ΚΡΕ. Άι, άι, άι, άι, λιμάνι του Άδη αχόρταγο,
γιατί, καλέ, με βουλιάζεις;
Ω, εσύ που ήρθες να μου φέρεις τις πικρόλογες συφορές, τί λόγο είπες;
Άι, άι, σκοτωμένον άνθρωπο πήγες να χτυπήσεις·
1290τί λες, παιδί μου; τί άλλο πάλι θα μου πεις;
Άι, άι, άι, άι· σφαχτό της συφοράς κείτεται η γυναίκα πεθαμένη.
ΧΟΡ. Γύρισε και θα δεις· δεν την έχουν πια κρυμμένη μέσα.
ΚΡΕ. Οϊμένα, βλέπω με τα μάτια μου το δεύτερο κακό· τί άλλο,
τί άλλο μου μέλλεται; στα χέρια μου κρατώ ακόμα το παιδί μου, ο κακορίζικος,
και αντικρύ μου βλέπω τη νεκρή.
1300Αχ, αχ, καημένη μητέρα! αχ, παιδί μου.
ΕΞΑ. Έπεσε πληγωμένη βαριά και αγκάλιασε τον βωμό· τα μάτια της εκλείσαν,
μα πρώτ᾽ εμοιριολόγησε για τον δοξασμένο θάνατο του Μεγαρέα, που πέθανε μπροστύτερα,
και πάλι γι᾽ αυτόν εδώ, και τελευταία για τις κακές σου πράξες
καταράσθηκε εσένα, τον παιδοχτόνο.
ΚΡΕ. Άι, άι, άι, άι, τρομάρα μου, γιατί δεν μ᾽ εσκότωνε κανείς απ᾽ τους φίλους
στο στήθος μπροστά με δίκοπο σπαθί;
1310δόλιος εγώ, άι, άι, άι, και με δόλιο τέλος σβήνω.
ΕΞΑ. Και γι᾽ αυτή και για εκείνη τη θανή σε σένα
έριξε την αιτία η πεθαμένη·
ΚΡΕ. Και με τί τρόπο χάλασε τη ζωή της;
ΕΞΑ. Χτυπήθη με το χέρι της μες στο σκώτι, καθώς άκουσε
τί έπαθε το παιδί της, το πολύκλαφτο.
ΚΡΕ. Οϊμένα, σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δεν θα πέσει
σαν τη δική μου κατηγόρια. Εγώ, εγώ σε σκότωσα,
1320άχ! ο άθλιος! εγώ, αλήθεια λέω· αχ! ανθρώποι,
πηγαίνετέ με γλήγορα, βγάλτε με από δω έξω,
γιατί δεν είμαι πια άλλο παρά τίποτα.
ΧΟΡ. Κερδισμένος θά ᾽βγεις, αν βγαίνει απ᾽ τον πόνο κέρδος,
γιατί η συφορά που γλήγορα περνά απ᾽ όσες μας έρχονται
είναι η καλύτερη.
|