ΕΞΟΔΟΣ (Ο Θεοκλύμενος βγαίνει από το παλάτι. Έρχεται ο δεύτερος αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓ. Σε βρίσκω, αφέντη, για κακό μαντάτο·
παράξενα στ᾽ αλήθεια έργα θ᾽ ακούσεις.
ΘΕΟ. Τί τρέχει;
ΑΓΓ. Ψάξε να βρεις άλλη γυναίκα τώρα·
γιατί έφυγε απ᾽ τη χώρα πια η Ελένη.
ΘΕΟ. Πώς; Περπατώντας ή έβγαλε φτερούγες;
ΑΓΓ. Ο Μενέλαος την πήρε με καράβι·
αυτός που ήρθε και σου είπε τον χαμό του.
ΘΕΟ. Ω! λόγια φοβερά και απίστευτα. Όμως
1520με τί πλεούμενο έχει αυτή ξεφύγει;
ΑΓΓ. Μ᾽ εκείνο που έδωσες στον ξένο· οι ναύτες,
για να το ξέρεις, ήτανε δικοί σου.
ΘΕΟ. Πώς; Θέλω να μάθω· δεν πιστεύω
να νίκησε ένας μόνο πλήθος ναύτες,
που πήγαν στον γιαλό μαζί με σένα.
ΑΓΓ. Αφήνοντας η Ελένη το παλάτι,
κατέβαινε στη θάλασσα με βήμα
βαρύ και αργό, τον άντρα της θρηνώντας
που ζωντανός κοντά της ήταν όμως.
1530Σα φτάσαμε όλοι στο καραβοστάσι,
τραβήξαμε ένα πλοίο της Σιδώνας
μεγάλο κι αταξίδευτο, πενήντα
κουπιά, πενήντα πάγκους είχε. Τότε
πέσαμε στη δουλειά· κατάρτι ο ένας
στεριώνει, τα κουπιά προσδένουν άλλοι,
σιάζουν τ᾽ άσπρα πανιά και το τιμόνι
στη θέση του καλά το συναρμόζουν.
Κι ενώ δουλεύαμε έτσι, στ᾽ ακρογιάλι,
θαρρείς και αυτό περίμεναν, προβάλλουν
Έλληνες, του Μενέλαου συντρόφοι,
κουρέλια απ᾽ το ναυάγιο φορώντας,
1540καλοί στην όψη, αλλά γεμάτοι λέρα.
|