ΧΟΡ. Πώς σου φαίνεται αυτό; η βασίλισσά μας
έφυγε πάλι, δίχως ούτε λέξη
καλή ή κακή απ᾽ το στόμα της να βγάλει.
ΑΓΓ. Κι εγώ παραξενεύτηκα, μα ελπίζω
πως ακούοντας τη συφορά του γιου της,
θα ᾽κρινε πως δεν ταίριαζε ν᾽ αρχίσει
ξεφωνητά στον κόσμο εμπρός και πήγε
μέσα, με τις γυναίκες της να στήσει
το μοιρολόι του σπιτικού της πένθους·
γιατί δε λείπει η στόχαση απ᾽ το νου της,
1250για να μην κριματίσει. ΧΟΡ. Εγώ δεν ξέρω,
μου φαίνεται όμως κι η πολύ μεγάλη
σιωπή κακό, κι ο πολύς μάταιος θρήνος.
ΑΓΓ. Μα θα μάθομε ευτύς, μπαίνοντας μέσα
μην ίσως και κρατεί κλεισμένο κάποιο
κρυφό σκοπό στ᾽ ανταριασμένα στήθη·
γιατ᾽ έχεις δίκιο, κι η πολύ μεγάλη
σιωπή βαραίνει την καρδιά με φόβο.
ΧΟΡ. Μα νά κι ο ίδιος τώρα φτάνει ο βασιλιάς
και τρανή στα χέρια μαρτυρία κρατά
—αν δεν είναι κρίμα που το λέω—
πως η συφορά του δεν είναι από ξένη,
1260μα από τη δικιά του την κακογνωμιά.
ΚΡΕ. Οϊμέ,
φταιξίματα άμυαλου μυαλού,
πεισματικά θανατερά·
ποιός έχει μάτια εδώ να δει
το σκοτωμένο το παιδί
και τον πατέρα το φονιά του·
οϊμένα, γιε μου, τόσο νιος
με πρώιμο θάνατο νεκρός
χάθηκες όχι απ᾽ τις δικές σου
μ᾽ απ᾽ τις δικές μου κακοκεφαλιές.
ΧΟΡ. Οϊμένα, πόσο αργά μου φαίνεται
1270νά ειδες το δίκιο! ΚΡΕ. Αλίμονό μου, τώρα
το νιώθω, ο δόλιος, μα ένας θεός τότε
κρατώντας με, μου βρόντησε μεγάλη
βαριά στην κεφαλή και σ᾽ άγριους δρόμους
με τίναξε, φέρνοντας άνω κάτω, αλίμονο,
την ποδοπατημένη μου χαρά.
Αχ, μόχτοι κακοβάσταγοι του ανθρώπου!
ΑΓΓ. Αφέντη, έχεις αυτά κι άλλα σε βρήκαν·
έξω από τούτα που κρατάς στα χέρια,
φαίνεται κι άλλα μέσα στο παλάτι
1280έχεις να δεις, και γρήγορα, όταν έμπεις.
ΚΡΕ. Τί ᾽ναι αυτό πάλι; τάχα υπάρχει κι άλλο
χειρότερο απ᾽ τη συφορά την ίδια;
ΑΓΓ. Πέθανε, πάει η γυναίκα σου, μητέρα
με τα όλα της αυτού του νεκρού γιου της,
σκοτωμένη η τρισάμοιρη προλίγου.
|