ΧΟΡ. Οφείλεις, γέρο, τώρα να κοιτάξεις πώς
το γιο θα νικήσεις·
κάπου αν δεν είχε να σταθεί, δε θα ᾽τανε
αδιάντροπος τόσο·
η αυτοπεποίθησή του φανερή· από κάπου αντλεί
1350την τόση αφοβιά του.
ΚΟΡ. Η αμάχη αυτή πούθε άρχισε και ποιά ηταν η αφορμή της;
Γέρο, έλα πες τα στο Χορό· χρέος έχεις να μιλήσεις.
ΣΤΡ. Ναι, θα σας φανερώσω εγώ πούθε οι βρισιές αρχίσαν·
πάνω στο φαγοπότι μας, που ξέρετε, εγώ πρώτα
του λέω «πάρε τη λύρα σου και πες μας το τραγούδι
του Σιμωνίδη για τον Κριό, πώς κόψαν τα μαλλιά του».
«Παλιά συνήθεια» μου απαντά «οι κιθάρες, και στο γλέντι
να τραγουδάς, σαν τη γυναίκα που κριθάρι αλέθει.»
ΦΕΙ. Τί; Δε σου χρειάζονταν κλοτσιές και ξύλο, να με βάζεις
1360να τραγουδώ, σα να ᾽κανες τραπέζι σε τζιτζίκια;
ΣΤΡ. Τέτοια και μέσα μου ᾽λεγε, νά, σαν αυτά που ακούτε·
κακός ποιητής μου φώναζε πως είναι ο Σιμωνίδης.
Πειράχτηκα, μα στην αρχή κρατήθηκα. Σε λίγο
«πάρε» του λέω «κλωνί μυρτιάς κι απάγγειλέ μου κάτι
απ᾽ τον Αισχύλο». Κι απαντάει ευθύς: «Και τί νομίζεις
πως είν᾽ ο Αισχύλος; Ο άριστος ποιητής; Γεμάτος στόμφο
και θόρυβο, ανακόλουθος και γκρεμοφράσεων πλάστης.»
Μέσα η καρδιά μου ανάβρασε, μα πάλι το θυμό μου
κατάπια και του λέω: «Καλά· μα τότε πες μας κάτι
1370απ᾽ τα μοντέρνα, τα σοφά.» Κι εκείνος του Ευριπίδη
ένα κομμάτι βάλθηκε να τραγουδά, για κάποιον
που βίασε —φύλαγέ μας, θεέ,— την αδερφή του· απ᾽ άλλον
πατέρα, μα η μητέρα μια. Δε βάσταξα εγώ τότε
και τον ταράζω στις βρισιές· σαϊτιές τα λόγια πέφταν,
κι από τους δυο μας φυσικά· πάνω μου αυτός χιμάει
και με χτυπά, με κοπανά, με πνίγει, με στουμπίζει.
ΦΕΙ. Άδικα; Αφού δε δέχεσαι πως είναι ο Ευριπίδης
ο πιο σοφός. ΣΤΡ. Ο πιο σοφός; Αυτός; Μα ας μη μιλήσω,
γιατί και πάλι θα τις φάω. ΦΕΙ. Και με το δίκιο, αλήθεια.
1380ΣΤΡ. Πώς με το δίκιο, αδιάντροπε, που εγώ σ᾽ ανάστησα; Ό,τι
είχες στο νου σου, το ᾽νιωθα, κι ας τσεύδιζες ακόμα.
Έκανες «μπου» και σου ᾽δινα να πιεις σαν τ᾽ αγρικούσα·
«μαμ» όταν ζήταες, έτρεχα και σου ᾽φερνα ψωμάκι·
«κακά» σα φώναζες, ευθύς σ᾽ έπαιρνα, σ᾽ έβγαζα έξω
και μπρος μου σε κρατούσα. Εσύ, βρε, πήγες να με πνίξεις·
φώναζα κι έσκουζα «η κοιλιά
με σφίγγει, δεν κρατιέμαι πια»
και δε με βοήθησες να βγω
παραέξω, θεοκατάρατε·
πήγα να σκάσω τότε εγώ
1390και τα᾽ καμα επιτόπου.
|