Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (1244-1283)


ΧΟ. τί τοῦτ᾽ ἂν εἰκάσειας; ἡ γυνὴ πάλιν
1245φρούδη, πρὶν εἰπεῖν ἐσθλὸν ἢ κακὸν λόγον.
ΑΓ. καὐτὸς τεθάμβηκ᾽· ἐλπίσιν δὲ βόσκομαι
ἄχη τέκνου κλύουσαν ἐς πόλιν γόου
οὐκ ἀξιώσειν, ἀλλ᾽ ὑπὸ στέγης ἔσω
δμωαῖς προθήσειν πένθος οἰκεῖον στένειν.
1250γνώμης γὰρ οὐκ ἄπειρος, ὥσθ᾽ ἁμαρτάνειν.
ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽· ἐμοὶ δ᾽ οὖν ἥ τ᾽ ἄγαν σιγὴ βαρὺ
δοκεῖ προσεῖναι χἡ μάτην πολλὴ βοή.
ΑΓ. ἀλλ᾽ εἰσόμεσθα, μή τι καὶ κατάσχετον
κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ,
1255δόμους παραστείχοντες· εὖ γὰρ οὖν λέγεις.
καὶ τῆς ἄγαν γάρ ἐστί που σιγῆς βάρος.

ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἄναξ αὐτὸς ἐφήκει
μνῆμ᾽ ἐπίσημον διὰ χειρὸς ἔχων,
εἰ θέμις εἰπεῖν, οὐκ ἀλλοτρίαν
1260ἄτην, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἁμαρτών.

ΚΡ. ἰὼ [στρ. α]
φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα
στερεὰ θανατόεντ᾽,
ὦ κτανόντας τε καὶ
θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους.
1265ὤμοι ἐμῶν ἄνολβα βουλευμάτων.
ἰὼ παῖ, νέος νέῳ ξὺν μόρῳ,
αἰαῖ αἰαῖ,
ἔθανες, ἀπελύθης,
ἐμαῖς οὐδὲ σαῖσι δυσβουλίαις.
1270ΧΟ. οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν.
ΚΡ. οἴμοι,
ἔχω μαθὼν δείλαιος· ἐν δ᾽ ἐμῷ κάρᾳ
θεὸς τότ᾽ ἄρα τότε μέγα βάρος μ᾽ ἔχων
ἔπαισεν, ἐν δ᾽ ἔσεισεν ἀγρίαις ὁδοῖς,
1275οἴμοι λακπάτητον ἀντρέπων χαράν.
φεῦ φεῦ, ἰὼ πόνοι βροτῶν δύσπονοι.

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ δέσποθ᾽, ὡς ἔχων τε καὶ κεκτημένος,
τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τάδε φέρειν, τὰ δ᾽ ἐν δόμοις
1280ἔοικας ἥκων καὶ τάχ᾽ ὄψεσθαι κακά.
ΚΡ. τί δ᾽; ἔστιν αὖ κάκιον ἦ κακῶν ἔτι;
ΕΞ. γυνὴ τέθνηκε, τοῦδε παμμήτωρ νεκροῦ,
δύστηνος, ἄρτι νεοτόμοισι πλήγμασιν.


ΧΟΡ. Πώς σου φαίνεται αυτό; η βασίλισσά μας
έφυγε πάλι, δίχως ούτε λέξη
καλή ή κακή απ᾽ το στόμα της να βγάλει.
ΑΓΓ. Κι εγώ παραξενεύτηκα, μα ελπίζω
πως ακούοντας τη συφορά του γιου της,
θα ᾽κρινε πως δεν ταίριαζε ν᾽ αρχίσει
ξεφωνητά στον κόσμο εμπρός και πήγε
μέσα, με τις γυναίκες της να στήσει
το μοιρολόι του σπιτικού της πένθους·
γιατί δε λείπει η στόχαση απ᾽ το νου της,
1250για να μην κριματίσει. ΧΟΡ. Εγώ δεν ξέρω,
μου φαίνεται όμως κι η πολύ μεγάλη
σιωπή κακό, κι ο πολύς μάταιος θρήνος.
ΑΓΓ. Μα θα μάθομε ευτύς, μπαίνοντας μέσα
μην ίσως και κρατεί κλεισμένο κάποιο
κρυφό σκοπό στ᾽ ανταριασμένα στήθη·
γιατ᾽ έχεις δίκιο, κι η πολύ μεγάλη
σιωπή βαραίνει την καρδιά με φόβο.

