Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (1284-1327)


ΚΡ. ἰὼ, [ἀντ. α]
ἰὼ δυσκάθαρτος Ἅιδου λιμήν,
1285τί μ᾽ ἄρα τί μ᾽ ὀλέκεις;
ὦ κακάγγελτά μοι
προπέμψας ἄχη, τίνα θροεῖς λόγον;
αἰαῖ, ὀλωλότ᾽ ἄνδρ᾽ ἐπεξειργάσω.
τί φής, ὦ παῖ, τίνα λέγεις μοι νέον,
1290αἰαῖ, αἰαῖ,
σφάγιον ἐπ᾽ ὀλέθρῳ,
γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον;
ΕΞ. ὁρᾶν πάρεστιν· οὐ γὰρ ἐν μυχοῖς ἔτι.
ΚΡ. οἴμοι,
1295κακὸν τόδ᾽ ἄλλο δεύτερον βλέπω τάλας.
τίς ἄρα, τίς με πότμος ἔτι περιμένει;
ἔχω μὲν ἐν χείρεσσιν ἀρτίως τέκνον,
τάλας, τὸν δ᾽ ἔναντα προσβλέπω νεκρόν.
1300φεῦ φεῦ μᾶτερ ἀθλία, φεῦ τέκνον.

ΕΞ. ἣ δ᾽ ὀξύπληκτος ἡμένη δὲ βωμία
λύει κελαινὰ βλέφαρα, κωκύσασα μὲν
τοῦ πρὶν θανόντος Μεγαρέως κενὸν λέχος,
αὖθις δὲ τοῦδε, λοίσθιον δὲ σοὶ κακὰς
1305πράξεις ἐφυμνήσασα τῷ παιδοκτόνῳ.

ΚΡ. αἰαῖ αἰαῖ, [στρ. β]
ἀνέπταν φόβῳ. τί μ᾽ οὐκ ἀνταίαν
ἔπαισέν τις ἀμφιθήκτῳ ξίφει;
1310δείλαιος ἐγώ, αἰαῖ,
δειλαίᾳ δὲ συγκέκραμαι δύᾳ.

ΕΞ. ὡς αἰτίαν γε τῶνδε κἀκείνων ἔχων
πρὸς τῆς θανούσης τῆσδ᾽ ἐπεσκήπτου μόρων.
ΚΡ. ποίῳ δὲ κἀπελύετ᾽ ἐν φοναῖς τρόπῳ;
1315ΕΞ. παίσασ᾽ ὑφ᾽ ἧπαρ αὐτόχειρ αὑτήν, ὅπως
παιδὸς τόδ᾽ ᾔσθετ᾽ ὀξυκώκυτον πάθος.

ΚΡ. ὤμοι μοι, τάδ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἄλλον βροτῶν [στρ. γ]
ἐμᾶς ἁρμόσει ποτ᾽ ἐξ αἰτίας.
ἐγὼ γάρ σ᾽ ἐγὼ ᾽κανον, ἰὼ μέλεος,
1320ἐγώ, φάμ᾽ ἔτυμον. ἰὼ πρόσπολοι,
ἀπάγετέ μ᾽ ὅτι τάχος, ἄγετέ μ᾽ ἐκποδών,
1325τὸν οὐκ ὄντα μᾶλλον ἢ μηδένα.

ΧΟ. κέρδη παραινεῖς, εἴ τι κέρδος ἐν κακοῖς·
βράχιστα γὰρ κράτιστα τἀν ποσὶν κακά.


ΚΡΕ. Οϊμέ,
Οϊμέ λιμάνι του Άδη ανίλεο,
γιατί, γιατί να με χαλάς;
ω εσύ, που κακομήνυτα
μου φέρνεις πάθη, τί μου λες
κι ένα νεκρό αποτελειώνεις;
πε μου, παιδί, ποιά νέα μού λες
1290πως μ᾽ αγκαλιάζει συφορά.
οϊμέ, ποιό γυναικείο σφαχτάρι
για το ξετέλειωμά μου έχει κοπεί;
ΑΓΓ. Μπορείς να δεις, που έξω τη βγάζουν τώρα.
ΚΡΕ. Συφορά μου, ο βαριόμοιρος,
το άλλο μου δεύτερο κακό, νά, βλέπω·
ποιά μοίρα, ποιά να με περιμένει ακόμα;
ενώ κρατώ στα χέρια μου το παιδί μου
νεκρό, κι άλλο νεκρό αυτή αντικρίζω·
1300αλί μου, ω άθλια μάνα, ω άθλιε γιε μου!

