171. Το αγοράκι και ο κόρακας. [171.1] Ήταν κάποτε μια μάνα που ζήτησε να της πουν τη μοίρα του μικρού παιδιού της — αυτό ήταν νήπιο ακόμη τότε. Οι μάντεις, λοιπόν, προφήτεψαν ότι το παιδί είναι γραφτό να το σκοτώσει κόρακας. Η γυναίκα βέβαια τρόμαξε πολύ με τούτο. Γι᾽ αυτό έφτιαξε ένα μεγάλο κιβώτιο και έκλεισε εκεί μέσα το παιδί, ώστε να το προφυλάξει από τα κοράκια, μην τυχόν πέσει πάνω του κανένα και το σκοτώσει. Φυσικά, σε τακτά διαστήματα η μάνα άνοιγε ανελλιπώς το κιβώτιο και τάιζε το παιδάκι της, όσο χρειαζόταν για να συντηρηθεί. Μια φορά, που λέτε, ξεσκέπασε το κιβώτιο ως συνήθως, και μετά πήγε να τοποθετήσει ξανά το καπάκι. Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή το παιδάκι έκανε να ξεμυτίσει λίγο από το κουτί, δίχως να προσέξει. Έτσι συνέβη το μοιραίο: ο γάντζος από το σκέπασμα (που σε εκείνα τα μέρη τον αποκαλούν «κόρακα») μπήχτηκε μέσα στο μέτωπο του μωρού και το σκότωσε. Το δίδαγμα του μύθου: Το πεπρωμένο δεν μπορείς να το πολεμήσεις. 172. Οι μέλισσες και ο Δίας. [172.1] Μια φορά και έναν καιρό οι μέλισσες άρχισαν να τσιγκουνεύονται το μέλι τους και δεν ήθελαν να τους το παίρνουν οι άνθρωποι. Πήγαν λοιπόν στον Δία και τον παρακάλεσαν να δώσει στα κεντριά τους τέτοια δύναμη, ώστε άμα τσιμπήσουν κανέναν με δαύτα, την ώρα που κάνει να ζυγώσει την κυψέλη τους, ο λεγάμενος αμέσως να πεθαίνει. Φυσικά, ο θεός άναψε και κόρωσε από θυμό, βλέποντας την τόση κακοήθειά τους. Τις κανόνισε όμως καλά: φρόντισε κάθε φορά που θα τσιμπάνε κάποιον, να τους βγαίνει το κεντρί, και μαζί με αυτό να χάνουν και τη ζωή τους. Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κακοήθεις ανθρώπους, που υπομένουν και οι ίδιοι ζημιές. 173. Οι τσαρλατάνοι. [173.1] Ήταν μια παρέα από τσαρλατάνους ιερείς της Κυβέλης, που τριγυρνούσαν από δω και από κει. Αυτοί, που λέτε, είχαν ένα γαϊδούρι στην κατοχή τους, πάνω στο οποίο φόρτωναν συνήθως τα συμπράγκαλά τους όταν πήγαιναν περιοδεία. Μια μέρα, όμως, το γαϊδούρι ψόφησε από την κούραση. Τότε οι τσαρλατάνοι το έγδαραν και από το τομάρι του φτιάξανε ταμπούρλα, που τα πήραν μετά και τα βάραγαν στις τελετές τους. Μετά από λίγο καιρό τους συνάντησαν κάτι άλλοι τέτοιοι περιπλανώμενοι τσαρλατάνοι και τους ρωτούσαν τί απέγινε το γαϊδούρι τους. Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Ψόφησε βέβαια, μα έγνοια σας, τον κανονίσαμε για τα καλά: έκτοτε τρώει τόσο ξύλο, όσο δεν βάσταξε σε όλη του τη ζωή». Έτσι συμβαίνει και με μερικούς δούλους: Ακόμη και αν απελευθερωθούν, και πάλι δεν γλιτώνουν από τις διαταγές του αφεντικού. 