[66.1] Η κάθοδος προς τη θάλασσα μέσα από τα ποτάμια κράτησε εφτά μήνες. Μπαίνοντας με τα σκάφη στον Ωκεανό, έπλευσε προς ένα νησί, που ο ίδιος ονόμασε Σκιλλούστιν, ενώ άλλοι Ψιλτούκιν. [66.2] Αφού αποβιβάστηκε εδώ, έκανε θυσίες στους θεούς και διερεύνησε τη φύση του πελάγους και της παραλίας σε όση έκταση ήταν αυτό εφικτό. Στη συνέχεια ευχήθηκε να μην υπερβεί ύστερα από αυτόν κανένας άνθρωπος τα όρια της εκστρατείας του και γύρισε πίσω. [66.3] Έδωσε διαταγή να πλεύσει ο στόλος κατά μήκος των ακτών, έχοντας στα δεξιά την Ινδία· αρχηγό του στόλου διόρισε τον Νέαρχο και αρχικυβερνήτη τον Ονησίκριτο. [66.4] Ο ίδιος, προχωρώντας από τη στεριά μέσα από τη χώρα των Ωρειτών, βρέθηκε σε έσχατη δυσκολία και έχασε τόσο πολλούς άνδρες, ώστε από τη μάχιμη δύναμη να μη βγάλει από την Ινδία ούτε το ένα τέταρτο. [66.5] Και όμως, το πεζικό ήταν εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες και το ιππικό περίπου δεκαπέντε χιλιάδες. [66.6] Αλλά και αρρώστιες βαριές, κακή διατροφή, ο καύσωνας με την ξηρασία και η πείνα εξολόθρευσαν πάρα πολλούς, καθώς περνούσαν μέσα από περιοχές χέρσες ανθρώπων στερημένων, που είχαν στην κατοχή τους λίγα ψωριάρικα πρόβατα, που, συνηθισμένα να τρώνε ψάρια από τη θάλασσα, είχαν κρέας απαίσιο που βρομούσε. [66.7] Αφού με μεγάλη ταλαιπωρία πέρασε τη χώρα σε εξήντα ημέρες και έφτασε στη Γεδρωσία, βρέθηκε αμέσως σε αφθονία σε όλα, αφού τα είχαν ετοιμάσει οι σατράπες και οι βασιλείς των πιο κοντινών περιοχών. [67.1] Αφού ξεκούρασε λοιπόν εδώ τον στρατό του, ξεκίνησε την πορεία με γλέντια και εορταστικούς πανηγυρισμούς για εφτά ημέρες μέσα από την Καρμανία. [67.2] Τον ίδιο με τους εταίρους μετέφεραν αργά οχτώ άλογα, ανεβασμένο σε μια θέση πάνω σε ένα πλαίσιο ψηλό και περίοπτο, όπου για εφτά μερόνυχτα έτρωγε συνεχώς και έπινε. [67.3] Ακολουθούσαν αμέτρητες άμαξες, άλλες με κόκκινα και πολύχρωμα καλύμματα, άλλες σκεπασμένες με χλωρά και συνεχώς φρεσκοκομμένα κλαδιά, μεταφέροντας φίλους και αρχηγούς, που φορούσαν στεφάνια και έπιναν. [67.4] Ήταν αδύνατο να δεις πέλτη, περικεφαλαία και σάρισα, αλλά σε όλη τη διαδρομή οι στρατιώτες, αντλώντας κρασί από μεγάλα πιθάρια και κρατήρες με φιάλες, ποτήρια και μεγάλες κύλικες, έκαναν προπόσεις μεταξύ τους, άλλοι προχωρώντας και βαδίζοντας, άλλοι ξαπλωμένοι στο έδαφος. [67.5] Σε όλη την περιοχή κυριαρχούσε πολλή μουσική από φλογέρες, αυλούς, τραγούδια και ψαλμούς και βακχικοί χοροί γυναικών. [67.6] Τον άτακτο και περιφερόμενο τρόπο πορείας ακολουθούσαν και παιχνίδια βακχικής μανίας, σαν να ήταν παρών ο ίδιος ο θεός Βάκχος και καθοδηγούσε τη διασκέδαση. [67.7] Φτάνοντας στα ανάκτορα της Γεδρωσίας, ξεκούρασε το στράτευμα με πανηγύρια. [67.8] Λένε πως παρακολουθούσε μεθυσμένος αγώνες χορών και, καθώς ο αγαπημένος του Βαγώας είχε νικήσει στον χορό, διέσχισε στολισμένος το θέατρο και κάθισε δίπλα του. Βλέποντας αυτό, οι Μακεδόνες χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν προτρέποντάς τον να τον φιλήσει, μέχρι που τον αγκάλιασε και τον καταφίλησε.
|