Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (70.3-71.9)


[70.3] Τῶν δ᾽ ἑταίρων γάμον ἐν Σούσοις ἐπιτελῶν, καὶ λαμβάνων μὲν αὐτὸς γυναῖκα τὴν Δαρείου θυγατέρα Στάτειραν, διανέμων δὲ τὰς ἀρίστας τοῖς ἀρίστοις, κοινὸν δὲ τῶν ἤδη προγεγαμηκότων Μακεδόνων γάμον [καλὸν] ἑστιάσας, ἐν ᾧ φασιν, ἐνακισχιλίων τῶν παρακεκλημένων ἐπὶ τὸ δεῖπνον ὄντων, ἑκάστῳ χρυσῆν φιάλην πρὸς τὰς σπονδὰς δοθῆναι, τά τ᾽ ἄλλα θαυμαστῶς ἐλαμπρύνατο, καὶ τὰ χρέα τοῖς δανείσασιν ὑπὲρ τῶν ὀφειλόντων αὐτὸς διαλύσας, τοῦ παντὸς ἀναλώματος ἐλάσσονος μυρίων ταλάντων ἑκατὸν τριάκοντα ταλάντοις γενομένου. [70.4] ἐπεὶ δ᾽ Ἀντιγένης ὁ ἑτερόφθαλμος ὡς ὀφείλων ἀπεγράψατο ψευδῶς, καὶ παραγαγών τινα φάσκοντα δεδανεικέναι πρὸς τὴν τράπεζαν ἀπέτεισε τὸ ἀργύριον, εἶτ᾽ ἐφωράθη ψευδόμενος, ὀργισθεὶς ὁ βασιλεὺς ἀπήλασε τῆς αὐλῆς αὐτὸν καὶ παρείλετο τὴν ἡγεμονίαν. [70.5] ἦν δὲ λαμπρὸς ἐν τοῖς πολεμικοῖς ὁ Ἀντιγένης, καὶ ἔτι [δὲ] νέος ὤν, Φιλίππου πολιορκοῦντος Πέρινθον, ἐμπεσόντος αὐτῷ καταπελτικοῦ βέλους εἰς τὸν ὀφθαλμόν, οὐ παρέσχε βουλομένοις ἐξελεῖν τὸ βέλος οὐδ᾽ ὑφήκατο πρὶν ὤσασθαι προσμαχόμενος καὶ κατακλεῖσαι τοὺς πολεμίους εἰς τὸ τεῖχος. [70.6] οὐ μετρίως οὖν τότε τὴν ἀτιμίαν ἔφερεν, ἀλλὰ δῆλος ἦν ἑαυτὸν ὑπὸ λύπης καὶ βαρυθυμίας διαχρησόμενος, καὶ τοῦτο δείσας ὁ βασιλεὺς ἀνῆκε τὴν ὀργὴν καὶ τὰ χρήματ᾽ ἔχειν ἐκέλευσεν αὐτόν.
[71.1] Τῶν δὲ παίδων τῶν τρισμυρίων, οὓς ἀσκουμένους καὶ μανθάνοντας ἀπέλιπε, τοῖς τε σώμασιν ἀνδρείων φανέντων καὶ τοῖς εἴδεσιν εὐπρεπῶν, ἔτι δὲ καὶ ταῖς μελέταις εὐχέρειαν καὶ κουφότητα θαυμαστὴν ἐπιδειξαμένων, αὐτὸς μὲν ἥσθη, τοῖς δὲ Μακεδόσι δυσθυμία παρέστη καὶ δέος, ὡς ἧττον αὐτοῖς τοῦ βασιλέως προσέξοντος. [71.2] διὸ καὶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ πεπηρωμένους αὐτοῦ καταπέμποντος ἐπὶ θάλατταν, ὕβριν ἔφασαν εἶναι καὶ προπηλακισμόν, ἀνθρώποις ἀποχρησάμενον εἰς ἅπαντα, νῦν ἀποτίθεσθαι σὺν αἰσχύνῃ καὶ προσρίπτειν ταῖς πατρίσι καὶ τοῖς γονεῦσιν, οὐ τοιούτους παραλαβόντα. [71.3] πάντας οὖν ἐκέλευον ἀφιέναι καὶ πάντας ἀχρήστους νομίζειν Μακεδόνας, ἔχοντα τοὺς νέους τούτους πυρριχιστάς, σὺν οἷς ἐπιὼν κατακτήσεται τὴν οἰκουμένην. [71.4] πρὸς ταῦτα χαλεπῶς ὁ Ἀλέξανδρος ἔσχε, καὶ πολλὰ μὲν ἐλοιδόρησεν αὐτοὺς πρὸς ὀργήν, ἀπελάσας δὲ τὰς φυλακὰς παρέδωκε Πέρσαις, καὶ κατέστησεν ἐκ τούτων δορυφόρους καὶ ῥαβδοφόρους, [71.5] ὑφ᾽ ὧν ὁρῶντες αὐτὸν παραπεμπόμενον, αὑτοὺς δ᾽ ἀπειργομένους καὶ προπηλακιζομένους, ἐταπεινοῦντο, καὶ διδόντες λόγον εὕρισκον αὑτοὺς ὀλίγου δεῖν μανέντας ὑπὸ ζηλοτυπίας καὶ ὀργῆς. [71.6] τέλος δὲ συμφρονήσαντες ἐβάδιζον ἄνοπλοι καὶ μονοχίτωνες ἐπὶ τὴν σκηνήν, μετὰ βοῆς καὶ κλαυθμοῦ παραδιδόντες ἑαυτούς, καὶ χρήσασθαι κελεύοντες ὡς κακοῖς καὶ ἀχαρίστοις. [71.7] ὁ δ᾽ οὐ προσίετο, καίπερ ἤδη μαλασσόμενος· οἱ δ᾽ οὐκ ἀπέστησαν, ἀλλ᾽ ἡμέρας δύο καὶ νύκτας οὕτω προσεστῶτες καὶ ὀλοφυρόμενοι καὶ κοίρανον ἀνακαλοῦντες ἐκαρτέρησαν. [71.8] τῇ δὲ τρίτῃ προελθὼν καὶ θεασάμενος οἰκτροὺς καὶ τεταπεινωμένους, ἐδάκρυε πολὺν χρόνον· εἶτα μεμψάμενος μέτρια καὶ προσαγορεύσας φιλανθρώπως, ἀπέλυσε τοὺς ἀχρήστους, δωρησάμενος μεγαλοπρεπῶς καὶ γράψας πρὸς Ἀντίπατρον, ὅπως ἐν πᾶσι τοῖς ἀγῶσι καὶ τοῖς θεάτροις προεδρίαν ἔχοντες ἐστεφανωμένοι καθέζοιντο. [71.9] τῶν δὲ τεθνηκότων τοὺς παῖδας ὀρφανοὺς ὄντας ἐμμίσθους ἐποίησεν.


[70.3] Στα Σούσα τέλεσε τους γάμους των εταίρων· ο ίδιος νυμφεύτηκε τη Στάτειρα, τη θυγατέρα του Δαρείου, ενώ τις καλύτερες τις επέλεξε για τους καλύτερους. Οργάνωσε ωραίο κοινό γαμήλιο τραπέζι για τους Μακεδόνες που ήδη είχαν νυμφευθεί, στο οποίο λένε ότι δόθηκε χρυσή φιάλη για τις σπονδές στον καθένα από τους εννιά χιλιάδες προσκεκλημένους για το δείπνο. Γενικά, έδωσε εξαιρετική λαμπρότητα στην τελετή· εξόφλησε τα χρέη ο ίδιος στους δανειστές για λογαριασμό των οφειλετών, ποσό που συνολικά έφτασε τα δέκα χιλιάδες παρά εκατό τάλαντα. [70.4] Ο Αντιγένης ο μονόφθαλμος είχε δηλώσει ψευδώς οφειλέτης και, παρουσιάζοντας κάποιον που έλεγε ότι του είχε δανείσει στην τράπεζα, του πλήρωσε το χρέος. Στη συνέχεια όμως, επειδή αποκαλύφθηκε ότι έλεγε ψέματα, ο βασιλιάς οργίστηκε, τον έδιωξε από την αυλή και του αφαίρεσε το αξίωμα. [70.5] Ο Αντιγένης ήταν λαμπρός στα πολεμικά πράγματα· νέος ακόμη, όταν ο Φίλιππος πολιορκούσε την Πέρινθο, καρφώθηκε στο μάτι του ένα βέλος από καταπέλτη· δεν επέτρεψε όμως σ᾽ αυτούς που ήθελαν να του το βγάλουν ούτε και σταμάτησε να μάχεται, πριν απωθήσει τους εχθρούς και τους κλείσει στο τείχος. [70.6] Το έφερε λοιπόν τότε βαριά για την ταπείνωση και ήταν φανερό ότι από τη λύπη και τη στενοχώρια του θα αυτοκτονούσε. Φοβούμενος αυτό ο βασιλιάς, παραμέρισε την οργή του και διέταξε να κρατήσει τα χρήματα.
