Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (10.85-10.105)


85τὰ παρ᾽ εὐκλέϊ Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν· [στρ. ε]
ἀλλ᾽ ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρί
ποθεινὸς ἵκοντι νεότατος τὸ πάλιν ἤδη,
μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον·
ἐπεὶ πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα
ἐπακτὸν ἀλλότριον
90θνᾴσκοντι στυγερώτατος·

καὶ ὅταν καλὰ {μὲν} ἔρξαις ἀοιδᾶς ἄτερ, [ἀντ. ε]
Ἁγησίδαμ᾽, εἰς Ἀΐδα σταθμόν
ἀνὴρ ἵκηται, κενεὰ πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ
βραχύ τι τερπνόν. τὶν δ᾽ ἁδυεπής τε λύρα
γλυκύς τ᾽ αὐλὸς ἀναπάσσει χάριν·
95τρέφοντι δ᾽ εὐρὺ κλέος
κόραι Πιερίδες Διός.

ἐγὼ δὲ συνεφαπτόμενος σπουδᾷ, κλυτὸν ἔθνος [ἐπῳδ. ε]
Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι
εὐάνορα πόλιν καταβρέχων·
παῖδ᾽ ἐρατὸν ‹δ᾽› Ἀρχεστράτου
100αἴνησα, τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ
βωμὸν παρ᾽ Ὀλύμπιον
κεῖνον κατὰ χρόνον
ἰδέᾳ τε καλόν
ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε
105ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον
ἆλκε σὺν Κυπρογενεῖ.


το τραγούδι που επιτέλους φάνηκε στη δοξασμένη Δίρκη. [στρ. ε]
86Αλλ᾽ όπως δίνει η σύζυγος τον ποθητό γιο
στον άνδρα της που έχει πάρει τον δρόμο τον ενάντιο από τη νιότη
και του θερμαίνει τόσο την καρδιά απ᾽ αγάπη,
γιατί τίποτα δεν είναι τόσο οδυνηρό όσο να πάνε τα πλούτη σου
σε χέρια ξένου που ήρθε από μακριά
90την ώρα που πεθαίνεις.

Έτσι είναι, Αγησίδαμε, και ο νικητής εκείνος, [αντ. ε]
που φτάνει στου Άδη το παλάτι,
χωρίς ούτ᾽ ένας ύμνος ν᾽ ακουστεί γι᾽ αυτόν. Χαμένος πάει ο τόσος
μόχθος του μόνο με λίγη πρόσκαιρη χαρά. Αρμονική, όμως,
για σένα λύρα
και αυλός γλυκόλαλος σκορπάνε δόξα,
95και τη φήμη σου που απλώθηκε θρέφουν
οι κόρες του Διός οι Πιερίδες.

Συμπαραστέκομαι πρόθυμα [επωδ. ε]
εγώ και των Λοκρών το δοξασμένο γένος αγκαλιάζω,
την πόλη τους που βγάζει παλικάρια ραντίζοντας με μέλι.
Και παίνεψα τον όμορφο του Αρχεστράτου γιο
100που τον είδα με του χεριού του τη δύναμη να κερδίζει
κοντά στον Ολύμπιο βωμό,
κατά τον χρόνο εκείνο,
ωραίο στην όψη
και πάνω στης νιότης τ᾽ άνθος, αυτά που κάποτε
105και με της Κυπρογένειας τη βοήθεια έσωσαν,
από τη σκληρή θανή του Γανυμήδη.