ΚΟΜΜΟΣ: ΕΞΟΔΟΣ ΗΛΕ. Σε λίγο, φίλες μου ακριβές, τελειώνουν
οι άντρες το έργο· μα περίμενε
1400και σώπα. ΧΟΡ. Πώς; τί λοιπόν κάνουν τώρα;
ΗΛΕ. Εκείνη τη νεκρική στολίζει υδρία
για την ταφή, κι οι δυο τους στέκουν δίπλα.
ΧΟΡ. Και συ γιατ᾽ ήρθες έξω; ΗΛΕ. Να φυλάξω
μην τύχει και περάσει ο Αίγιστος μέσα
χωρίς να πάρομε είδηση. ΚΛΥ. Βοήθεια, οϊμένα,
σπίτι έρημο από φίλους και γεμάτο
από φονιάδες! ΗΛΕ. Κάποιος από μέσα
φωνάζει· δεν ακούτε και σεις, φίλες;
ΧΟΡ. Άκουσα ανήκουστα
η δύστηνη κι έφριξα.
ΚΛΥ. Δυστυχία σε μένα· Αίγιστε, πού είσαι;
1410ΧΟΡ. Άκου, πάλι φωνάζει κάποιος. ΚΛΥ. Ω παιδί μου,
παιδί, λυπήσου εκείνη που σ᾽ εγέννα.
ΗΛΕ. Μα εσύ δεν τον λυπήθηκες αυτόν,
ούτε και τον πατέρα που τον γέννα.
ΧΟΡ. Ω πόλη, ω δύστυχη γενιά,
η μοίρα την ημέρ᾽ αυτή
σε καταλεί, σε καταλεί.
ΚΛΥ. Με χτύπησε, ωχ! ΗΛΕ. Χτύπ᾽ αν μπορείς διπλή!
ΚΛΥ. Ξανά, οϊμέ! ΗΛΕ. Είθ᾽ έτσι και του Αιγίστου!
ΧΟΡ. Πιάνουν οι Κάταρες, ζούνε
εκείνοι που κείτουνται κάτω απ᾽ τη γη,
κι οι από καιρό πεθαμένοι
1420παίρνουνε πίσω το γαίμα
αυτών που τους είχαν σκοτώσει.
Μα ιδού τους, βγαίνουν και ματοβαμμένα
στάζουν τα χέρια απ᾽ τη θυσία του Άρη,
και δε μπορώ να τους καταδικάσω.
ΗΛΕ. Πώς είστε, Ορέστη; ΟΡΕ. Όσο για τα μέσα
καλά, αν εχρησμοδότησε ο Απόλλων
καλά. ΗΛΕ. Και πέθανε, η δυστυχισμένη;
ΟΡΕ. Πια μη φοβάσαι πως θα σ᾽ ατιμάζουν
οι τρόποι της μητέρας σου. ΧΟΡ. Σωπάτε,
βλέπω τον Αίγιστο· αυτός βέβαια είναι.
1430ΗΛΕ. Γρήγορα, τραβηχτείτε σεις. ΟΡΕ. Και πού
τον βλέπετε; Είν᾽ εδώ κοντά μας;
ΗΛΕ. Φαιδρός απ᾽ τα προάστια προβαίνει.
ΧΟΡ. Μπείτε ευτύς, γρήγορα, πίσω απ᾽ τις πόρτες,
κι είθε την πρώτη σας επιτυχία
κι η δεύτερη ν᾽ ακολουθήσει τώρα.
ΟΡΕ. Μην έχεις φόβο κι όλα θα τελειώσουν
με το καλό. ΗΛΕ. Λοιπόν γρήγορα κάνε,
καθώς και συ το ᾽χεις στο νου. ΟΡΕ. Νά, φεύγω.
ΗΛΕ. Όσο για εδώ, πάνω μου εγώ τα παίρνω.
ΧΟΡ. Θενα ωφελούσε καν λίγα
να του ᾽λεγες λόγια με τόνο
σαν μαλακό για τ᾽ αυτί του,
1440για να ᾽πεφτε ανίδεος μέσα
σ᾽ αυτό τον αγώνα της Δίκης.
|