ΔΙΟ. Μα τί ᾽ναι πάλι τούτο το φλαττόθρατ;
Στο Μαραθώνα τ᾽ άκουσες ή μήπως
το τραγουδούν όσοι νερό ανασέρνουν;
ΑΙΣ. Καλά κι από καλή μεριά το πήρα,
να μη λεν πως τρυγώ ιερό λιβάδι
1300των Μουσών που κι ο Φρύνιχος τρυγούσε.
Δείχνει τον Ευριπίδη.
Τούτος σοδειάζει ολούθε· πορνωδίες,
καρικά σουραυλίσματα, τραγούδια
της τάβλας σαν του Μέλητου, τραγούδια
του χορού, μοιρολόγια. Θα το δείξω.
Φέρτε μια λύρα. Αλλά τί θέλει η λύρα
για τέτοια μουσική σαν τη δική του;
Φωνάξτε κείνη που χτυπά τα ζίλια.
Έρχεται μια που παίζει ζίλια.
Κόπιασε, Μούσα του Ευριπίδη· τέτοια
τραγούδια, τέτοια θέλουν συνοδεία.
ΔΙΟ. Η Μούσα τούτη δε λεσβίαζε, όχι.
ΑΙΣ. «Αλκυόνες,
1310που όλο στ᾽ ασίγαστα κύματα δίπλα λαλάτε,
και τα κορμιά σας με στάλες δροσίζετε,
που απ᾽ τις φτερούγες σας στάζουν·
κι ω εσείς, αράχνες,
που σε ταβάνια από κάτω, σε κάθε γωνιά,
με δαχτυλιών αργαλειούς
τύτυτυτύτυτυλίγετε υφάδια, τα έργα
της κελαηδίστρας σαΐτας·
σε γαλαζόμυτες πλώρες τριγύρω
σκίρταε δελφίνι φιλόμουσο
κι ήταν χρησμοί για αρμενίσματα οι πήδοι του.
1320Σαν του κλημάτου πασίχαρο ανθόκλαδο,
ω σαν ψαλίδα τσαμπιού που γλυκαίνει τον πόνο
γύρω μου σφίξε, παιδί μου, τα χέρια σου.»
Στο Διόνυσο.
Βλέπεις αυτόν τον πόδα; ΔΙΟ. Ναι, τον βλέπω.
ΑΙΣ., στον Ευριπίδη, σηκώνοντας το πόδι του, σα για να τον κλοτσήσει.
Κι αυτόν εδώ τον βλέπεις; ΕΥΡ. Ναι, τον βλέπω.
|