ΧΟΡ. Μα νά κι ο ίδιος τώρα φτάνει ο βασιλιάς
και τρανή στα χέρια μαρτυρία κρατά
—αν δεν είναι κρίμα που το λέω—
πως η συφορά του δεν είναι από ξένη,
1260μα από τη δικιά του την κακογνωμιά.

ΚΡΕ. Οϊμέ,
φταιξίματα άμυαλου μυαλού,
πεισματικά θανατερά·
ποιός έχει μάτια εδώ να δει
το σκοτωμένο το παιδί
και τον πατέρα το φονιά του·
οϊμένα, γιε μου, τόσο νιος
με πρώιμο θάνατο νεκρός
χάθηκες όχι απ᾽ τις δικές σου
μ᾽ απ᾽ τις δικές μου κακοκεφαλιές.
ΧΟΡ. Οϊμένα, πόσο αργά μου φαίνεται
1270νά ειδες το δίκιο! ΚΡΕ. Αλίμονό μου, τώρα
το νιώθω, ο δόλιος, μα ένας θεός τότε
κρατώντας με, μου βρόντησε μεγάλη
βαριά στην κεφαλή και σ᾽ άγριους δρόμους
με τίναξε, φέρνοντας άνω κάτω, αλίμονο,
την ποδοπατημένη μου χαρά.
Αχ, μόχτοι κακοβάσταγοι του ανθρώπου!

ΑΓΓ. Αφέντη, έχεις αυτά κι άλλα σε βρήκαν·
έξω από τούτα που κρατάς στα χέρια,
φαίνεται κι άλλα μέσα στο παλάτι
1280έχεις να δεις, και γρήγορα, όταν έμπεις.
ΚΡΕ. Τί ᾽ναι αυτό πάλι; τάχα υπάρχει κι άλλο
χειρότερο απ᾽ τη συφορά την ίδια;
ΑΓΓ. Πέθανε, πάει η γυναίκα σου, μητέρα
με τα όλα της αυτού του νεκρού γιου της,
σκοτωμένη η τρισάμοιρη προλίγου.


ΧΟΡ. Τί να βάλω με τον νου μου; έφυγε πάλι η γυναίκα προτού πει λόγο καλό ή κακό.
ΑΓΓ. Κι εγώ εθάμαξα, αλλά παρηγοριούμαι με την ελπίδα
πως, σαν άκουσε τη συφορά του παιδιού της,
δεν θα πάει να μοιρολογήσει στην πόλη έξω·
μέσα στο σπίτι με τις δούλες ολόγυρά της
θα καθίσει να κλάψει για το πένθος της·
γιατί δεν είν᾽ αμάθητη από καλή γνώμη,
1250ώστε να λαθέψει.
ΧΟΡ. Δεν ξέρω, οϊμένα, και η πάρα πολλή σιωπή
κακό σημάδι φαίνεται, καθώς και το πολύ ξεφωνητό το ανωφέλετο.
ΑΓΓ. Αλλά να δούμε μήπως και κρύβει τίποτα στην ταραγμένη καρδιά·
και ας μπούμε μες στο σπίτι, καλά το λες εσύ.
Κι η παρά πολλή σιωπή είναι βαριό σημάδι.
(φεύγει ο Άγγελος· εμφανίζεται ο Κρέων κρατώντας στα χέρια του τον νεκρό του Αίμονος)

ΧΟΡ. Αλλά νά που και ο ίδιος ο βασιλιάς έφτασε
κρατώντας στα χέρια του δείγμα ολοφάνερο —
αν μου πέφτει και εμένα λόγος— όχι αλλουνού που έφταιξε
1260αλλά της αμαρτίας της δικής του.

ΚΡΕ. Οϊμέ του κακοκέφαλου κεφαλιού, η αμαρτία πώς τέλεψε
φέρνοντας θάνατο. Αχ! τον φονιά και τον σκοτωμένο κοιτάτε μαζί του
από μια γενιά. Οϊμένα κακότυχή μου γνώμη.
Αχ! παιδί μου, που νέος επήγες με πρώιμο θάνατο
άι, άι, άι, άι, άι, πέθανες, χάθηκες
για δική μου όχι για δική σου κακοκεφαλιά.
1270ΧΟΡ. Οϊμέ, αργά ήταν να δεις το δίκιο.
ΚΡΕ. Οϊμένα, το ξέρω ο δόλιος, μα στο μυαλό μου κάποιος θεός τότε
βρόντηξε που μου κακόθελε βαριά, και σ᾽ άγριο δρόμο μ᾽ έριξε,
οϊμέ, πατώντας με τα πόδια τις χαρές μου.
Αχ! Αχ! βάσανα του άνθρωπου που δεν βαστιόνται.

(μπαίνει ο Εξάγγελος)
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Αφέντη μου, τα έχεις και τα παράχεις τα βάσανα,
άλλα βαστάς στα χέρια σου και άλλα που ᾽ναι στο σπίτι σου πρόκαναν κιόλας,
1280και ταχιά με τα μάτια σου θενα τα δεις.
ΚΡΕ. Τί είναι πάλι; χειρότερα ακόμα απ᾽ τα χειρότερα;
ΕΞΑ. Η γυναίκα σου πέθανε, η δόλια μάνα αυτουνού του νεκρού·
τώρα δα χτυπήθηκε, κι είν᾽ οι πληγές της ανοιχτές.


ΚΟΡ. (στον Άγγελο)
Αυτό σαν τί το λες εσύ; Φεύγει μες στο παλάτι,
χωρίς να μας πει τίποτε, χωρίς να βγάλει λέξη.
ΑΓΓ. Και μένα με φοβίζει αυτό· μα σκέφτομαι κι ελπίζω
πως του παιδιού τη συφοράν αφού άκουσε, δεν θέλει
να δείξει κλάματα, φωνές σ᾽ όλη την πολιτεία·
και πήγε με τις δούλες της εκεί για να τον κλάψει,
1250μέσα στο σπίτι της κλειστή. Γιατί ξέρει τί κάνει.
ΚΟΡ. Μπορεί· μα κι η πολλή σιωπή και το μεγάλο κλάμα
δεν είναι για τον άνθρωπο, θαρρώ, καλό σημείο.
ΑΓΓ. Μα, στο παλάτι μπαίνοντας, εγώ τώρα θα μάθω,
αν βέβαια τίποτε κακό δεν κρύβει στην καρδιά της·
γιατί σωστά το λες αυτό, πως η σιωπή η μεγάλη
είναι σημείο σοβαρό.
(Φεύγει μες στο παλάτι)

ΚΟΡ. Μα νά! κι ο βασιλιάς μας,
που μες στα χέρια του κρατά λυπητερό μνημείο.
Κι αυτό το τρομερό κακό δεν το ᾽καμαν οι ξένοι,
1260μα ο ίδιος με το πείσμα του.
(Έρχεται ο Κρέων κρατώντας μ᾽ έναν δούλο το σώμα του Αίμονα.
Ακολουθούν δούλοι με το σώμα της Αντιγόνης επάνω σε φορείο)

ΚΡΕ. (στους γέροντες)
Καταραμένα λάθη,
ω! μιας ψυχής αστόχαστης. Εσείς εδώ, γιά δείτε!
Από την ίδια τη γενιά φονιά και σκοτωμένο!
Ω τυφλωμένη απόφαση!
(Αφήνει σιγά τον Αίμονα χάμω. Δούλοι τρέχουν, τον σηκώνουν
και τον βάζουν επάνω στο φορείο της Αντιγόνης).
Ω δύστυχο παιδί μου,
που τόσο νέος μού πέθανες, αλί! αλίμονό μου!
από δική μου αστοχασιά κι όχι δικό σου λάθος!
1270ΚΟΡ. Αλίμονο! πόσον αργά βλέπεις τη δικιοσύνη!
ΚΡΕ. Αλίμονο! ο δύστυχος τώρα βέβαια την ξέρω·
μα το κεφάλι ένας θεός μού το ᾽χε χτυπημένο,
με τύφλωσε και μ᾽ έριξε σε τέτοιους άγριους δρόμους,
και τώρα ποδοπάτησε την κάθε μου ευτυχία.
Ω συφορά! ω συφορά! κι ανθρώπου άδικοι κόποι!

ΑΓΓ. Αφέντη μου, πόσο βαριά οι θεοί σε τιμωρούνε!
Τέτοια κακά στα χέρια σου μόλις ήρθες κρατώντας,
1280και γρήγορα στο σπίτι σου κι άλλα κακά θενά ᾽βρεις.
ΚΡΕ. Και τί μπορεί να προστεθεί σε τόση δυστυχία;
ΑΓΓ. Πέθανε κι η γυναίκα σου, του Αίμονα η μητέρα.
Η δύστυχη χτυπήθηκε με φονικό μαχαίρι.