[18.6] «Μετά απ᾽ αυτό», είπα, «Ισχόμαχε, ξεκαθαρίζουμε το σιτάρι, λιχνίζοντάς το». «Και πες μου, Σωκράτη», είπε ο Ισχόμαχος, «πραγματικά ξέρεις ότι, εάν αρχίσεις από το μέρος του αλωνιού που φυσάει ο αέρας, θα σου σκορπιστούν τα άχυρα σε όλο το αλώνι;» «Είναι αναπόφευκτο», είπα εγώ. [18.7] «Έτσι φυσικό είναι», είπε, «τα άχυρα να πέφτουν πάνω στο σιτάρι». «Είναι πολύ μακριά», είπα, «ώστε να σηκωθούν τα άχυρα πάνω από το σιτάρι προς το άδειο μέρος του αλωνιού». «Εάν όμως κάποιος λιχνίζει αρχίζοντας απ᾽ το μέρος όπου δε φυσάει;» είπε. «Είναι φανερό», είπα, «ότι τα άχυρα θα πάνε αμέσως στον αχυροδέκτη». [18.8] «Όταν όμως ξεκαθαρίσεις το σιτάρι», είπε, «μέχρι τα μισά του αλωνιού, ποιό από τα δυο θα κάνεις αμέσως, έτσι όπως είναι το σιτάρι θα λιχνίσεις τα υπόλοιπα άχυρα ή θα λιχνίσεις αφού πρώτα σωριάσεις το καθαρό σιτάρι σ᾽ έναν στενό χώρο στο κέντρο;» «Αφού συγκεντρώσω, μά τον Δία», είπα, «το καθαρό σιτάρι, για να μου πέφτουν τα άχυρα στο άδειο μέρος του αλωνιού και να μη χρειάζεται να λιχνίζω δυο φορές τα ίδια άχυρα». [18.9] «Εσύ», είπε, «Σωκράτη ακόμη και κάποιον άλλο θα μπορούσες να διδάξεις πώς θα καθαριζόταν το σιτάρι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα». «Αυτά», είπα, «δεν λογάριαζα ότι τα ξέρω αρκετά. Και συχνά αναρωτιέμαι εάν ξέρω και να χύνω τον χρυσό, να παίζω αυλό και να ζωγραφίζω. Γιατί ούτε αυτά με δίδαξε κανένας ούτε και τη γεωργία,· αλλά βλέπω ανθρώπους να ασχολούνται με τις άλλες τέχνες, όπως τους βλέπω να ασχολούνται και με τη γεωργία». [18.10] «Και πιο πριν εγώ σου έλεγα, βέβαια», είπε ο Ισχόμαχος, «ότι η γεωργία είναι η πιο ευγενική τέχνη και αυτό γιατί είναι η πιο εύκολη να τη μάθει κανείς». «Έλα, Ισχόμαχε», είπα, «το ξέρω. Αν και ήξερα τα σχετικά με τη σπορά, είχα την εντύπωση ότι δεν τα ήξερα».
|