Τέλειωσε την ευχή της ολολύζοντας, και την επάκουσε η θεά.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες θορυβούσαν στον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας,
και κάποιος νιούτσικος ανάμεσα στους ξιπασμένους
πετάχτηκε να πει:
770«Μάλλον μας ετοιμάζει γάμο η πολυπόθητη βασίλισσα,
αλλά δεν ξέρει τον στημένο φόνο που απειλεί τον γιο της.»
Έτσι μιλούσαν κάποιοι μεταξύ τους, γιατί δεν ήξεραν τι μεσολάβησε.
Τότε ο Αντίνοος πήρε τον λόγο και τους είπε:
«Άμυαλοι, παρατήστε πια τα φουσκωμένα λόγια, φτάνει!
Μήπως τα μαρτυρήσει κάποιος παραμέσα.
Τώρα καιρός να σηκωθούμε κι αμίλητοι να κάνουμε τον λόγο
πράξη, όπως τον συμφωνήσαμε και ταίριαξε στον νου μας.»
Είπε, κι αμέσως είκοσι άντρες ξεχωρίζει, τους καλύτερους,
κι όλοι τους για το γρήγορο καράβι ξεκινούσαν, κατέβαιναν
στο περιγιάλι της θαλάσσης.
780Εκεί τραβήξαν πρώτα στα άβαθα νερά το πλοίο,
στήσαν στο μελανό καράβι ξάρτια και κατάρτι,
πέρασαν στους δερμάτινους σκαρμούς όλα τους τα κουπιά
με τάξη, κι άνοιξαν τα λευκά πανιά —
απόκοτοι κι οι παραγιοί τούς έφεραν τον οπλισμό τους.
Αγκυροβόλησαν τότε ψηλότερα μες στο λιμάνι, πήδηξαν έξω,
πήραν το βραδινό τους φαγητό, και πια περίμεναν
να πέσει το σκοτάδι.
Την ώρα εκείνη στο υπερώο η Πηνελόπη η φρόνιμη
πλάγιαζε νηστική — μπουκιά ψωμί, νερό σταγόνα,
με μια μονάχα σκέψη· αν απ᾽ τον θάνατο θα γλίτωνε
ο ακριβός της γιος ή θύμα θα ᾽πεφτε στα χέρια
790των αλαζονικών μνηστήρων.
Πόσο απορεί ένα λιοντάρι παγιδευμένο σε παγάνα,
φοβισμένο που γύρω του στενεύει ο κύκλος των αντρών,
τόσο κι εκείνη την τυραννούσε η σκέψη της.
Ωσότου ύπνος γλυκός τη συνεπήρε, κι έγειρε πια
να κοιμηθεί, λύθηκαν όλα της τα μέλη.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, στοχάστηκε άλλα·
έπλασε ίσκιο, να μοιάζει με είδωλο γυναίκας,
της Ιφθίμης, κόρης του μεγαλόψυχου Ικαρίου —
την είχε ταίρι του ο Εύμηλος και ζούσαν στις Φερές.
Αυτόν τον ίσκιο στο παλάτι στέλνει του θεϊκού Οδυσσέα,
800τον θρήνο να μερώσει της Πηνελόπης, που οδυρόταν
και βογγούσε, να σταματήσει το γοερό δάκρυ της.
Και γλίστρησε μέσα στην κάμαρη απ᾽ το λουρί της κλειδωνιάς,
στάθηκε πάνω απ᾽ το κεφάλι της και της μιλούσε:
«Κοιμάσαι, Πηνελόπη λυπημένη, με βαριά καρδιά,
αλλά οι θεοί, που ζούνε πάντα ευτυχισμένοι, δεν θα σ᾽ αφήσουν
να πονάς και να θρηνείς· ο γιος σου θα γυρίσει σώος,
αφού σε τίποτε δεν έφταιξε με τους θεούς.»
