[17.9] «Πιστεύω ότι είναι καλό να προσθέτω περισσότερο νερό στο δυνατότερο κρασί», είπα, «και να επιβάλλω το βαρύτερο φορτίο στον δυνατότερο άνθρωπο, αν κάτι πρέπει να μεταφέρει· και, αν ορισμένοι άνθρωποι χρειάζονται τροφή, θα διέταζα να συντηρούν τους περισσότερους οι πιο ισχυροί. Αλλά σχετικά με το αν το χώμα γίνεται δυνατότερο», είπα, «αν κάποιος τοποθετήσει περισσότερο σπόρο σ᾽ αυτό —όπως συμβαίνει στα υποζύγια— αυτό πρέπει να μου το διδάξεις». [17.10] Ο Ισχόμαχος μίλησε γελώντας: «Πρέπει να αστειεύεσαι, Σωκράτη», είπε, «ξέρεις καλά, ωστόσο, ότι, αφού έχεις βάλει τον σπόρο στο χώμα, και αφού εμφανισθούν τα πρώτα φύτρα από τον σπόρο, αν σκάψεις το χωράφι όταν το χώμα παίρνει πολλήν τροφή από τον ουρανό, αυτά τα φύτρα γίνονται τροφή για το χώμα, όπως από το λίπασμα κοπριάς. Αλλά, αν επιτρέψεις στο χώμα να συνεχίσει να τρέφει τον σπόρο μέχρι που να γίνει καρπός, είναι δύσκολο για το αδύναμο χώμα να αποδώσει στο τέλος πολλούς καρπούς. Είναι επίσης δύσκολο ένα αδύναμο γουρούνι να θρέψει πολλά παχιά γουρουνόπουλα». [17.11] «Εννοείς, Ισχόμαχε», είπα, «ότι λιγότερος σπόρος πρέπει να μπει στο πιο αδύναμο χώμα;» «Ναι, μά τον Δία», είπε, «και συμφωνείς, Σωκράτη, όταν λες ότι πιστεύεις ότι στους πιο αδύναμους είναι καλό να διατάζει κανείς λιγότερα πράγματα». [17.12] «Για ποιόν λόγο, Ισχόμαχε», είπα, «στέλνετε εργάτες να σκαλίσουν το χώμα στα στάχυα;» «Σίγουρα ξέρεις», είπε, «ότι υπάρχει περισσότερη βροχή τον χειμώνα». «Πώς είναι δυνατόν να μην το ξέρω;», είπα. «Ας υποθέσουμε τότε ότι μερικά στάχυα έχουν καλυφθεί με λάσπη από τη βροχή και μερικά από αυτά είναι απογυμνωμένα στις ρίζες από το ρεύμα του νερού· συχνά ξεφυτρώνουν αγριόχορτα μαζί με τα στάχυα λόγω της βροχής, και τα πνίγουν». «Είναι πιθανόν», είπα, «όλα αυτά τα πράγματα να συμβαίνουν» [17.13] «Σου φαίνεται τότε», είπε, «ότι τα στάχυα χρειάζονται κάποια βοήθεια κάτω από αυτές τις περιστάσεις;» «Πάρα πολλή βοήθεια», είπα. «Τί σου φαίνεται ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τα λασπωμένα στάχυα;», είπε. «Θα μπορούσαν να απομακρύνουν το χώμα», είπα. «Και τί γίνεται με τις ρίζες που έχουν απογυμνωθεί;», είπε. «Θα μπορούσαν να αναπληρώσουν το χώμα γύρω τους», είπα. [17.14] «Και τί γίνεται αν τα αγριόχορτα που ξεφυτρώνουν μαζί με τα στάχυα τα πνίξουν», είπε, «και αν αρπάξουν την τροφή από αυτά, όπως ακριβώς οι άχρηστοι κηφήνες κλέβουν από τις μέλισσες την τροφή την οποία δούλεψαν για να την πάρουν και να την αποθηκέψουν;» «Κάποιος πρέπει να κόψει τα αγριόχορτα, μά τον Δία», είπα, «όπως ακριβώς πρέπει να διώξει τους κηφήνες από την κυψέλη». [17.15] «Σου φαίνεται τότε ότι έχουμε δίκιο», είπε, «να στέλνουμε εργάτες να σκαλίζουν το χώμα των αγρών;» «Σίγουρα. Αλλά συλλογίζομαι, Ισχόμαχε», είπα, «πόσο μεγάλη επίδραση έχει η εύστοχη καλή παρομοίωση. Γιατί με έστρεψες πολύ περισσότερο ενάντια στα αγριόχορτα μιλώντας για τους κηφήνες, παρά όταν μιλούσες για τα ίδια τα αγριόχορτα».
|