Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1446-1477)


ΟΙ. καὶ σοί γ᾽ ἐπισκήπτω τε καὶ προστρέψομαι,
τῆς μὲν κατ᾽ οἴκους αὐτὸς ὃν θέλεις τάφον
θοῦ· καὶ γὰρ ὀρθῶς τῶν γε σῶν τελεῖς ὕπερ·
ἐμοῦ δὲ μήποτ᾽ ἀξιωθήτω τόδε
1450πατρῷον ἄστυ ζῶντος οἰκητοῦ τυχεῖν,
ἀλλ᾽ ἔα με ναίειν ὄρεσιν, ἔνθα κλῄζεται
οὑμὸς Κιθαιρὼν οὗτος, ὃν μήτηρ τέ μοι
πατήρ τ᾽ ἐθέσθην ζῶντε κύριον τάφον,
ἵν᾽ ἐξ ἐκείνων, οἵ μ᾽ ἀπωλλύτην, θάνω.
1455καίτοι τοσοῦτόν γ᾽ οἶδα, μήτε μ᾽ ἂν νόσον
μήτ᾽ ἄλλο πέρσαι μηδέν· οὐ γὰρ ἄν ποτε
θνῄσκων ἐσώθην, μὴ ᾽πί τῳ δεινῷ κακῷ.
ἀλλ᾽ ἡ μὲν ἡμῶν μοῖρ᾽, ὅποιπερ εἶσ᾽, ἴτω·
παίδων δὲ τῶν μὲν ἀρσένων μή μοι, Κρέον,
1460προθῇ μέριμναν· ἄνδρες εἰσίν, ὥστε μὴ
σπάνιν ποτὲ σχεῖν, ἔνθ᾽ ἂν ὦσι, τοῦ βίου·
ταῖν δ᾽ ἀθλίαιν οἰκτραῖν τε παρθένοιν ἐμαῖν,
οἷν οὔποθ᾽ ἡμὴ χωρὶς ἐστάθη βορᾶς
τράπεζ᾽ ἄνευ τοῦδ᾽ ἀνδρός, ἀλλ᾽ ὅσων ἐγὼ
1465ψαύοιμι, πάντων τῶνδ᾽ ἀεὶ μετειχέτην·
τοῖν μοι μέλεσθαι· καὶ μάλιστα μὲν χεροῖν
ψαῦσαί μ᾽ ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά.
ἴθ᾽ ὦναξ,
ἴθ᾽ ὦ γονῇ γενναῖε. χερσί τἂν θιγὼν
1470δοκοῖμ᾽ ἔχειν σφας, ὥσπερ ἡνίκ᾽ ἔβλεπον.
τί φημί;
οὐ δὴ κλύω που πρὸς θεῶν τοῖν μοι φίλοιν
δακρυρροούντοιν, καί μ᾽ ἐποικτίρας Κρέων
ἔπεμψέ μοι τὰ φίλτατ᾽ ἐκγόνοιν ἐμοῖν;
1475λέγω τι;
ΚΡ. λέγεις· ἐγὼ γάρ εἰμ᾽ ὁ πορσύνας τάδε,
γνοὺς τὴν παροῦσαν τέρψιν, ἥ σ᾽ εἶχεν, πάλαι.


ΟΙΔ. Σ᾽ εκλιπαρώ και σ᾽ εξορκίζω,
δώσε στην πεθαμένη τάφο.
Έχεις το θλιβερό προνόμιο
την αδελφή σου να κηδέψεις.
Εγώ να μην αξιωθώ
να κατοικήσω ζωντανός
1450στην πατρική μου πόλη.
Άσε με στα βουνά να κατοικώ
και στο δικό μου Κιθαιρώνα.
Η μάνα κι ο πατέρας μου
τότε που ζούσαν ευτυχείς
τον Κιθαιρώνα διάλεξαν
για τάφο μου,
όταν σχεδίαζαν κρυφά το χαλασμό μου.
Ξέρω, δεν ήτανε γραφτό
να με θερίσει αρρώστια·
ο Χάρος με σεβάστηκε και σώθηκα,
γιατί το πεπρωμένο μου αγάπησε τη φρίκη.
Η μοίρα μου το δρόμο της πορεύεται
και πάει χωρίς επιστροφή
στο τέρμα.
Μη μεριμνήσεις, Κρέων, για τ᾽ αγόρια μου·
1460άντρες στην ωριμότητά τους πια,
όπου κι αν βρεθούν, δε θα διψάσουν.
Όμως τις δυο παρθένες μου,
τις δύστυχες, τις άμοιρες,
που δεν καθίσανε ποτέ τους να γευτούνε
χωρίς τη συντροφιά μου
στο τραπέζι τους,
που μοιραζόμαστε το κάθε τι,
ό,τι κι αν είχα και δεν είχα,
να τις γνοιαστείς.
Άσε με τώρα να τις χαϊδέψω
και να χορτάσω μοιρολογώντας τη συμφορά μου.
Εμπρός, βασιλιά μου,
εμπρός, ευγενική ψυχή,
θα τις αγγίξω με τα χέρια μου
και θα ᾽ναι σα να τις κρατώ,
όπως τις έσφιγγα στην αγκαλιά μου,
1470τότε που λάμπρυνε το φως τα μάτια μου.
Τί λέω;
Ακούω, θε μου, τις λαχτάρες μου να κλαίνε;
Ο Κρέων με λυπήθηκε
και μου ᾽στειλε
τις δυο μου λατρεμένες θυγατέρες;
Να το πιστέψω;
ΚΡΕ. Να το πιστέψεις.
Το φρόντισα κι αυτό.
Ήξερα τη λαχτάρα σου
και θέλησα να τη χορτάσω.


