Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (397a-398b)

[397a] Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ μὴ τοιοῦτος αὖ, ὅσῳ ἂν φαυλότερος ᾖ, πάντα τε μᾶλλον διηγήσεται καὶ οὐδὲν ἑαυτοῦ ἀνάξιον οἰήσεται εἶναι, ὥστε πάντα ἐπιχειρήσει μιμεῖσθαι σπουδῇ τε καὶ ἐναντίον πολλῶν, καὶ ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν, βροντάς τε καὶ ψόφους ἀνέμων τε καὶ χαλαζῶν καὶ ἀξόνων τε καὶ τροχιλιῶν, καὶ σαλπίγγων καὶ αὐλῶν καὶ συρίγγων καὶ πάντων ὀργάνων φωνάς, καὶ ἔτι κυνῶν καὶ προβάτων καὶ ὀρνέων φθόγγους· [397b] καὶ ἔσται δὴ ἡ τούτου λέξις ἅπασα διὰ μιμήσεως φωναῖς τε καὶ σχήμασιν, ἢ σμικρόν τι διηγήσεως ἔχουσα;
Ἀνάγκη, ἔφη, καὶ τοῦτο.
Ταῦτα τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔλεγον τὰ δύο εἴδη τῆς λέξεως.
Καὶ γὰρ ἔστιν, ἔφη.
Οὐκοῦν αὐτοῖν τὸ μὲν σμικρὰς τὰς μεταβολὰς ἔχει, καὶ ἐάν τις ἀποδιδῷ πρέπουσαν ἁρμονίαν καὶ ῥυθμὸν τῇ λέξει, ὀλίγου πρὸς τὴν αὐτὴν γίγνεται λέγειν τῷ ὀρθῶς λέγοντι καὶ ἐν μιᾷ ἁρμονίᾳ —σμικραὶ γὰρ αἱ μεταβολαί— καὶ δὴ καὶ ἐν [397c] ῥυθμῷ ὡσαύτως παραπλησίῳ τινί;
Κομιδῇ μὲν οὖν, ἔφη, οὕτως ἔχει.
Τί δὲ τὸ τοῦ ἑτέρου εἶδος; οὐ τῶν ἐναντίων δεῖται, πασῶν μὲν ἁρμονιῶν, πάντων δὲ ῥυθμῶν, εἰ μέλλει αὖ οἰκείως λέγεσθαι, διὰ τὸ παντοδαπὰς μορφὰς τῶν μεταβολῶν ἔχειν;
Καὶ σφόδρα γε οὕτως ἔχει.
Ἆρ᾽ οὖν πάντες οἱ ποιηταὶ καὶ οἵ τι λέγοντες ἢ τῷ ἑτέρῳ τούτων ἐπιτυγχάνουσιν τύπῳ τῆς λέξεως ἢ τῷ ἑτέρῳ ἢ ἐξ ἀμφοτέρων τινὶ συγκεραννύντες;
Ἀνάγκη, ἔφη.
[397d] Τί οὖν ποιήσομεν; ἦν δ᾽ ἐγώ· πότερον εἰς τὴν πόλιν πάντας τούτους παραδεξόμεθα ἢ τῶν ἀκράτων τὸν ἕτερον ἢ τὸν κεκραμένον;
Ἐὰν ἡ ἐμή, ἔφη, νικᾷ, τὸν τοῦ ἐπιεικοῦς μιμητὴν ἄκρατον.
Ἀλλὰ μήν, ὦ Ἀδείμαντε, ἡδύς γε καὶ ὁ κεκραμένος, πολὺ δὲ ἥδιστος παισί τε καὶ παιδαγωγοῖς ὁ ἐναντίος οὗ σὺ αἱρῇ καὶ τῷ πλείστῳ ὄχλῳ.
Ἥδιστος γάρ.
Ἀλλ᾽ ἴσως, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐκ ἂν αὐτὸν ἁρμόττειν φαίης τῇ [397e] ἡμετέρᾳ πολιτείᾳ, ὅτι οὐκ ἔστιν διπλοῦς ἀνὴρ παρ᾽ ἡμῖν οὐδὲ πολλαπλοῦς, ἐπειδὴ ἕκαστος ἓν πράττει.
