Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (66.1-67.8)


[66.1] Ἡ δὲ διὰ τῶν ποταμῶν πρὸς τὴν θάλατταν ὑπαγωγὴ μηνῶν ἑπτὰ χρόνον ἀνάλωσεν. ἐμβαλὼν δὲ ταῖς ναυσὶν εἰς τὸν Ὠκεανόν, ἀνέπλευσε πρὸς νῆσον, ἣν Σκιλλοῦστιν αὐτὸς ὠνόμασεν, ἕτεροι δὲ Ψιλτοῦκιν. [66.2] ἐνταῦθα δ᾽ ἀποβὰς ἔθυε τοῖς θεοῖς, καὶ τὴν φύσιν ἐπεῖδε τοῦ πελάγους καὶ τῆς παραλίας, ὅσον ἐφικτὸν ἦν· εἶτ᾽ ἐπευξάμενος μηδένα μετ᾽ αὐτὸν ἀνθρώπων ὑπερβῆναι τοὺς ὅρους τῆς στρατείας, ἀνέστρεψε. [66.3] καὶ τὰς μὲν ναῦς ἐκέλευσε παραπλεῖν, ἐν δεξιᾷ τὴν Ἰνδικὴν ἐχούσας, ἡγεμόνα μὲν Νέαρχον ἀποδείξας, ἀρχικυβερνήτην δ᾽ Ὀνησίκριτον· [66.4] αὐτὸς δὲ πεζῇ δι᾽ Ὠρειτῶν πορευόμενος, εἰς ἐσχάτην ἀπορίαν προήχθη, καὶ πλῆθος ἀνθρώπων ἀπώλεσε ‹τοσοῦτον›, ὥστε τῆς μαχίμου δυνάμεως μηδὲ τὸ τέταρτον ἐκ τῆς Ἰνδικῆς ἀπαγαγεῖν. [66.5] καίτοι δώδεκα μὲν μυριάδες ἦσαν οἱ πεζοί, τὸ δ᾽ ἱππικὸν εἰς μυρίους καὶ πεντακισχιλίους. [66.6] ἀλλὰ καὶ νόσοι χαλεπαὶ καὶ δίαιται πονηραὶ καὶ καύματα ξηρὰ καὶ πλείστους ὁ λιμὸς διέφθειρεν, ἄσπορον χώραν ἐπιόντας ἀνθρώπων κακοβίων, ὀλίγα καὶ ἀγεννῆ πρόβατα κεκτημένων, ἃ τοὺς θαλαττίους ἰχθῦς εἰθισμένα προσφέρεσθαι σάρκα μοχθηρὰν εἶχε καὶ δυσώδη. [66.7] μόλις οὖν ἐν ἡμέραις ἑξήκοντα ταύτην διελθὼν καὶ τῆς Γεδρωσίας ἁψάμενος, εὐθὺς ἐν ἀφθόνοις ἦν πᾶσι, τῶν ἔγγιστα σατραπῶν καὶ βασιλέων παρασκευασάντων.
[67.1] Ἀναλαβὼν οὖν ἐνταῦθα τὴν δύναμιν, ἐξώρμησε κώμῳ χρώμενος ἐφ᾽ ἡμέρας ἑπτὰ διὰ τῆς Καρμανίας. [67.2] αὐτὸν μὲν οὖν ἵπποι σχέδην ἐκόμιζον ὀκτώ, μετὰ τῶν ἑταίρων ὑπὲρ θυμέλης ἐν ὑψηλῷ καὶ περιφανεῖ πλαισίῳ πεπηγυίας εὐωχούμενον συνεχῶς ἡμέρας καὶ νυκτός· [67.3] ἅμαξαι δὲ παμπληθεῖς, αἱ μὲν ἁλουργοῖς καὶ ποικίλοις περιβολαίοις, αἱ δ᾽ ὕλης ἀεὶ προσφάτου καὶ χλωρᾶς σκιαζόμεναι κλάδοις, εἵποντο, τοὺς ἄλλους ἄγουσαι φίλους καὶ ἡγεμόνας, ἐστεφανωμένους καὶ πίνοντας. [67.4] εἶδες δ᾽ ἂν οὐ πέλτην, οὐ κράνος, οὐ σάρισαν, ἀλλὰ φιάλαις καὶ ῥυτοῖς καὶ θηρικλείοις παρὰ τὴν ὁδὸν ἅπασαν οἱ στρατιῶται κυαθίζοντες ἐκ πίθων μεγάλων καὶ κρατήρων ἀλλήλοις προέπινον, οἱ μὲν ἐν τῷ προάγειν ἅμα καὶ βαδίζειν, οἱ δὲ κατακείμενοι. [67.5] πολλὴ δὲ μοῦσα συρίγγων καὶ αὐλῶν ᾠδῆς τε καὶ ψαλμοῦ καὶ βακχεία γυναικῶν κατεῖχε πάντα τόπον. [67.6] τῷ δ᾽ ἀτάκτῳ καὶ πεπλανημένῳ τῆς πορείας παρείπετο [ταῖς φιάλαις] καὶ παιδιὰ βακχικῆς ὕβρεως, ὡς τοῦ θεοῦ παρόντος αὐτοῦ καὶ συμπαραπέμποντος τὸν κῶμον. [67.7] ἐπεὶ δ᾽ ἧκε τῆς Γεδρωσίας εἰς τὸ βασίλειον, αὖθις ἀνελάμβανε τὴν στρατιὰν πανηγυρίζων. [67.8] λέγεται δ᾽ αὐτὸν μεθύοντα θεωρεῖν ἀγῶνας χορῶν, τὸν δ᾽ ἐρώμενον Βαγώαν χορεύοντα νικῆσαι καὶ κεκοσμημένον διὰ τοῦ θεάτρου παρελθόντα καθίσαι παρ᾽ αὐτόν· ἰδόντας δὲ τοὺς Μακεδόνας κροτεῖν καὶ βοᾶν φιλῆσαι κελεύοντας, ἄχρι οὗ περιβαλὼν κατεφίλησεν.