ΟΙΔ. Μα και σένα ικετεύω και σου αφήνω
παραγγελιά, για τη νεκρή εκεί μέσα,
να κάμεις την ταφή της όπως κρίνεις
εσύ πως πρέπει, γιατί με το δίκιο
θα κάμεις ό, τι κάμεις σε δικούς σου.
Μα εμέν᾽ ας μην τ᾽ αξιωθεί ποτέ της
1450η πατρική μου πόλη αυτή να μ᾽ έχει
όσο ζω κάτοικό της, μ᾽ άφησέ με
να κάθουμαι στα βουνά πέρα, όπου είναι
εκείνος ο δικός μου ο Κιθαιρώνας,
που μ᾽ όρισαν πατέρας και μητέρα,
ενώ ζούσα, τάφο αποφασισμένο,
για να ποθάνω εκεί που είχαν θελήσει.
Αν και το ξέρω αυτό καλά, πως μήτε
απ᾽ αρρώστια, μήτε από τίποτ᾽ άλλο
θα είναι να χαθώ, γιατί ποτέ μου
δε θα ᾽χα από το θάνατο γλιτώσει,
αν δεν ήταν να με φυλάει η μοίρα
για κάποιο φοβερό κακό· μα ας πάει
όπου μας πάει εμάς το ριζικό μας.
Κι όσο για τα παιδιά τ᾽ αρσενικά μου,
1460μη γνοιαστείς εσύ, Κρέοντα· άντρες είναι,
ώστε όπου κι αν βρεθούν να μην τη νοιώσουν
τη στέρηση ποτέ· μα για τις δυο
τις άθλιες κι αξιοθρήνητές μου κόρες,
που ποτέ δεν τους στρώθηκε τραπέζι
να φαν χωρίς εμένα και που τα ίδια
π᾽ άγγιζα εγώ φαγιά ηταν και για κείνες,
εσύ να μου τις γνοιάζεσαι· να τις γγίξω
με τα δυο μου τα χέρια και να κλάψω
επάνω τους τις μαύρες συφορές μας.
Ω έλα, βασιλιά,
έλ᾽ αρχοντογενιά, γιατί αν τις γγίξω
μονάχα με τα χέρια, θα νομίζω
1470πως τις κρατώ σαν τότε που είχα μάτια.
Μα τί ᾽ναι;
Ω Θεέ μου, δεν ακούω κάπου εδώ
να κλαιν οι δυο ακριβές μου κόρες, κι ίσως
να σπλαχνίστηκε ο Κρέων και μου έστειλε
τα δυο πιο αγαπημένα πλάσματά μου;
Αλήθεια είναι;
ΚΡΕ. Αλήθεια· εγώ το πρόσταξα να γίνει,
γιατ᾽ ένιωσα πόση λαχτάρα το ᾽χες.


ΟΙΔ. Ναι, σου γυρεύω, ωστόσο, σε ξορκίζω
στη νεκρή όποια ταφή θέλεις να δώσεις·
για τους δικούς σου ό,τι πρέπει θα κάνεις.
Μα εγώ ας μην αξιωθώ, όσο ζω, το χώμα
1450να πατώ αυτό της πατρικής μου πόλης,
να ζήσω στα βουνά άφησέ με, απάνω
στον Κιθαιρώνα, που όρισαν πατέρας
και μάνα μου για τάφο μου, άμα ζούσαν,
κι έτσι, με τη βουλή τους, να πεθάνω.
Κι ας ξέρω, που ούτε αρρώστια, ούτε κακό άλλο
με ρημάζει· δε γλίτωνα απ᾽ το χάρο
μικρός, αν δε με πρόσμενε άγρια μοίρα.
Μα το δρόμο του ας πάει το ριζικό μου.
Για τα παιδιά μου όμως, Κρέοντα —τ᾽ αγόρια
1460να τα νοιαστείς δε θέλω· είναι άντρες, κι όπου
να τύχουνε, θα βρουν τρόπο να ζήσουν—
μα για τις δυο μου άμοιρες κι έρμες κόρες
—που ποτέ σε τραπέζι δεν καθίσαν
να φαν δίχως εμέ, κι ό,τι κι αν είχα
το μοιράζαμε πάντα οι τρεις— για κείνες
φρόντισε, κι άφησέ με με τα χέρια
να τις αγγίξω, να κλάψω μαζί τους.
Έλα, άρχοντα,
άγια ψυχή· θα θαρρώ, αγγίζοντάς τες,
1470πως τις κρατώ, όπως άμα είχα το φως μου.
Τί λέω;
Ω θεοί! αυτές ακούω, τις λατρευτές μου,
που χύνουν δάκρυα; Ο Κρέοντας με λυπήθη
και μου έστειλε τα δυο γλυκά παιδιά μου;
Αλήθεια;
ΚΡΕ. Ναι, αλήθεια· εγώ είπα νά ᾽ρθουν, γιατί απ᾽ άλλες
ξέρω φορές πόση χαρά θα νιώσεις.