Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.208.1-1.214.5)

[1.208.1] Γνῶμαι μὲν αὗται συνέστασαν, Κῦρος δὲ μετεὶς τὴν προτέρην γνώμην, τὴν Κροίσου δὲ ἑλόμενος προηγόρευε Τομύρι ἐξαναχωρέειν ὡς αὐτοῦ διαβησομένου ἐπ᾽ ἐκείνην. ἡ μὲν δὴ ἐξανεχώρεε κατὰ ὑπέσχετο πρῶτα. Κῦρος δὲ Κροῖσον ἐς τὰς χεῖρας ἐσθεὶς τῷ ἑωυτοῦ παιδὶ Καμβύσῃ, τῷ περ τὴν βασιληίην ἐδίδου, καὶ πολλὰ ἐντειλάμενός οἱ τιμᾶν τε αὐτὸν καὶ εὖ ποιέειν, ἢν ἡ διάβασις ἡ ἐπὶ Μασσαγέτας μὴ ὀρθωθῇ, ταῦτα ἐντειλάμενος καὶ ἀποστείλας τούτους ἐς Πέρσας αὐτὸς διέβαινε τὸν ποταμὸν καὶ ὁ στρατὸς αὐτοῦ. [1.209.1] ἐπείτε δὲ ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα, νυκτὸς ἐπελθούσης εἶδε ὄψιν εὕδων ἐν τῶν Μασσαγετέων τῇ χώρῃ τοιήνδε· ἐδόκεε ὁ Κῦρος ἐν τῷ ὕπνῳ ὁρᾶν τῶν Ὑστάσπεος παίδων τὸν πρεσβύτατον ἔχοντα ἐπὶ τῶν ὤμων πτέρυγας καὶ τουτέων τῇ μὲν τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν. [1.209.2] Ὑστάσπεϊ δὲ τῷ Ἀρσάμεος, ἐόντι ἀνδρὶ Ἀχαιμενίδῃ, ἦν τῶν παίδων Δαρεῖος πρεσβύτατος, ἐὼν τότε ἡλικίην ἐς εἴκοσί κου μάλιστα ἔτεα, καὶ οὗτος κατελέλειπτο ἐν Πέρσῃσι· οὐ γὰρ εἶχέ κω ἡλικίην στρατεύεσθαι. [1.209.3] ἐπεὶ ὦν δὴ ἐξηγέρθη ὁ Κῦρος, ἐδίδου λόγον ἑωυτῷ περὶ τῆς ὄψιος. ὡς δέ οἱ ἐδόκεε μεγάλη εἶναι ἡ ὄψις, καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε· Ὕστασπες, παῖς σὸς ἐπιβουλεύων ἐμοί τε καὶ τῇ ἐμῇ ἀρχῇ ἑάλωκε· ὡς δὲ ταῦτα ἀτρεκέως οἶδα, ἐγὼ σημανέω. [1.209.4] ἐμεῦ θεοὶ κήδονται καί μοι πάντα προδεικνύουσι τὰ ἐπιφερόμενα· ἤδη ὦν ἐν τῇ παροιχομένῃ νυκτὶ εὕδων εἶδον τῶν σῶν παίδων τὸν πρεσβύτατον ἔχοντα ἐπὶ τῶν ὤμων πτέρυγας καὶ τουτέων τῇ μὲν τὴν Ἀσίην, τῇ δὲ τὴν Εὐρώπην ἐπισκιάζειν. [1.209.5] οὐκ ὦν ἔστι μηχανὴ ἀπὸ τῆς ὄψιος ταύτης οὐδεμία τὸ μὴ οὐ κεῖνον ἐπιβουλεύειν ἐμοί. σὺ τοίνυν τὴν ταχίστην πορεύεο ὀπίσω ἐς Πέρσας καὶ ποίεε ὅκως, ἐπεὰν ἐγὼ τάδε καταστρεψάμενος ἔλθω ἐκεῖ, ὥς μοι καταστήσεις τὸν παῖδα ἐς ἔλεγχον. [1.210.1] Κῦρος μὲν δοκέων οἱ Δαρεῖον ἐπιβουλεύειν ἔλεγε τάδε· τῷ δὲ ὁ δαίμων προέφαινε