174. Οι ποντικοί και οι νυφίτσες. [174.1] Μια φορά και έναν καιρό, οι ποντικοί έκαναν πόλεμο με τις νυφίτσες και έχαναν συνέχεια. Συγκάλεσαν λοιπόν συμβούλιο για να συσκεφθούν, και υπέθεσαν ότι οι ήττες τους οφείλονταν στην έλλειψη ηγεσίας. Επομένως, διάλεξαν μερικούς από ανάμεσά τους και τους ψήφισαν για στρατηγούς. Αυτοί οι στρατηγοί, που λέτε, ήθελαν να έχουν πιο εντυπωσιακή εμφάνιση από τους υπόλοιπους· γι᾽ αυτό κατασκεύασαν ο καθένας από ένα ζευγάρι κέρατα και τα προσάρμοσαν στα κεφάλια τους. Κατόπιν ξέσπασε εκ νέου μάχη, και πάλι νικήθηκαν οι ποντικοί κατά κράτος. Κοιτάξτε όμως τί έγινε αυτή τη φορά: Όλα τα άλλα ποντίκια έτρεξαν να βρουν καταφύγιο στα λαγούμια τους, και φυσικά χώθηκαν εύκολα μέσα. Έλα όμως που οι στρατηγοί δεν χωρούσαν να μπουν — τους εμπόδιζαν τα κέρατα, βλέπετε. Έτσι τους έπιασαν οι νυφίτσες και τους κατασπάραξαν. Δίδαγμα: Η ματαιοδοξία πολύ συχνά προξενεί συμφορές. Άλλη, συντομότερη παραλλαγή [174.1b] Οι νυφίτσες και οι ποντικοί έκαναν πόλεμο σαν άσπονδοι εχθροί. Οι ποντικοί, που λέτε, έφτιαξαν ακόντια και άρματα από κάτι άχυρα και πήγαν με αυτά να διεξαγάγουν τη μάχη. Οι νυφίτσες τότε όρμησαν κατευθείαν επάνω τους. Όπου φύγει φύγει, λοιπόν, τα ποντίκια· όταν όμως προσπάθησαν να χωθούν πίσω στις τρύπες τους, δεν μπορούσαν να μπουν, διότι είχαν τα άχυρα που τους εμπόδιζαν. Έτσι δεν κατόρθωσαν να κρυφτούν, και οι νυφίτσες τούς λιανίσανε. Δίδαγμα: Άμα κανείς δεν έχει δύναμη, δεν πρέπει να κάνει πολέμους. 175. Το μυρμήγκι. [175.1] Το μυρμήγκι, όπως το ξέρουμε σήμερα, ήταν άνθρωπος τα παλιά τα χρόνια και καταπιανόταν τότε με τη γεωργία. Έλα όμως που δεν του αρκούσαν οι καρποί των δικών του κόπων: αντίθετα, εποφθαλμιούσε και τα πράγματα των άλλων και συνέχεια έκλεβε από τη συγκομιδή των γειτόνων του. Τελικά ο Δίας αγανάκτησε με την τόση πλεονεξία του ανθρώπου και για τιμωρία τον μεταμόρφωσε σε τούτο το ζωύφιο που αποκαλούμε σήμερα μυρμήγκι. Ο κυρ-μέρμηγκας άλλαξε βέβαια τη μορφή του, όχι όμως και τις τάσεις του χαρακτήρα του. Γι᾽ αυτό μέχρι σήμερα τριγυρνάει στα χωράφια και μαζεύει σπυριά σιτάρι και κριθάρι από τα αλώνια, για να τα αποθηκεύσει ο ίδιος. Το δίδαγμα του μύθου: Αυτοί που είναι εκ φύσεως αχρείοι δεν αλλάζουν χαρακτήρα, όσο σκληρά και να τους τιμωρήσεις.
|