Τότε κι η Πηνελόπη η φρόνιμη της αποκρίνεται
μέσα απ᾽ τον ύπνο της γλυκά, στις πύλες των ονείρων:
810«Ποιος λόγος, αδελφή μου, σε φέρνει εδώ; Πρωτύτερα
δεν σύχναζες στα μέρη μας, γιατί είναι απόμακρο πολύ
το σπιτικό σου. Και τώρα με καλείς να σταματήσω
την οδύνη μου και τη βαριά μου πίκρα,
που την καρδιά μου και τον νου κακοφορμίζουν.
Εμένα, που έχασα πολύτιμο άντρα, λιονταριού καρδιά,
μ᾽ όλες τις αρετές του κόσμου στολισμένον, στους Δαναούς
περίφημο, με τη μεγάλη δόξα του απλωμένη
και μέσα στο Άργος και πέρα στην Ελλάδα.
Και τώρα πάλι ο ακριβός μου γιος σε βαθουλό καράβι ανέβηκε —
αστόχαστο παιδί, στους κόπους και στους λόγους άπειρο.
Γι᾽ αυτόν θρηνώ κι οδύρομαι, κι από τον άλλο περισσότερο·
820τρέμει το φυλλοκάρδι μου, φοβάμαι μη μου πάθει κάτι
ή πέρα εκεί στον ξένο τόπο που ταξίδεψε ή στα πελάγη.
Είναι πολλοί οι εχθροί που το κακό του μηχανεύονται,
θέλουν να τον σκοτώσουν, προτού πατήσει
της πατρίδας του το χώμα.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας πάλι ο ανάερος ίσκιος:
«Θάρρος, και μην τρομάζεις μέσα σου πολύ·
γιατί έχει εκείνος συνοδό στο πλάι του, τέτοια θεά
που κι άλλοι θα ᾽καναν ευχή να τους παρασταθεί·
την Αθηνά Παλλάδα, με την τόση δύναμή της,
που σε σπλαχνίστηκε κι εσένα κι έστειλε εμένα
να σου πω λόγια παρήγορα.»
830Ανταποκρίθηκε κι η Πηνελόπη με τη φρόνησή της:
«Θεός αν είσαι ή κι αν άκουσες φωνή θεού,
έλα λοιπόν και μίλα και για κείνον τον τρισάμοιρο,
αν κάπου ακόμη ζει, αν το φως του ήλιου βλέπει,
ή βρίσκεται κιόλας νεκρός στον δόμο του Άδη.»
Της αποκρίθηκε πάλι μιλώντας ο ανάερος ίσκιος:
«Όχι, για κείνον δεν θα πω πολλά, αν ζει
ή πέθανε — είναι κακό να λες λόγια του ανέμου.»
Έτσι μιλώντας, γλίστρησε στο πλάι της πόρτας απ᾽ τον σύρτη,
κι άφαντος έγινε με τις πνοές του ανέμου· ξύπνησε τότε
840η Πηνελόπη από τον ύπνο της, του Ικαρίου η κόρη, κι ένιωσε
γλύκα στην καρδιά της με τούτο το όνειρο, που καθαρό
της φανερώθηκε στης νύχτας το βαθύ σκοτάδι.
Στο μεταξύ οι μνηστήρες στο καράβι ανέβηκαν, έπλεαν
τώρα στους υγρούς δρόμους της θάλασσας, μέσα τους
μελετώντας τον άθλιο φόνο του Τηλέμαχου.
Είναι ένα βραχονήσι εκεί καταμεσής της θάλασσας
(η Ιθάκη από τη μια μεριά, η Σάμη απόκρημνη απ᾽ την άλλη),
η Αστερίδα, όχι μεγάλη, μ᾽ αντικριστά λιμάνια δίδυμα,
για τα καράβια ασφαλισμένα — εκεί στήσαν καρτέρι
και περίμεναν οι Αχαιοί.
|