ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Ω, με φτερούγες ανάλαφρες πάω για τον Όλυμπο,
κι όπως πετώ, μουσικόδρομους πάντα καινούριους...
ΠΙΣ. Φορτίο φτερά χρειαζόμαστε για τούτον.
ΚΙΝ. ακολουθώ με μυαλό και κορμί που ποτέ δε δειλιάζουν.
ΠΙΣ. Ω, χαίρε, Κινησία, κουφόξυλό μου.
Πώς το κουτσό εδώ πόδι κυκλοφέρνεις;
ΚΙΝ., τραγουδιστά ακόμη.
1380Θέλω πουλί, θέλω αηδόνι να γίνω γλυκόλαλο.
ΠΙΣ. Κόψε τις μελωδίες και πες τί θέλεις.
ΚΙΝ. Θέλω να με φτερώσεις, να πετάξω
στους αιθέρες ψηλά, κι από τα νέφη
πρωτόφαντους διθύραμβους ν᾽ αρπάξω,
χιονοδαρμένους κι αεροσαλεμένους.
ΠΙΣ. Οι διθύραμβοι πιάνονται απ᾽ τα νέφη;
ΚΙΝ. Ναι, κρέμεται από κει η δική μας τέχνη.
Των διθυράμβων είναι αιθέρια η λάμψη,
σκοτεινή, μαυρογάλαζο ένα φέγγος,
1390φτεροσάλευτη· γιά άκου, να το νιώσεις.
ΠΙΣ. Δεν είναι ανάγκη. ΚΙΝ. Θες δε θες, θ᾽ ακούσεις.
Για σε όλον θα ιστορήσω τον αέρα.
Τραγουδά.
Ω εσείς μορφές των πετούμενων,
των αιθερόδρομων,
των μακρολαίμικων,...
ΠΙΣ. Οοοόπ!
ΚΙΝ., συνεχίζοντας το τραγούδι.
όπως πηδώ μες στο πλάνο μου τρέξιμο, να ᾽τανε
με των ανέμων να πάω τις πνοές...
ΠΙΣ. Θα κόψω τις πνοές σου, μά το Δία.
Κυνηγά τον Κινησία και προσπαθεί να του κλείσει το στόμα με φτερά, ενώ αυτός τρέχει από δω κι από κει, για να ξεφύγει, αλλά συνεχίζοντας το τραγούδι.
ΚΙΝ. μια προς το νότο ακλουθώντας το δρόμο,
μια στο βοριά το κορμί μου ζυγώνοντας,
1400την αυλακιά τ᾽ ουρανού την αλίμενη σκίζοντας.
Κουβεντιαστά.
Γέρο, σοφή κι ωραία η σκέψη σου ήταν.
ΠΙΣ. Σε κάνω φτεροσάλευτο· δε θέλεις;
ΚΙΝ. Πώς φέρνεσαι έτσι στον ποιητή, που κύκλιους
χορούς γυμνάζει κι οι φυλές μαλώνουν
ποιά να τον πρωτοπάρει; ΠΙΣ. Θες να μείνεις
κοντά μας και Χορό να προγυμνάσεις
από πετούμενα όρνια; Κεκροπίδα
φυλή, και χορηγός ο Λεωτροφίδης.
ΚΙΝ. Το βλέπω, με γελάς, μα εγώ, να ξέρεις,
με πείσμα θα επιμείνω, ώσπου να πάρω
φτερά και να πετάω μες στον αέρα.
Φεύγει· έρχεται τραγουδώντας ένας καταδότης, που ο Πισθέταιρος δεν τον προσέχει αμέσως, επειδή κοιτάζει τον Κινησία που φεύγει.
|