Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1402-1420)


ΤΕΥ. ἅλις· ἤδη γὰρ πολὺς ἐκτέταται
χρόνος. ἀλλ᾽ οἳ μὲν κοίλην κάπετον
χερσὶ ταχύνετε, τοὶ δ᾽ ὑψίβατον
1405τρίποδ᾽ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων
θέσθ᾽ ἐπίκαιρον·
μία δ᾽ ἐκ κλισίας ἀνδρῶν ἴλη
τὸν ὑπασπίδιον κόσμον φερέτω.
παῖ, σὺ δὲ πατρός γ᾽, ὅσον ἰσχύεις,
1410φιλότητι θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ
τάσδ᾽ ἐπικούφιζ᾽· ἔτι γὰρ θερμαὶ
σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν
μένος. ἀλλ᾽ ἄγε πᾶς, φίλος ὅστις ἀνὴρ
φησὶ παρεῖναι, σούσθω, βάτω,
1415τῷδ᾽ ἀνδρὶ πονῶν τῷ πάντ᾽ ἀγαθῷ
κοὐδενί πω λῴονι θνητῶν
Αἴαντος, ὅτ᾽ ἦν, τόδε φωνῶ.
ΧΟ. ἦ πολλὰ βροτοῖς ἔστιν ἰδοῦσιν
γνῶναι· πρὶν ἰδεῖν δ᾽ οὐδεὶς μάντις
1420τῶν μελλόντων ὅ τι πράξει.


ΤΕΥ. Αρκεί. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος παρατράβηξε.
Λοιπόν, κάποιοι βιαστείτε, σκάψετε λάκκο
με τα χέρια σας βαθύ· άλλοι τρίποδα στήσετε ψηλά,
στη μέση της φωτιάς για το νεκρώσιμο λουτρό·
μια τρίτη ομάδα ας πάει να φέρει απ᾽ τη σκηνή
τη λαμπερή αρματωσιά που σκέπαζε η ασπίδα του.
Έλα, αγόρι μου, κι εσύ, όσο βαστούν τα χέρια σου,
1410μ᾽ αγάπη πιάσε απ᾽ την πλευρά το σώμα του πατέρα σου,
μαζί να το σηκώσουμε· γιατί θερμές οι φλέβες του
πετούν ακόμη μαύρο αίμα στον αέρα.
Και τώρα εμπρός, όποιος το λέει πως είναι
φίλος ας τρέξει, ας προφτάσει, ας μοχθήσει
γι᾽ αυτόν τον ήρωα χωρίς ψεγάδι, που ανώτερός του
δεν υπήρξε άλλος — λέω για τον Αίαντα,
ενόσω ζούσε.

ΧΟ. Έχουν να δουν πολλά τα μάτια των ανθρώπων,
και να μάθουν. Προτού τα δει, κανείς
το μέλλον να μαντέψει δεν μπορεί,
1420και τί τον περιμένει.


ΤΕΥ. Φτάνει· γιατί πολλή πέρασε ώρα.
Ανοίξτε εσείς αμέσως βαθύ λάκκο,
κι οι άλλοι βάλτε στη φωτιάν απάνω
ψηλό λεβέτι τον νεκρό να λούσουν·
άλλοι να φέρουν μέσ᾽ απ᾽ τη σκηνή του
όσα φορούσε κάτω απ᾽ την ασπίδα.
Κι εσύ, παιδί μου, πιάνοντας μαζί μου,
1410όσο μπορείς, το γονιό σου από τη μέση
να τον ανασηκώνεις, γιατί ακόμη
ζεστές οι φλέβες βγάζουν μαύρο αίμα.
Εμπρός, καθένας που σα φίλος λέει
πως ήρθε, ας τρέξει κι ας βιαστεί μοχθώντας
γι᾽ αυτόν τον άντρα, ξέχωρο στα πάντα,
που δεν ήταν κανείς καλύτερός του,
θέλω να πω τον Αίαντα, όταν ζούσε.
ΧΟΡ. Αλήθεια οι άνθρωποι όταν δουν,
πολλά μπορούν να μάθουν· όμως
κανένας δεν μπορεί να προφητέψει,
1420προτού να δει, ποιά τύχη τον προσμένει.


ΤΕΥ. Φτάνει· γιατί πέρασε πια πολύς καιρός.
Μόν᾽ άλλοι τώρα γλήγορα σκάφτε βαθύ το μνήμα
κι άλλοι απάνω στη φωτιά ψηλό τριπόδι ας βάλουν
για το αρμόδιο νεκρικό λουτρό.
Κι ας παν καμπόσοι άντρες για να φέρουν
τα όπλα του απ᾽ την καλύβα.
Και συ, παιδί μου, όσο μπορείς το σώμα του γονιού σου
1410μαζί με μένα σήκωσε αγάλια πιάνοντάς το,
γιατί ακόμα απ᾽ τις ζεστές τις φλέβες
μαύρο αναβρύζει αίμα.
Κι όλοι ομπρός που λεν πως φίλοι του είναι
ας κουνηθούνε, ας τρέξουνε γι᾽ αυτόνε ας κάμουν κόπο
τον Αία, που ήτανε σ᾽ όλα του καλός, κι απ᾽ κανένα
δεν ήτανε κατώτερος θνητός.
ΧΟΡ. Πολλά μπορούνε αφού τα ιδούν να μάθουνε οι ανθρώποι.
Όμως προτού να ιδεί κανείς πού θενα καταντήσει,
1420δεν δύνεται τα μέλλοντα ποτέ να προφητέψει.