Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΛΟΓΓΟΣ
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.5.1-4.7.5)
[4.5.1] Ἐν τούτοις οὖσιν αὐτοῖς δεύτερος ἄγγελος ἐλθὼν ἐξ ἄστεος ἐκέλευεν ἀποτρυγᾶν τὰς ἀμπέλους ὅτι τάχιστα, καὶ αὐτὸς ἔφη παραμενεῖν ἔστ᾽ ἂν τοὺς βότρυς ποιήσωσι γλεῦκος, εἶτα οὕτως κατελθὼν εἰς τὴν πόλιν ἄξειν τὸν δεσπότην ἤδη τῆς μετοπωρινῆς τρύγης ‹πεπαυμένης›. [4.5.2] Τοῦτόν τε οὖν τὸν Εὔδρομον —οὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο, ὅτι ἦν αὐτῷ ἔργον τρέχειν— ἐδεξιοῦντο πᾶσαν δεξίωσιν καὶ ἅμα τὰς ἀμπέλους ἀπετρύγων, τοὺς βότρυς ἐς τὰς ληνοὺς κομίζοντες, τὸ γλεῦκος εἰς τοὺς πίθους φέροντες, τῶν βοτρύων τοὺς ἡβῶντας ἐπὶ κλημάτων ἀφαιροῦντες, ὡς εἴη καὶ τοῖς ἐκ τῆς πόλεως ἐλθοῦσιν ἐν εἰκόνι καὶ ἡδονῇ γενέσθαι τρυγητοῦ. |
[4.5.1] Πάνω σ᾽ αυτά τους ήρθε δεύτερος αγγελιαφόρος από την πόλη, με την παραγγελία να τρυγήσουν τ᾽ αμπέλια το γρηγορότερο· ο ίδιος, είπε, θα ᾽μενε εκεί ώσπου να γίνει το σταφύλι μούστος, και κατόπι θα κατέβαινε στην πόλη να φέρει τον αφέντη για το τέλος του φθινοπωριάτικου τρύγου. [4.5.2] Τούτον τον Εύδρομο —έτσι τον έλεγαν, γιατί δουλειά του ήταν να τρέχει— τον φιλοξένησαν όσο μπορούσαν καλύτερα, ενώ συνάμα τρυγούσαν τ᾽ αμπέλια, έφερναν τα σταφύλια στα πατητήρια, πήγαιναν το μούστο στα πιθάρια· τα ωραιότερα τσαμπιά ωστόσο τα ᾽κοβαν μαζί με τα κλαριά τους, ώστε αυτοί που θα ᾽ρχονταν από την πόλη να ᾽χουν μιαν εικόνα από τις απολαύσεις του τρύγου. |