Οὐ γὰρ οὖν ἁρμόττει.
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ, καὶ τὸν γεωργὸν γεωργὸν καὶ οὐ δικαστὴν πρὸς τῇ γεωργίᾳ, καὶ τὸν πολεμικὸν πολεμικὸν καὶ οὐ χρηματιστὴν πρὸς τῇ πολεμικῇ, καὶ πάντας οὕτω;
Ἀληθῆ, ἔφη.
[398a] Ἄνδρα δή, ὡς ἔοικε, δυνάμενον ὑπὸ σοφίας παντοδαπὸν γίγνεσθαι καὶ μιμεῖσθαι πάντα χρήματα, εἰ ἡμῖν ἀφίκοιτο εἰς τὴν πόλιν αὐτός τε καὶ τὰ ποιήματα βουλόμενος ἐπιδείξασθαι, προσκυνοῖμεν ἂν αὐτὸν ὡς ἱερὸν καὶ θαυμαστὸν καὶ ἡδύν, εἴποιμεν δ᾽ ἂν ὅτι οὐκ ἔστιν τοιοῦτος ἀνὴρ ἐν τῇ πόλει παρ᾽ ἡμῖν οὔτε θέμις ἐγγενέσθαι, ἀποπέμποιμέν τε εἰς ἄλλην πόλιν μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες καὶ ἐρίῳ στέψαντες, αὐτοὶ δ᾽ ἂν τῷ αὐστηροτέρῳ καὶ ἀηδεστέρῳ ποιητῇ [398b] χρῴμεθα καὶ μυθολόγῳ ὠφελίας ἕνεκα, ὃς ἡμῖν τὴν τοῦ ἐπιεικοῦς λέξιν μιμοῖτο καὶ τὰ λεγόμενα λέγοι ἐν ἐκείνοις τοῖς τύποις οἷς κατ᾽ ἀρχὰς ἐνομοθετησάμεθα, ὅτε τοὺς στρατιώτας ἐπεχειροῦμεν παιδεύειν.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη, οὕτως ἂν ποιοῖμεν, εἰ ἐφ᾽ ἡμῖν εἴη.
Νῦν δή, εἶπον ἐγώ, ὦ φίλε, κινδυνεύει ἡμῖν τῆς μουσικῆς τὸ περὶ λόγους τε καὶ μύθους παντελῶς διαπεπεράνθαι· ἅ τε γὰρ λεκτέον καὶ ὡς λεκτέον εἴρηται.
Καὶ αὐτῷ μοι δοκεῖ, ἔφη.

[397a] Εκείνος λοιπόν πάλι που δεν έχει τον ίδιο χαρακτήρα, όσο χειρότερος είναι τόσο περισσότερο δεν θα θέλει να μιμείται τα πάντα και δεν θα θεωρεί τίποτα ανάξιό του, κι έτσι δεν θα το κάμει δουλειά του και μπροστά σ᾽ όλο τον κόσμο να μιμείται κι όσα λέγαμε πριν, τις βροντές και το σφύριγμα των ανέμων και του χαλαζιού και το τρίξιμο των αξονιών και των τροχών, τον ήχο της σάλπιγγας και του αυλού, κι ακόμα τις φωνές των σκυλιών, των προβάτων και των πουλιών; [397b] και δε θα είναι όλα όσα θα λέει μίμηση με φωνές και με σχήματα και μικρό μονάχα μέρος διήγηση;
Αυτό πραγματικώς θα γίνεται.
Αυτά λοιπόν είναι τα δυο είδη της διήγησης που έλεγα.
Αυτά πραγματικώς.
Δεν έχει λοιπόν το πρώτο απ᾽ αυτά λίγες μόνο μεταβολές, και αν βρει κανείς και του ταιριάσει την αρμονία και το ρυθμό που του χρειάζεται, δε θα υπάρχει λίγη ανάγκη πια να μεταχειρίζεται άλλες εκείνος που ξέρει να μεταχειρίζεται σωστά τη μια την αρμονία —αφού λίγες είναι κι οι μεταβολές— και [397c] τον ίδιο πάντα εκείνο το ρυθμό;
Ορισμένως είναι έτσι.
