Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (5.1-5.42)


Ραψωδία ε


Ἠὼς δ᾽ ἐκ λεχέων παρ᾽ ἀγαυοῦ Τιθωνοῖο
ὄρνυθ᾽, ἵν᾽ ἀθανάτοισι φόως φέροι ἠδὲ βροτοῖσιν·
οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον, ἐν δ᾽ ἄρα τοῖσι
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, οὗ τε κράτος ἐστὶ μέγιστον.
5 τοῖσι δ᾽ Ἀθηναίη λέγε κήδεα πόλλ᾽ Ὀδυσῆος
μνησαμένη· μέλε γάρ οἱ ἐὼν ἐν δώμασι νύμφης·
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾽ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
μή τις ἔτι πρόφρων ἀγανὸς καὶ ἤπιος ἔστω
σκηπτοῦχος βασιλεύς, μηδὲ φρεσὶν αἴσιμα εἰδώς,
10 ἀλλ᾽ αἰεὶ χαλεπός τ᾽ εἴη καὶ αἴσυλα ῥέζοι·
ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο
λαῶν οἷσιν ἄνασσε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν.
ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἐν νήσῳ κεῖται κρατέρ᾽ ἄλγεα πάσχων,
νύμφης ἐν μεγάροισι Καλυψοῦς, ἥ μιν ἀνάγκῃ
15 ἴσχει· ὁ δ᾽ οὐ δύναται ἣν πατρίδα γαῖαν ἱκέσθαι·
οὐ γάρ οἱ πάρα νῆες ἐπήρετμοι καὶ ἑταῖροι,
οἵ κέν μιν πέμποιεν ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης.
νῦν αὖ παῖδ᾽ ἀγαπητὸν ἀποκτεῖναι μεμάασιν
οἴκαδε νισόμενον· ὁ δ᾽ ἔβη μετὰ πατρὸς ἀκουὴν
20 ἐς Πύλον ἠγαθέην ἠδ᾽ ἐς Λακεδαίμονα δῖαν.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων·
οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή,
ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτείσεται ἐλθών;
25 Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως, δύνασαι γάρ,
ὥς κε μάλ᾽ ἀσκηθὴς ἣν πατρίδα γαῖαν ἵκηται,
μνηστῆρες δ᾽ ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται.»
Ἦ ῥα, καὶ Ἑρμείαν, υἱὸν φίλον, ἀντίον ηὔδα·
«Ἑρμεία· σὺ γὰρ αὖτε τά τ᾽ ἄλλα περ ἄγγελός ἐσσι·
30 νύμφῃ ἐϋπλοκάμῳ εἰπεῖν νημερτέα βουλήν,
νόστον Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος, ὥς κε νέηται
οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων·
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου πήματα πάσχων
ἤματι εἰκοστῷ Σχερίην ἐρίβωλον ἵκοιτο,
35 Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
οἵ κέν μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσουσι,
πέμψουσιν δ᾽ ἐν νηῒ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες,
πόλλ᾽, ὅσ᾽ ἂν οὐδέ ποτε Τροίης ἐξήρατ᾽ Ὀδυσσεύς,
40 εἴ περ ἀπήμων ἦλθε, λαχὼν ἀπὸ ληΐδος αἶσαν.
ὣς γάρ οἱ μοῖρ᾽ ἐστὶ φίλους τ᾽ ἰδέειν καὶ ἱκέσθαι
οἶκον ἐς ὑψόροφον καὶ ἑὴν ἐς πατρίδα γαῖαν.»


