Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (17.9-17.15)


[17.9] Τῷ μὲν οἴνῳ, ἔφην, ἔγωγε νομίζω τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον ἐπιχεῖν ὕδωρ, καὶ ἀνθρώπῳ τῷ ἰσχυροτέρῳ πλέον βάρος, ἐὰν δέῃ τι φέρειν, ἐπιτιθέναι, κἂν δέῃ τρέφεσθαί τινας, τοῖς δυνατωτέροις τρέφειν ἂν τοὺς πλείους προστάξαιμι. εἰ δὲ ἡ ἀσθενὴς γῆ ἰσχυροτέρα, ἔφην ἐγώ, γίγνεται, ἄν τις πλείονα καρπὸν αὐτῇ ἐμβάλῃ, ὥσπερ τὰ ὑποζύγια, τοῦτο σύ με δίδασκε.
[17.10] Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας εἶπεν· Ἀλλὰ παίζεις μὲν σύγε, ἔφη, ὦ Σώκρατες. εὖ γε μέντοι, ἔφη, ἴσθι, ἂν μὲν ἐμβαλὼν τὸ σπέρμα τῇ γῇ ἔπειτα ἐν ᾧ πολλὴν ἔχει τροφὴν ἡ γῆ ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ χλόης γενομένης ἀπὸ τοῦ σπέρματος καταστρέψῃς αὐτὸ πάλιν, τοῦτο γίγνεται σῖτος τῇ γῇ, καὶ ὥσπερ ὑπὸ κόπρου ἰσχὺς αὐτῇ ἐγγίγνεται· ἂν μέντοι ἐκτρέφειν ἐᾷς τὴν γῆν διὰ τέλους τὸ σπέρμα εἰς καρπόν, χαλεπὸν τῇ ἀσθενεῖ γῇ ἐς τέλος πολὺν καρπὸν ἐκφέρειν. καὶ συὶ δὲ ἀσθενεῖ χαλεπὸν πολλοὺς ἁδροὺς χοίρους ἐκτρέφειν.
[17.11] Λέγεις σύ, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τῇ ἀσθενεστέρᾳ γῇ μεῖον δεῖν τὸ σπέρμα ἐμβαλεῖν;
Ναὶ μὰ Δί᾽, ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ σύ γε συνομολογεῖς, λέγων ὅτι νομίζεις τοῖς ἀσθενεστέροις πᾶσι μείω προστάττειν πράγματα.
[17.12] Τοὺς δὲ δὴ σκαλέας, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, τίνος ἕνεκα ἐμβάλλετε τῷ σίτῳ;
Οἶσθα δήπου, ἔφη, ὅτι ἐν τῷ χειμῶνι πολλὰ ὕδατα γίγνεται.
Τί γὰρ οὔ; ἔφην ἐγώ.
Οὐκοῦν θῶμεν τοῦ σίτου καὶ κατακρυφθῆναί τινα ὑπ᾽ αὐτῶν ἰλύος ἐπιχυθείσης καὶ ψιλωθῆναί τινας ῥίζας ὑπὸ ῥεύματος. καὶ ὕλη δὲ πολλάκις ὑπὸ τῶν ὑδάτων δήπου συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ καὶ παρέχει πνιγμὸν αὐτῷ.
Πάντα, ἔφην ἐγώ, εἰκὸς ταῦτα γίγνεσθαι.
[17.13] Οὐκοῦν δοκεῖ σοι, ἔφη, ἐνταῦθα ἤδη ἐπικουρίας τινὸς δεῖσθαι ὁ σῖτος;
Πάνυ μὲν οὖν, ἔφην ἐγώ.
Τῷ οὖν κατιλυθέντι τί ἂν ποιοῦντες δοκοῦσιν ἄν σοι ἐπικουρῆσαι;
Ἐπικουφίσαντες, ἔφην ἐγώ, τὴν γῆν.
Τί δέ, ἔφη, τῷ ἐψιλωμένῳ τὰς ῥίζας;
Ἀντιπροσαμησάμενοι τὴν γῆν ἄν, ἔφην ἐγώ.
[17.14] Τί γάρ, ἔφη, ἂν ὕλη πνίγῃ συνεξορμῶσα τῷ σίτῳ καὶ διαρπάζουσα τοῦ σίτου τὴν τροφὴν ὥσπερ οἱ κηφῆνες διαρπάζουσιν ἄχρηστοι ὄντες τῶν μελιττῶν ἃ ἂν ἐκεῖναι ἐργασάμεναι τροφὴν καταθῶνται;
Ἐκκόπτειν ἂν νὴ Δία [τὴν τροφὴν] δέοι τὴν ὕλην, ἔφην ἐγώ, ὥσπερ τοὺς κηφῆνας ἐκ τῶν σμηνῶν ἀφαιρεῖν.
