «Σα σίδερο βαρύ ένα ξύλο αδράχνει.»
ΑΙΣ. «Πτώματα, αμάξια, το ᾽να πάνω στ᾽ άλλο.»
ΔΙΟ., στον Ευριπίδη.
Σε γέλασε και πάλι. ΕΥΡ. Με ποιόν τρόπο;
ΔΙΟ. Δυο αμάξια και δυο πτώματα έχει βάλει,
που κι εκατόν Αιγύπτιοι δεν τα σκώνουν.
ΑΙΣ. Και τώρα πια όχι με έναν ένα στίχο·
ατός του ας μπει στη ζυγαριά να κάτσει
μαζί με την κυρά του, τα παιδιά του,
με τον Κηφισοφώντα, τα χαρτιά του·
1410κι εγώ θα πω δυο στίχους μου μονάχα…
Σ᾽ ένα νεύμα του Διονύσου παίρνουν έξω τη ζυγαριά.
Έρχεται ο Πλούτωνας.
ΔΙΟ. Δε θα τους κρίνω εγώ· κι οι δυο είναι φίλοι·
να ψυχραθώ δε θέλω με κανένα·
σοφός είν᾽ ο ένας, μα μ᾽ ευφραίνει ο άλλος.
|