Ραψωδία ε


Ἀπόπλους Ὀδυσσέως παρὰ Καλυψοῦς

Μόλις σηκώθηκε η Αυγή από την κλίνη του ευγενικού της Τιθωνού,
το φως να φέρει σε θνητούς κι αθάνατους,
αμέσως κι οι θεοί συνάχτηκαν στους θρόνους τους, στη μέση ο Δίας
που ψηλά βροντά κι έχει τη δύναμή του ακαταμάχητη.
Τότε κι η Αθηνά άρχισε να μιλά, τα πάθη τα πολλά
του Οδυσσέα μνημονεύοντας· είχε την έγνοια του εκεί που ξέμεινε
στα δώματα της Καλυψώς:
«Δία πατέρα κι άλλοι θεοί μακαρισμένοι με της αθανασίας το χάρισμα,
κανένας πια που το βασιλικό ραβδί κρατά δεν θα ᾽ναι πρόθυμος,
ήπιος και νηφάλιος,
μήτε βαθιά στα φρένα του το δίκιο θα γνωρίζει,
10μόνο από δω και πέρα θα μπορεί να δείχνεται άσπλαχνος,
να ξεστρατίζει σε παράνομα έργα, αφού μες στον λαό του,
όπου ο θείος Οδυσσέας βασίλευε, κανείς δεν τον αναθυμάται,
κι ας ήτανε γλυκός μαζί τους σαν πατέρας.
Κι όμως εκείνος βρίσκεται σ᾽ ένα νησί αφημένος, με πόνο ασήκωτο,
στα δώματα της νύμφης Καλυψώς, που τον κρατά άθελά του,
και δεν μπορεί να ξαναδεί την πατρική του γη,
γιατί του λείπουν και καράβια και κουπιά και σύντροφοι
που θα μπορούσαν να τον φέρουν πίσω, περνώντας
την πλατιά ράχη της θάλασσας.
Τώρα και τον μονάκριβό του γιο γυρεύουν να σκοτώσουν,
όταν γυρίσει σπίτι του — πήγε ν᾽ ακούσει νέα του πατέρα του,
20πρώτα στην Πύλο την ιερή, στη Λακεδαίμονα τη θεία μετά.»
Όμως κι ο Δίας, που τα σύννεφα συνάζει, στην Αθηνά αποκρίθηκε:
«Κόρη, τι λόγος βγήκε από το στόμα σου ανεμπόδιστος!
Εσύ δεν ήσουν που αποφάσισες εκείνη τη βουλή,
πίσω ο Οδυσσέας γυρίζοντας να πάρει εκδίκηση απ᾽ τους μνηστήρες;
Όσο για τον Τηλέμαχο, στο χέρι σου είναι, εσύ τον οδηγείς,
καταπώς ξέρεις και μπορείς,
ώστε με δίχως βλάβη να πατήσει της πατρίδας του το χώμα,
ενώ οι μνηστήρες άπρακτοι να φέρουν στο λιμάνι το καράβι τους.»
Κι ευθύς στον γιο του Ερμή στράφηκε να του πει:
«Ερμή, μαντατοφόρε εσύ σ᾽ όλα μας τα μηνύματα,
30σου παραγγέλλεται να πεις στην καλλίκομη νύμφη την άψογη εντολή μας:
τον νόστο του καρτερικού Οδυσσέα, πως πρέπει να γυρίσει πίσω,
χωρίς τη συνοδεία θεών ή και θνητών ανθρώπων.
Πάνω σε μια ξυλόδετη σχεδία, είκοσι μέρες και φριχτά βασανισμένος,
στην εύφορη Σχερία ας φτάσει, τη χώρα των Φαιάκων,
που είναι η φύτρα τους συγγενική με των θεών.
Κι αυτοί από καρδιάς θα τον τιμήσουν σαν θεό,
και με καράβι θα τον στείλουν στη γλυκιά πατρίδα,
απλόχερα θα του χαρίσουν χαλκό, χρυσό και ρούχα,
όσα ποτέ ο Οδυσσέας δεν θα ᾽φερνε μαζί του από την Τροία,
αν δίχως βλάβη είχε γυρίσει,
40μ᾽ όλα τα λάφυρα που του ᾽πεσαν στη μοιρασιά.
Είναι της μοίρας του να ξαναδεί δικούς και φίλους,
να φτάσει στο ψηλό παλάτι του, το χώμα
να πατήσει της πατρίδας του.»