ΑΓΓ. Με κοφτερό μπρος στο βωμό μαχαίρι
τα σκοτεινά της έσβησε τα μάτια,
αφού του Μεγαρέα θρήνησε το τέλος
που σκοτώθηκε πριν με τόση δόξα,
κι έπειτα αυτού· και τελευταία και σένα
σου ευχήθηκε όλα τα κακά του κόσμου
που πήες να της σκοτώσεις το παιδί της.

ΚΡΕ. Συφορά, συφορά μου,
τρομάρα μού παίρνει το νου·
γιατί δε σηκώνει κανείς να μου μπήξει
στο στήθος σπαθί κοφτερό;
1310αλί μου ο βαριόμοιρος, μαύρη με ζώνει
συφορά από παντού.

ΑΓΓ. Σε σένα η σκοτωμένη έριχτε απάνω
την αιτία του χαμού κι αυτού και κείνου.
ΚΡΕ. Και ποιός στάθηκε του φόνου της ο τρόπος;
ΑΓΓ. Με το ίδιο της χτυπήθηκε το χέρι
κάτ᾽ από το συκώτι, όταν το τέλος
το βαρυθρήνητο έμαθε του γιου της.

ΚΡΕ. Οϊμένα, για όλ᾽ αυτά ποτέ
άλλον κανένα έξω από με
δε θα βαρύν᾽ η αιτία·
εγώ, ναι εγώ σε σκότωσα,
1320αλήθεια λέω, εγώ ο τρισάμοιρος·
μα πάρτε με, άνθρωποί μου εσείς·
βγάλετε γρήγορα απ᾽ εδώ
έναν που πιότερο απ᾽ το τίποτα δεν είναι.

ΧΟΡ. Κέρδος για σένα ό,τι ζητάς, αν κέρδος
υπάρχει μες στις συφορές· γιατ᾽ είναι
πάντα πολύ καλύτερο να βλέπεις
όσο πιο λίγο το κακό μπροστά σου.


ΚΡΕ. Άι, άι, άι, άι, λιμάνι του Άδη αχόρταγο,
γιατί, καλέ, με βουλιάζεις;
Ω, εσύ που ήρθες να μου φέρεις τις πικρόλογες συφορές, τί λόγο είπες;
Άι, άι, σκοτωμένον άνθρωπο πήγες να χτυπήσεις·
1290τί λες, παιδί μου; τί άλλο πάλι θα μου πεις;
Άι, άι, άι, άι· σφαχτό της συφοράς κείτεται η γυναίκα πεθαμένη.
ΧΟΡ. Γύρισε και θα δεις· δεν την έχουν πια κρυμμένη μέσα.
ΚΡΕ. Οϊμένα, βλέπω με τα μάτια μου το δεύτερο κακό· τί άλλο,
τί άλλο μου μέλλεται; στα χέρια μου κρατώ ακόμα το παιδί μου, ο κακορίζικος,
και αντικρύ μου βλέπω τη νεκρή.
1300Αχ, αχ, καημένη μητέρα! αχ, παιδί μου.

ΕΞΑ. Έπεσε πληγωμένη βαριά και αγκάλιασε τον βωμό· τα μάτια της εκλείσαν,
μα πρώτ᾽ εμοιριολόγησε για τον δοξασμένο θάνατο του Μεγαρέα, που πέθανε μπροστύτερα,
και πάλι γι᾽ αυτόν εδώ, και τελευταία για τις κακές σου πράξες
καταράσθηκε εσένα, τον παιδοχτόνο.

ΚΡΕ. Άι, άι, άι, άι, τρομάρα μου, γιατί δεν μ᾽ εσκότωνε κανείς απ᾽ τους φίλους
στο στήθος μπροστά με δίκοπο σπαθί;
1310δόλιος εγώ, άι, άι, άι, και με δόλιο τέλος σβήνω.

