[4.1.1] Ήρθε από τη Μυτιλήνη ένας, που δούλευε στον ίδιο αφέντη με το Λάμωνα, να αναγγείλει ότι ο κύριός τους θα ᾽ρχόταν λίγο πριν τον τρύγο για να εξακριβώσει αν τυχόν η επιδρομή των Μηθυμνιωτών είχε προκαλέσει ζημιές στα υποστατικά του. [4.1.2] Καθώς τέλειωνε λοιπόν το καλοκαίρι και σίμωνε το φθινόπωρο ο Λάμων έκανε προετοιμασίες για τη διαμονή του αφεντικού του, φροντίζοντας να ᾽χουν όλα καλή εμφάνιση: [4.1.3] καθάριζε τις πηγές για να ᾽ναι κρύσταλλο το νερό, έβγαζε την κοπριά από την αυλή για να μην ενοχλεί η μυρωδιά της, περιποιόταν τον κήπο για να φαντάζει όμορφος. [4.2.1] Πανέμορφο πράμα ήταν αυτός ο κήπος, σαν εκείνους των βασιλιάδων. Είχε μάκρος εκατόν ογδόντα μέτρα, πλάτος εκατόν είκοσι, και βρισκόταν σε ψηλή τοποθεσία: [4.2.2] μπορούσε να παρομοιαστεί με μακρόστενο κάμπο. Υπήρχαν εκεί δέντρα κάθε λογής — μηλιές, μυρτιές, αχλαδιές, ροδιές, συκιές, ελιές· πού και πού μια κληματαριά σκαρφάλωνε στις μηλιές και στις αχλαδιές, σα να ᾽θελε να συναγωνιστεί τον καρπό τους με τα δικά της τα βαθύχρωμα τσαμπιά. [4.2.3] Τέτοια ήταν τα ήμερα. Υπήρχαν ακόμα και κυπαρίσσια, δάφνες, πλατάνια και κουκουναριές· σ᾽ όλα τούτα σκαρφάλωνε, αντί για κληματαριά, κισσός που με τα μεγάλα μαυριδερά τσαμπιά του μιμόταν το σταφύλι. [4.2.4] Από μέσα βρίσκονταν τα καρποφόρα δέντρα, κι απ᾽ έξω έστεκαν τ᾽ άκαρπα σα φράχτης χειροποίητος, θαρρείς και τα φρουρούσαν· γύρω κι από τούτα ήταν μάντρα από ελαφρή ξερολιθιά. [4.2.6] Όλα ήταν χωρισμένα και ταξινομημένα μ᾽ επιμέλεια, οι κορμοί είχαν απόσταση αναμεταξύ τους. Στον αέρα πάλι άγγιζαν τα κλαριά κι έμπλεκαν οι φυλλωσιές τους — αλλά και τούτο, το φυσικό τους, έμοιαζε έργο τέχνης. Είχε και πρασιές με λουλούδια, άλλα άγρια κι άλλα ήμερα: τριανταφυλλιές, ζουμπούλια και κρίνα ήταν φυτεμένα με το χέρι, ενώ μενεξέδες, νάρκισσοι και γαλιτσίδες φύτρωναν από μόνα τους. Το καλοκαίρι ο κήπος ήταν σκιερός, την άνοιξη ανθισμένος, το φθινόπωρο καρπερός και σ᾽ όλες τις εποχές απολαυστικός. [4.3.1] Από κει φαινόταν καλά ο κάμπος και μπορούσες να βλέπεις τους βοσκούς. Καλά ξεχώριζε κι η θάλασσα, με τα καράβια που περνούσαν στ᾽ ανοιχτά· ήταν και τούτο μια από τις απολαύσεις του κήπου. Στη μέση του ακριβώς, κι από το μάκρος κι από το πλάτος, βρίσκονταν ναός και βωμός του Διονύσου. Το βωμό τον τριγύριζε κισσός, το ναό αμπέλια. [4.3.2] Από μέσα είχε ο ναός ζωγραφιές σχετικές με τον Διόνυσο: τη Σεμέλη να γεννάει, την Αριάδνη να κοιμάται, τον Λυκούργο δεμένο, τον Πενθέα να κατασπαράζεται· έδειχνε ακόμα την ήττα των Ινδών και τη μεταμόρφωση των Τυρρηνών· παντού Σάτυροι στα πατητήρια, παντού Βάκχες να χορεύουν. Ούτε κι ο Παν είχε ξεχαστεί: καθόταν κι εκείνος σ᾽ ένα βράχο παίζοντας φλογέρα, λες κι έδινε τον ίδιο ρυθμό στους πατητές και στις χορεύτριες. [4.4.1] Τέτοιος ήταν ο κήπος που περιποιόταν ο Λάμων. Κλάδευε τα ξερά, ανέβαζε τα κληματόκλαδα, στεφάνωνε τον Διόνυσο, πότιζε τα λουλούδια από μια πηγή που είχε βρει για δαύτα ο Δάφνης (και που, αν και τη μεταχειρίζονταν μόνο για το πότισμά τους, την έλεγαν πηγή του Δάφνη). [4.4.2] Ο Λάμων παρακινούσε τον Δάφνη να παχύνει τις γίδες όσο μπορεί, λέγοντας ότι σίγουρα θα τις έβλεπε το αφεντικό ύστερα από τόσον καιρό που είχε να ᾽ρθει. [4.4.3] Ο Δάφνης ήταν βέβαιος ότι ο αφέντης θα τον παίνευε για τις γίδες, μιας και τις είχε διπλασιάσει από τότε που τις είχε παραλάβει, λύκος δεν του ᾽χε αρπάξει ούτε μία και ήταν πιο παχιές κι από τις προβατίνες· θέλοντας ωστόσο να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του αφέντη στο γάμο του έβαλε τα δυνατά του να τις περιποιηθεί. Τις οδηγούσε στη βοσκή από πολύ νωρίς το πρωί, τις έφερνε πίσω το δειλινό, [4.4.4] τις πότιζε δυο φορές τη μέρα, αποζητούσε τα πιο πλούσια βοσκοτόπια. Κοίταξε να βρει καινούριες γαβάθες, πολλές καρδάρες και μεγαλύτερα τυροβόλια. Σε τέτοιο βαθμό φρόντιζε τις γίδες, ώστε τους άλειβε τα κέρατα με λάδι και τους χτένιζε το τρίχωμα. [4.4.5] Θαρρούσες πως έβλεπες ιερό κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Σ᾽ όλες τούτες τις δουλειές τον βοηθούσε η Χλόη, παραμελώντας τα πρόβατά της για ν᾽ ασχοληθεί με τις γίδες, τόσο που να πιστέψει ο Δάφνης ότι σ᾽ εκείνη χρωστούσαν τ᾽ ωραίο τους παρουσιαστικό. |