[71.1] Με τους τριάντα χιλιάδες νέους, που είχε αφήσει να ασκούνται και να μαθαίνουν, καθώς είχαν ανδρωθεί στο σώμα και ήταν ωραίοι στη μορφή και επιπλέον είχαν επιδείξει στις ασκήσεις μεγάλη ευκολία και θαυμαστή ευκινησία, ο Αλέξανδρος προσωπικά χάρηκε, οι Μακεδόνες όμως στενοχωρήθηκαν και φοβήθηκαν, επειδή πίστεψαν ότι ο βασιλιάς θα τους πρόσεχε από εδώ και πέρα λιγότερο. [71.2] Γι᾽ αυτό, όταν έστειλε προς τα παράλια τους αρρώστους και τους αναπήρους, έλεγαν ότι αποτελεί προσβολή και ταπεινωτική μεταχείριση να έχει εκμεταλλευτεί στο έπακρο τους ανθρώπους στα πάντα και τώρα να τους πετάει χωρίς να ντρέπεται και να τους φορτώνει στις πατρίδες και στους γονείς τους όχι στην κατάσταση στην οποία τους παρέλαβε. [71.3] Τον προέτρεπαν να απολύσει τους πάντες και να θεωρήσει όλους τους Μακεδόνες άχρηστους, αφού έχει αυτούς τους νέους χορευτές του πυρρίχιου, με τους οποίους εάν εξεστράτευε, θα κατακτούσε όλο τον κόσμο. [71.4] Εξαιτίας αυτών ο Αλέξανδρος βρέθηκε σε δύσκολη θέση, τους έβρισε οργισμένος και, αφού τους έδιωξε, παρέδωσε τις φρουρές στους Πέρσες και διόρισε σωματοφύλακες και ραβδούχους από αυτούς. [71.5] Βλέποντάς τον οι Μακεδόνες να ακολουθείται από αυτούς και οι ίδιοι να είναι παραμερισμένοι και περιφρονημένοι, ένιωθαν ταπεινωμένοι. Και καθώς το σκέφτονταν, διαπίστωναν ότι λίγο έλειπε να τρελαθούν από τη ζήλεια και την οργή. [71.6] Τελικά όμως συνήλθαν και πήγαν στη σκηνή χωρίς όπλα, μόνο με τον χιτώνα και με φωνές και κλάματα έθεταν τους εαυτούς τους στη διάθεσή του και τον παρακαλούσαν να τους μεταχειριστεί ως κακούς και αχάριστους. [71.7] Ο Αλέξανδρος όμως, αν και είχε ήδη μαλακώσει, δεν τους δεχόταν· αλλά και αυτοί δεν απομακρύνθηκαν από τη σκηνή του, αλλά για δυο ημέρες και νύχτες είχαν σταθεί εκεί αμετακίνητοι και περίμεναν καρτερικά, θρηνώντας και αποκαλώντας τον κύριό τους. [71.8] Την τρίτη ημέρα, όταν βγήκε έξω και τους είδε αξιολύπητους και ταπεινωμένους, δάκρυσε για πολλήν ώρα. Στη συνέχεια, αφού τους επέκρινε με ήπιο τρόπο και απευθύνθηκε προς αυτούς φιλικά, απέλυσε τους παλαίμαχους, αμείβοντάς τους γενναιόδωρα. Έγραψε επίσης στον Αντίπατρο να κάθονται σε όλους τους αγώνες και στα θέατρα στις πρώτες θέσεις φορώντας στεφάνια. [71.9] Στα ορφανά παιδιά όσων είχαν σκοτωθεί έδωσε μισθούς.