ΦΙΛ. Ω εσύ, που με τόση λαχτάρα μου
η φωνή σου στ᾽ αυτιά μου αντιλάλησε,
θα υπακούσω σ᾽ αυτά που προστάζεις.
ΝΕΟ. Και ᾽γώ με την ίδια τη γνώμη μαζί.
ΗΡΑ. Μην αργείτε λοιπόν περισσότερο,
1450γιατί βιάζει ο καιρός,
που φυσά ᾽πό την πρύμν᾽ ο αγέρας.
ΦΙΛ. Λοιπόν τώρα που φεύγω, ας τα πω
τα στερνά μου στη χώρα έχε γεια.
Χαίρ᾽ εσύ, που πιστά με φρουρούσες, σπηλιά
και σεις των χλωρών λιβαδιών Νεροκόρες
και του πόντου ολοτράνταχτο βρόντημα,
κι ορθόστητε κάβε, που τόσες φορές
και κει μέσα βαθιά το κεφάλι μου
στης νοτιάς τα δαρσίματα εμούσκευε,
και του Ερμή το βουνό, που συχνά πίσω μού ᾽στελλε
των δικών μου των θρήνων τ᾽ αντίφωνα,
1460σαν παράδερνα μες στη φουρτούνα μου.
Τώρα, ω κρήνες και Λύκεια νερά,
σας αφήνομε, πια σας αφήνομε,
που τέτοια ποτέ δε μας πέρασ᾽ ελπίδα.
Έχε γεια, κυματόζωστη ολόγυρα Λήμνο,
και προβόδα με πρίμα και δίχως κακό
εκεί όπου με στέλλουν η Μοίρα η μεγάλη
και των φίλων η γνώμη κι η Δύναμη
της θεότητας, π᾽ όλα νικά
και έτσι τα όρισε αυτά να γενούνε.
ΧΟΡ. Λοιπόν όλοι ας πηγαίνομε τώρα μαζί,
1470αφού στις θεές ευχηθούμε της θάλασσας
να μας δίνουν καλό κατευόδιο.
|