ΕΞΑ. Και γι᾽ αυτή και για εκείνη τη θανή σε σένα
έριξε την αιτία η πεθαμένη·
ΚΡΕ. Και με τί τρόπο χάλασε τη ζωή της;
ΕΞΑ. Χτυπήθη με το χέρι της μες στο σκώτι, καθώς άκουσε
τί έπαθε το παιδί της, το πολύκλαφτο.

ΚΡΕ. Οϊμένα, σε κανέναν άνθρωπο ποτέ δεν θα πέσει
σαν τη δική μου κατηγόρια. Εγώ, εγώ σε σκότωσα,
1320άχ! ο άθλιος! εγώ, αλήθεια λέω· αχ! ανθρώποι,
πηγαίνετέ με γλήγορα, βγάλτε με από δω έξω,
γιατί δεν είμαι πια άλλο παρά τίποτα.

ΧΟΡ. Κερδισμένος θά ᾽βγεις, αν βγαίνει απ᾽ τον πόνο κέρδος,
γιατί η συφορά που γλήγορα περνά απ᾽ όσες μας έρχονται
είναι η καλύτερη.


ΚΡΕ. Ω Άδη, που δεν συχωράς, γιατί με καταστρέφεις;
Κι εσύ που μου ᾽φερες κακές αγγελίες τί λες τώρα;
Αλίμονο! έναν άνθρωπο χαμένο αποτελειώνεις!
1290Τί λες; Ω! τ ᾽είναι αυτά που λες; Ω μαύρη συφορά μου!
Δεν έφτανε λοιπόν ο γιος, σφάζεται κι η γυναίκα;
(Ανοίγονται τα δυο θυρόφυλλα του παλατιού· φαίνεται
το σώμα της Ευρυδίκης, τριγυρισμένο από σκεπασμένες δούλες)
ΑΓΓ. (δείχνει το σώμα)
Μπορείς να το δεις μόνος σου. Δεν είναι πια κρυμμένο.
ΚΡΕ. (απελπισμένα)
Αλί μου! δεύτερο κακό βλέπω ο δυστυχισμένος!
Ποιά μαύρη μοίρα το λοιπόν ακόμα με προσμένει;
Μόλις στα χέρια μου έφερα τ᾽ αγαπητό παιδί μου,
και τώρα βλέπω αντίκρυ μου κι αυτήν την πεθαμένη!
1300Δόλια μητέρα, αλίμονο! κι αλίμονο, παιδί μου!

ΑΓΓ. Δύστυχη! δίπλα στον βωμό, με κοφτερό μαχαίρι
χτυπήθηκε, κι απλώθηκε στα μάτια της σκοτάδι,
αφού τον γιο της έκλαψε πρώτα τον Μεγαρέα,
που δοξασμένα πέθανε προτού, κι έπειτα ετούτον,
και του παιδιού της τον φονιά ύστερα καταριέται
εσένα, και σου εύχεται να βρεις άσκημο τέλος!

ΚΡΕ. Αλίμονο! κι αλίμονο! με πάγωσεν ο φόβος!
Γιατί κανένας δεν τραβά σπαθί να με χτυπήσει;
1310Αλίμονο! μαύρος εγώ και μαύρη συφορά μου!

ΑΓΓ. Γι᾽ αυτόν εδώ τον θάνατο, καθώς και για τον άλλον,
έλεγε αυτή πεθαίνοντας πως είσαι εσύ η αιτία.
ΚΡΕ. Μα, πες μου, πώς σκοτώθηκε; ΑΓΓ. Χτυπήθηκε στα στήθια
άμ᾽ άκουσε τον θάνατο του δύστυχου παιδιού της.

ΚΡΕ. Αλίμονο! άλλος κανείς — εγώ μονάχα φταίω!
1320Εγώ, εγώ σε σκότωσα, το λέω, εγώ μονάχα!
Ω δούλοι μου, τραβάτε με, να φύγω από δω πέρα,
οπού κι από το τίποτε χειρότερος εγώ ᾽μαι.

ΚΟΡ. Καλά το λες — αν είν᾽ καλό μέσα στη δυστυχία.
Και να μη βλέπεις το κακό, παρηγοριά σού φέρνει.