Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (15.123-15.149)


ὢ ἔβενος, ὢ χρυσός, ὢ ἐκ λευκῶ ἐλέφαντος
αἰετοὶ οἰνοχόον Κρονίδᾳ Διὶ παῖδα φέροντες,
125 πορφύρεοι δὲ τάπητες ἄνω μαλακώτεροι ὕπνω·
ἁ Μίλατος ἐρεῖ χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων,
«ἔστρωται κλίνα τὠδώνιδι τῷ καλῷ ἄμμιν».
τὸν μὲν Κύπρις ἔχει, τὰν δ᾽ ὁ ῥοδόπαχυς Ἄδωνις.
ὀκτωκαιδεκετὴς ἢ ἐννεακαίδεχ᾽ ὁ γαμβρός·
130 οὐ κεντεῖ τὸ φίλημ᾽· ἔτι οἱ περὶ χείλεα πυρρά.
νῦν μὲν Κύπρις ἔχοισα τὸν αὑτᾶς χαιρέτω ἄνδρα·
ἀῶθεν δ᾽ ἄμμες νιν ἅμα δρόσῳ ἀθρόαι ἔξω
οἰσεῦμες ποτὶ κύματ᾽ ἐπ᾽ ἀιόνι πτύοντα,
λύσασαι δὲ κόμαν καὶ ἐπὶ σφυρὰ κόλπον ἀνεῖσαι
135 στήθεσι φαινομένοις λιγυρᾶς ἀρξεύμεθ᾽ ἀοιδᾶς.
ἕρπεις, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα
ἡμιθέων, ὡς φαντί, μονώτατος. οὔτ᾽ Ἀγαμέμνων
τοῦτ᾽ ἔπαθ᾽ οὔτ᾽ Αἴας ὁ μέγας, βαρυμάνιος ἥρως,
οὔθ᾽ Ἕκτωρ, Ἑκάβας ὁ γεραίτατος εἴκατι παίδων,
140 οὐ Πατροκλῆς, οὐ Πύρρος ἀπὸ Τροίας ἐπανενθών,
οὔθ᾽ οἱ ἔτι πρότεροι Λαπίθαι καὶ Δευκαλίωνες,
οὐ Πελοπηιάδαι τε καὶ Ἄργεος ἄκρα Πελασγοί.
ἵλαος, ὦ φίλ᾽ Ἄδωνι, καὶ ἐς νέωτ᾽· εὐθυμεύσαις
καὶ νῦν ἦνθες, Ἄδωνι, καί, ὅκκ᾽ ἀφίκῃ, φίλος ἡξεῖς.
145 ΓΟ. Πραξινόα, τὸ χρῆμα σοφώτατον ἁ θήλεια·
ὀλβία ὅσσα ἴσατι, πανολβία ὡς γλυκὺ φωνεῖ.
ὥρα ὅμως κἠς οἶκον. ἀνάριστος Διοκλείδας·
χὠνὴρ ὄξος ἅπαν, πεινᾶντι δὲ μηδὲ ποτένθῃς.
χαῖρε, Ἄδων ἀγαπατέ, καὶ ἐς χαίροντας ἀφικνεῦ.


Γιά ιδές χρυσάφια κι έβενους κι αϊτούς ελεφαντένιους
που φέρνουν στις φτερούγες των τον κεραστή του Δία·
125γιά ιδές κι απάνω τί χαλιά πιο μαλακά απ᾽ τον ύπνο.
Τώρα θα πει κι η Μίλητος, τώρα θα πει η Σάμος:
«Για το χατίρι του Άδωνι στρώθηκαν δυο κρεβάτια.»
Στο ᾽να πλαγιάζει ο Άδωνις και στ᾽ άλλο η Αφροδίτη.
130Μα δεν κεντούν το φίλημα τ᾽ αχνούδωτά του χείλια.

Ας χαίρεται τον άντρα της η Αφροδίτη τώρα·
κι εμείς ας τονε φέρομε, πριν καλοξημερώσει,
με τη δροσιά της χαραυγής, στο περιγιάλι κάτω,
κι εκεί, με τα μαλλιά λυτά και με γυμνά τα στήθια,
135όλες μαζί ας αρχίσομε το λυγερό τραγούδι.

« Εσύ ᾽σαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους
που και στον Άδη κατοικείς κι έρχεσαι και στον κόσμο.
Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων,
μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ
ο πρώτος απ᾽ τα είκοσι παιδιά που ᾽χε η Εκάβη,
140μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος
που νικητής εγύρισε πέρ᾽ από την Τρωάδα,
μηδ᾽ οι παλαιικότεροι Λαπίθαι, μηδ᾽ εκείνοι
του Δευκαλίωνος οι γιοι, μηδέ κι οι Πελοπίδαι
και μηδ᾽ ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος,
μηδέ κανένας απ᾽ αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη.
Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κι έλα του χρόνου πάλι
και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος.
Πάντα καλοδεχούμενος θενά ᾽ναι ο ερχομός σου.»
145ΓΟΡ. Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είναι η κόρη;
Καλότυχη είναι αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει
κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκιά φωνή της.
Μα ᾽ναι καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι.
Ο άντρας μου είναι νηστικός κι εύκολος στο θυμό του
κι όταν πεινάει, αλίμονο σ᾽ όποιον μπροστά του λάχει.
Αγαπημένε μ᾽ Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθεις
χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας έβρεις.