[17.15] Οὐκοῦν, ἔφη, εἰκότως σοι δοκοῦμεν ἐμβαλεῖν τοὺς σκαλέας;
Πάνυ γε. ἀτὰρ ἐνθυμοῦμαι, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, οἷόν ἐστι τὸ εὖ τὰς εἰκόνας ἐπάγεσθαι. πάνυ γὰρ σύ με ἐξώργισας πρὸς τὴν ὕλην τοὺς κηφῆνας εἰπών, πολὺ μᾶλλον ἢ ὅτε περὶ αὐτῆς τῆς ὕλης ἔλεγες.


[17.9] «Πιστεύω ότι είναι καλό να προσθέτω περισσότερο νερό στο δυνατότερο κρασί», είπα, «και να επιβάλλω το βαρύτερο φορτίο στον δυνατότερο άνθρωπο, αν κάτι πρέπει να μεταφέρει· και, αν ορισμένοι άνθρωποι χρειάζονται τροφή, θα διέταζα να συντηρούν τους περισσότερους οι πιο ισχυροί. Αλλά σχετικά με το αν το χώμα γίνεται δυνατότερο», είπα, «αν κάποιος τοποθετήσει περισσότερο σπόρο σ᾽ αυτό —όπως συμβαίνει στα υποζύγια— αυτό πρέπει να μου το διδάξεις».
[17.10] Ο Ισχόμαχος μίλησε γελώντας: «Πρέπει να αστειεύεσαι, Σωκράτη», είπε, «ξέρεις καλά, ωστόσο, ότι, αφού έχεις βάλει τον σπόρο στο χώμα, και αφού εμφανισθούν τα πρώτα φύτρα από τον σπόρο, αν σκάψεις το χωράφι όταν το χώμα παίρνει πολλήν τροφή από τον ουρανό, αυτά τα φύτρα γίνονται τροφή για το χώμα, όπως από το λίπασμα κοπριάς. Αλλά, αν επιτρέψεις στο χώμα να συνεχίσει να τρέφει τον σπόρο μέχρι που να γίνει καρπός, είναι δύσκολο για το αδύναμο χώμα να αποδώσει στο τέλος πολλούς καρπούς. Είναι επίσης δύσκολο ένα αδύναμο γουρούνι να θρέψει πολλά παχιά γουρουνόπουλα».
[17.11] «Εννοείς, Ισχόμαχε», είπα, «ότι λιγότερος σπόρος πρέπει να μπει στο πιο αδύναμο χώμα;»
«Ναι, μά τον Δία», είπε, «και συμφωνείς, Σωκράτη, όταν λες ότι πιστεύεις ότι στους πιο αδύναμους είναι καλό να διατάζει κανείς λιγότερα πράγματα».
[17.12] «Για ποιόν λόγο, Ισχόμαχε», είπα, «στέλνετε εργάτες να σκαλίσουν το χώμα στα στάχυα;»
«Σίγουρα ξέρεις», είπε, «ότι υπάρχει περισσότερη βροχή τον χειμώνα».
«Πώς είναι δυνατόν να μην το ξέρω;», είπα.
«Ας υποθέσουμε τότε ότι μερικά στάχυα έχουν καλυφθεί με λάσπη από τη βροχή και μερικά από αυτά είναι απογυμνωμένα στις ρίζες από το ρεύμα του νερού· συχνά ξεφυτρώνουν αγριόχορτα μαζί με τα στάχυα λόγω της βροχής, και τα πνίγουν».
«Είναι πιθανόν», είπα, «όλα αυτά τα πράγματα να συμβαίνουν»
[17.13] «Σου φαίνεται τότε», είπε, «ότι τα στάχυα χρειάζονται κάποια βοήθεια κάτω από αυτές τις περιστάσεις;»
«Πάρα πολλή βοήθεια», είπα.
«Τί σου φαίνεται ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τα λασπωμένα στάχυα;», είπε.
«Θα μπορούσαν να απομακρύνουν το χώμα», είπα.
«Και τί γίνεται με τις ρίζες που έχουν απογυμνωθεί;», είπε.
«Θα μπορούσαν να αναπληρώσουν το χώμα γύρω τους», είπα.
[17.14] «Και τί γίνεται αν τα αγριόχορτα που ξεφυτρώνουν μαζί με τα στάχυα τα πνίξουν», είπε, «και αν αρπάξουν την τροφή από αυτά, όπως ακριβώς οι άχρηστοι κηφήνες κλέβουν από τις μέλισσες την τροφή την οποία δούλεψαν για να την πάρουν και να την αποθηκέψουν;»
«Κάποιος πρέπει να κόψει τα αγριόχορτα, μά τον Δία», είπα, «όπως ακριβώς πρέπει να διώξει τους κηφήνες από την κυψέλη».
[17.15] «Σου φαίνεται τότε ότι έχουμε δίκιο», είπε, «να στέλνουμε εργάτες να σκαλίζουν το χώμα των αγρών;»
«Σίγουρα. Αλλά συλλογίζομαι, Ισχόμαχε», είπα, «πόσο μεγάλη επίδραση έχει η εύστοχη καλή παρομοίωση. Γιατί με έστρεψες πολύ περισσότερο ενάντια στα αγριόχορτα μιλώντας για τους κηφήνες, παρά όταν μιλούσες για τα ίδια τα αγριόχορτα».