[66.1] Η κάθοδος προς τη θάλασσα μέσα από τα ποτάμια κράτησε εφτά μήνες. Μπαίνοντας με τα σκάφη στον Ωκεανό, έπλευσε προς ένα νησί, που ο ίδιος ονόμασε Σκιλλούστιν, ενώ άλλοι Ψιλτούκιν. [66.2] Αφού αποβιβάστηκε εδώ, έκανε θυσίες στους θεούς και διερεύνησε τη φύση του πελάγους και της παραλίας σε όση έκταση ήταν αυτό εφικτό. Στη συνέχεια ευχήθηκε να μην υπερβεί ύστερα από αυτόν κανένας άνθρωπος τα όρια της εκστρατείας του και γύρισε πίσω. [66.3] Έδωσε διαταγή να πλεύσει ο στόλος κατά μήκος των ακτών, έχοντας στα δεξιά την Ινδία· αρχηγό του στόλου διόρισε τον Νέαρχο και αρχικυβερνήτη τον Ονησίκριτο. [66.4] Ο ίδιος, προχωρώντας από τη στεριά μέσα από τη χώρα των Ωρειτών, βρέθηκε σε έσχατη δυσκολία και έχασε τόσο πολλούς άνδρες, ώστε από τη μάχιμη δύναμη να μη βγάλει από την Ινδία ούτε το ένα τέταρτο. [66.5] Και όμως, το πεζικό ήταν εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες και το ιππικό περίπου δεκαπέντε χιλιάδες. [66.6] Αλλά και αρρώστιες βαριές, κακή διατροφή, ο καύσωνας με την ξηρασία και η πείνα εξολόθρευσαν πάρα πολλούς, καθώς περνούσαν μέσα από περιοχές χέρσες ανθρώπων στερημένων, που είχαν στην κατοχή τους λίγα ψωριάρικα πρόβατα, που, συνηθισμένα να τρώνε ψάρια από τη θάλασσα, είχαν κρέας απαίσιο που βρομούσε. [66.7] Αφού με μεγάλη ταλαιπωρία πέρασε τη χώρα σε εξήντα ημέρες και έφτασε στη Γεδρωσία, βρέθηκε αμέσως σε αφθονία σε όλα, αφού τα είχαν ετοιμάσει οι σατράπες και οι βασιλείς των πιο κοντινών περιοχών.
[67.1] Αφού ξεκούρασε λοιπόν εδώ τον στρατό του, ξεκίνησε την πορεία με γλέντια και εορταστικούς πανηγυρισμούς για εφτά ημέρες μέσα από την Καρμανία. [67.2] Τον ίδιο με τους εταίρους μετέφεραν αργά οχτώ άλογα, ανεβασμένο σε μια θέση πάνω σε ένα πλαίσιο ψηλό και περίοπτο, όπου για εφτά μερόνυχτα έτρωγε συνεχώς και έπινε. [67.3] Ακολουθούσαν αμέτρητες άμαξες, άλλες με κόκκινα και πολύχρωμα καλύμματα, άλλες σκεπασμένες με χλωρά και συνεχώς φρεσκοκομμένα κλαδιά, μεταφέροντας φίλους και αρχηγούς, που φορούσαν στεφάνια και έπιναν. [67.4] Ήταν αδύνατο να δεις πέλτη, περικεφαλαία και σάρισα, αλλά σε όλη τη διαδρομή οι στρατιώτες, αντλώντας κρασί από μεγάλα πιθάρια και κρατήρες με φιάλες, ποτήρια και μεγάλες κύλικες, έκαναν προπόσεις μεταξύ τους, άλλοι προχωρώντας και βαδίζοντας, άλλοι ξαπλωμένοι στο έδαφος. [67.5] Σε όλη την περιοχή κυριαρχούσε πολλή μουσική από φλογέρες, αυλούς, τραγούδια και ψαλμούς και βακχικοί χοροί γυναικών. [67.6] Τον άτακτο και περιφερόμενο τρόπο πορείας ακολουθούσαν και παιχνίδια βακχικής μανίας, σαν να ήταν παρών ο ίδιος ο θεός Βάκχος και καθοδηγούσε τη διασκέδαση. [67.7] Φτάνοντας στα ανάκτορα της Γεδρωσίας, ξεκούρασε το στράτευμα με πανηγύρια. [67.8] Λένε πως παρακολουθούσε μεθυσμένος αγώνες χορών και, καθώς ο αγαπημένος του Βαγώας είχε νικήσει στον χορό, διέσχισε στολισμένος το θέατρο και κάθισε δίπλα του. Βλέποντας αυτό, οι Μακεδόνες χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν προτρέποντάς τον να τον φιλήσει, μέχρι που τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε.