ΟΙΔ. Ναι, σου γυρεύω, ωστόσο, σε ξορκίζω
στη νεκρή όποια ταφή θέλεις να δώσεις·
για τους δικούς σου ό,τι πρέπει θα κάνεις.
Μα εγώ ας μην αξιωθώ, όσο ζω, το χώμα
1450να πατώ αυτό της πατρικής μου πόλης,
να ζήσω στα βουνά άφησέ με, απάνω
στον Κιθαιρώνα, που όρισαν πατέρας
και μάνα μου για τάφο μου, άμα ζούσαν,
κι έτσι, με τη βουλή τους, να πεθάνω.
Κι ας ξέρω, που ούτε αρρώστια, ούτε κακό άλλο
με ρημάζει· δε γλίτωνα απ᾽ το χάρο
μικρός, αν δε με πρόσμενε άγρια μοίρα.
Μα το δρόμο του ας πάει το ριζικό μου.
Για τα παιδιά μου όμως, Κρέοντα —τ᾽ αγόρια
1460να τα νοιαστείς δε θέλω· είναι άντρες, κι όπου
να τύχουνε, θα βρουν τρόπο να ζήσουν—
μα για τις δυο μου άμοιρες κι έρμες κόρες
—που ποτέ σε τραπέζι δεν καθίσαν
να φαν δίχως εμέ, κι ό,τι κι αν είχα
το μοιράζαμε πάντα οι τρεις— για κείνες
φρόντισε, κι άφησέ με με τα χέρια
να τις αγγίξω, να κλάψω μαζί τους.
Έλα, άρχοντα,
άγια ψυχή· θα θαρρώ, αγγίζοντάς τες,
1470πως τις κρατώ, όπως άμα είχα το φως μου.
Τί λέω;
Ω θεοί! αυτές ακούω, τις λατρευτές μου,
που χύνουν δάκρυα; Ο Κρέοντας με λυπήθη
και μου έστειλε τα δυο γλυκά παιδιά μου;
Αλήθεια;
ΚΡΕ. Ναι, αλήθεια· εγώ είπα νά ᾽ρθουν, γιατί απ᾽ άλλες
ξέρω φορές πόση χαρά θα νιώσεις.
|