Ενώ ο άλλος τρόπος; δε χρειάζεται απεναντίας εκείνος όλες τις αρμονίες και όλους τους ρυθμούς, αν πρόκειται να είναι σύμφωνος με τη φύση του, αφού έχει όλες τις μεταβολές σ᾽ όλες τις παντοειδείς μορφές των;
Μα έτσι είναι, βεβαιότατα.
Αλλά όλοι οι ποιηταί και γενικά όσοι έχουν κάτι να διηγηθούν, δεν μεταχειρίζονται ή τον ένα τρόπο, ή τον άλλο, ή ακόμη και κάποιον ανάμιχτο από τους δυο;
Αναγκαστικά.
[397d] Τί λοιπόν θα κάμομε εμείς; θα παραδεχτούμε στην πολιτεία μας όλους αυτούς, ή τον ένα από τους δυο καθαρούς ή τον ανάμιχτο;
Αν έχει σημασία η δική μου ψήφος, πρέπει να προτιμήσομε τον καθαρό εκείνο που μιμείται το σωστό τον άνθρωπο.
Ναι, μα και ο ανάμιχτος, φίλε Αδείμαντε, είναι ευχάριστος, και πολύ μάλιστα πιο ευχάριστος στα παιδιά και στους παιδαγωγούς ο αντίθετος εκείνου που διαλέγεις εσύ, καθώς και στον πολύ τον όχλο.
Είναι πραγματικώς πιο ευχάριστος.
Μα ίσως θα ᾽λεγες πως δεν ταιριάζει αυτός [397e] στη δική μας την πολιτεία, γιατί δεν υπάρχει σε μας κανείς που να έχει δυο ή περισσότερα επαγγέλματα, επειδή ο καθένας κάνει μια μονάχα δουλειά.
Αλήθεια και δεν ταιριάζει.
Γι᾽ αυτό λοιπόν δε θα βρούμε σε μια τέτοια μονάχα πολιτεία ο υποδηματοποιός να είναι μόνο υποδηματοποιός, κι όχι να είναι μαζί και καραβοκύρης, και ο γεωργός να είναι γεωργός και όχι και δικαστής εκτός από γεωργός, και ο πολεμιστής πολεμιστής μόνο, και όχι χρηματιστής εκτός από πολεμιστής, και έτσι για όλους τους άλλους;
Αλήθεια.
[398a] Αν λοιπόν ένας από κείνους που μπορούν με την τέχνη τους να γίνονται ό,τι λογής θες και να μιμούνται τα πάντα ερχότουν στην πόλη μας για να επιδειχτεί και ο ίδιος και τα έργα του να επιδείξει, θα τον ταπεινοπροσκυνούσαμε βέβαια σαν άνθρωπο θεϊκό και αξιοθαύμαστο και ευχάριστο, θα του λέγαμε όμως συγχρόνως πως δεν έχει θέση τέτοιος άνθρωπος στην πόλη μας και ούτε μας είναι συχωρεμένο να μένει κοντά μας, και θα τον ξαποστέλλαμε σε άλλη πόλη, αφού θα του ραίναμε το κεφάλι με μύρα και τον στεφανώναμε με ταινίες· κι εμείς πια θα αρκεστούμε με τον σοβαρότερο κι όχι και τόσο ευχάριστο ποιητή μας, [398b] μα που θα μας είναι πιο ωφέλιμος, γιατί θα μιμείται σε κείνα που θα λέει τον τρόπο του χρηστού ανθρώπου και θα μεταχειρίζεται εκείνους τους τύπους που ενομοθετήσαμε, όταν καταρτίζαμε το πρόγραμμα της ανατροφής των στρατιωτών μας.
Κι έτσι βέβαια θα κάναμε, αν θα ᾽τανε στο χέρι μας.
Τώρα λοιπόν, καλέ μου φίλε, σα να μου φαίνεται πως έχομε τελειώσει ολότελα το μέρος της μουσικής που αναφέρεται στους λόγους και τους μύθους· γιατί έχομε πει και τί πρέπει να λέμε και πώς να τα λέμε.
Έτσι νομίζω κι εγώ.