176. Το μυρμήγκι και το περιστέρι. [176.1] Ήταν ένα μυρμήγκι που δίψασε και γύρεψε να πιει από μια πηγή· έπεσε όμως μέσα και κινδύνευε να πνιγεί. Τότε κάποιο περιστέρι, από το δέντρο που ορθωνόταν εκεί δίπλα, έκοψε και του πέταξε ένα φύλλο, πάνω στο οποίο σύρθηκε το μυρμήγκι και σώθηκε. Αργότερα ένας κυνηγός ήλθε και στάθηκε κοντά στο δέντρο, και εκεί άρχισε να στήνει τις ξόβεργές του με σκοπό να τσακώσει το περιστέρι. Πάνω στην ώρα, όμως, το μυρμήγκι πήγε και έδωσε μια τσιμπιά στο πόδι του κυνηγού. Έτσι εκείνος ταρακούνησε τις ξόβεργες, με αποτέλεσμα το περιστέρι να τον αντιληφθεί και να τραπεί σε φυγή. Το δίδαγμα του μύθου: Ακόμη και οι πιο αδύναμοι μπορούν να μας προσφέρουν βοήθεια όταν χρειάζεται. 177. Η μύγα. [177.1] Ήταν μια μύγα που έπεσε μέσα σε ένα τσουκάλι με κρέας. Καθώς λοιπόν πνιγόταν μέσα στο ζουμί, σκέφτηκε από μέσα της: «Μωρέ καλοπέρασα εγώ εδώ πέρα — έφαγα, ήπια, ακόμη και ζεστό μπάνιο έκανα. Και να πεθάνω τώρα, τί με νοιάζει;». Το δίδαγμα του μύθου: Οι άνθρωποι αποδέχονται πιο εύκολα τον θάνατο αν δεν τον συνοδεύουν βάσανα. 178. Ο ναυαγός και η θάλασσα. [178.1] Ήταν κάποιος ναυαγός που ξεβράστηκε στην ακρογιαλιά και αποκοιμήθηκε εξαντλημένος από την κούραση. Όταν αργότερα ξύπνησε και σηκώθηκε ξανά, αντίκρισε τη θάλασσα και ξέσπασε σε παράπονα εναντίον της: «Εσύ, καταραμένη, παρασέρνεις τους ανθρώπους με τη γαλήνια όψη σου· και μετά, μόλις τους δεχτείς στην αγκαλιά σου, αμέσως αγριεύεις και τους σκυλοπνίγεις». Όμως η θάλασσα πήρε τη μορφή γυναίκας και ήρθε να του απαντήσει: «Με αδικείς, χρυσέ μου. Δεν πρέπει να ρίχνεις το φταίξιμο σε μένα αλλά στους αέρηδες. Να ξέρεις, εγώ είμαι εκ φύσεως ωραία και καλή, όπως με θωρείς τώρα. Εκείνοι οι κερατάδες οι άνεμοι, όμως, κάθε τόσο πέφτουνε ξαφνικά πάνω μου, μου σηκώνουν κύματα και μου αγριεύουν την όψη». Κάτι τέτοιο ισχύει βέβαια και για εμάς: Για τα κακουργήματα δεν πρέπει να κατηγορούμε εκείνον που τα διαπράττει, εφόσον βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου άλλου· η ευθύνη ανήκει σε όποιον δίνει τις διαταγές. 179. Ο άσωτος νέος και το χελιδόνι. [179.1] Ήταν μια φορά ένας άσωτος νεαρός που έφαγε όλη την περιουσία του πατέρα του, τόσο που εντέλει δεν του απέμεινε παρά μόνο ένα πανωφόρι. Κάποια μέρα, που λέτε, πήρε το μάτι του ένα χελιδόνι, το οποίο εμφανίστηκε πριν από την ώρα του. Όλο χαρά ο άνθρωπός μας νόμισε πως είχε φτάσει κιόλας το καλοκαίρι και δεν είχε πια ανάγκη το πανωφόρι του· πήγε λοιπόν και το ξεπούλησε και αυτό. Έλα όμως που ύστερα από λίγο έπιασε πάλι βαρυχειμωνιά και έκανε κρύο φοβερό. Έτσι ο τρισάθλιος βάλθηκε να τριγυρνά εδώ και εκεί, ώσπου σε κάποια στιγμή αντίκρισε και το χελιδόνι πεσμένο χάμω και ψόφιο. «Βρε καταραμένο», του ψέλλισε τότε, «εσύ μας κατέστρεψες, και τον εαυτό σου και εμένα». Το δίδαγμα του μύθου: Καθετί που κάνουμε έξω από τον καιρό του μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους. 180. Ο άρρωστος και ο γιατρός. [180.1] Ήταν κάποτε ένας άρρωστος που ο γιατρός ήρθε να τον επισκεφτεί και γύρευε να πληροφορηθεί πώς ήταν η κατάστασή του. Ο ασθενής αποκρίθηκε ότι είχε ιδρώσει πολύ παραπάνω από το κανονικό. Ο γιατρός όμως τον διαβεβαίωσε ότι τούτο ήταν καλό. Στην επόμενη επίσκεψη τον ρώτησε πάλι ο γιατρός πώς αισθάνεται, και ο άνθρωπος παραπονέθηκε ότι τον έπιασαν τέτοια ρίγη που τιναζόταν σύγκορμος. «Και αυτό καλό είναι», αποφάνθηκε ο δόκτορας. Την τρίτη φορά πια, όταν κατέφτασε ο μέγας επιστήμονας να εξετάσει πώς εξελίσσεται η αρρώστια, ο ανθρωπάκος ψέλλισε ότι είχε προσβληθεί από υδρωπικία. «Έξοχα, έξοχα», αναφώνησε ο γιατρός, «και αυτό είναι πάρα πολύ καλό». Αργότερα, που λέτε, ήρθε και επισκέφτηκε τον άρρωστο κάποιος συγγενής του και τον ρώτησε πώς τα πηγαίνει. «Μωρέ χάλια είμαι», απάντησε ο ασθενής, «και ξέρεις κάτι; Από τα πολλά καλά κατάντησα έτσι». Παρόμοια συμβαίνει με πολλούς ανθρώπους: Οι άλλοι, βασισμένοι στην εξωτερική εντύπωση και μόνο, τους θεωρούν ευτυχισμένους, και μάλιστα για αυτά ακριβώς τα πράγματα για τα οποία οι ίδιοι οι άνθρωποι στενοχωριούνται περισσότερο.
|