ὡς αὐτὸς μὲν τελευτήσειν αὐτοῦ ταύτῃ μέλλοι, ἡ δὲ βασιληίη αὐτοῦ περιχωρέοι ἐς Δαρεῖον. [1.210.2] ἀμείβεται δὴ ὦν ὁ Ὑστάσπης τοισίδε· Ὦ βασιλεῦ, μὴ εἴη ἀνὴρ Πέρσης γεγονὼς ὅστις τοι ἐπιβουλεύσειε, εἰ δ᾽ ἔστι, ἀπόλοιτο ὡς τάχιστα· ὃς ἀντὶ μὲν δούλων ἐποίησας ἐλευθέρους Πέρσας εἶναι, ἀντὶ δὲ ἄρχεσθαι ὑπ᾽ ἄλλων ἄρχειν ἁπάντων. [1.210.3] εἰ δέ τίς τοι ὄψις ἀπαγγέλλει παῖδα τὸν ἐμὸν νεώτερα βουλεύειν περὶ σέο, ἐγώ τοι παραδίδωμι χρᾶσθαι αὐτῷ τοῦτο ὅ τι σὺ βούλεαι. Ὑστάσπης μὲν τούτοισι ἀμειψάμενος καὶ διαβὰς τὸν Ἀράξην ἤιε ἐς Πέρσας φυλάξων Κύρῳ τὸν παῖδα Δαρεῖον. [1.211.1] Κῦρος δὲ προελθὼν ἀπὸ τοῦ Ἀράξεω ἡμέρης ὁδὸν ἐποίεε τὰς Κροίσου ὑποθήκας. [1.211.2] μετὰ δὲ ταῦτα Κύρου τε καὶ Περσέων τοῦ καθαροῦ στρατοῦ ἀπελάσαντος ὀπίσω ἐπὶ τὸν Ἀράξεα, λειφθέντος δὲ τοῦ ἀχρηίου, ἐπελθοῦσα τῶν Μασσαγετέων τριτημορὶς τοῦ στρατοῦ τούς τε λειφθέντας τῆς Κύρου στρατιῆς ἐφόνευε ἀλεξομένους καὶ τὴν προκειμένην ἰδόντες δαῖτα, ὡς ἐχειρώσαντο τοὺς ἐναντίους, κλιθέντες ἐδαίνυντο, πληρωθέντες δὲ φορβῆς καὶ οἴνου ηὗδον. [1.211.3] οἱ δὲ Πέρσαι ἐπελθόντες πολλοὺς μέν σφεων ἐφόνευσαν, πολλῷ δ᾽ ἔτι πλεῦνας ἐζώγρησαν, καὶ ἄλλους καὶ τὸν τῆς βασιλείης Τομύριος παῖδα, στρατηγέοντα Μασσαγετέων, τῷ οὔνομα ἦν Σπαργαπίσης. [1.212.1] ἡ δὲ πυθομένη τά τε περὶ τὴν στρατιὴν γεγονότα καὶ τὰ περὶ τὸν παῖδα πέμπουσα κήρυκα παρὰ Κῦρον ἔλεγε τάδε· [1.212.2] Ἄπληστε αἵματος Κῦρε, μηδὲν ἐπαρθῇς τῷ γεγονότι τῷδε πρήγματι, εἰ ἀμπελίνῳ καρπῷ, τῷ περ αὐτοὶ ἐμπιπλάμενοι μαίνεσθε οὕτως ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλέειν ὑμῖν ἔπεα κακά, τοιούτῳ φαρμάκῳ δολώσας ἐκράτησας παιδὸς τοῦ ἐμοῦ, ἀλλ᾽ οὐ μάχῃ κατὰ τὸ καρτερόν. [1.212.3] νῦν ὦν ἐμεῦ εὖ παραινεούσης ὑπόλαβε τὸν λόγον· ἀποδούς μοι τὸν παῖδα ἄπιθι ἐκ τῆσδε τῆς χώρης ἀζήμιος, Μασσαγετέων τριτημορίδι τοῦ στρατοῦ κατυβρίσας· εἰ δὲ ταῦτα οὐ ποιήσεις, ἥλιον ἐπόμνυμί τοι τὸν Μασσαγετέων δεσπότην, ἦ μέν σε ἐγὼ καὶ ἄπληστον ἐόντα αἵματος κορέσω. [1.213.1] Κῦρος μὲν ἐπέων οὐδένα τούτων ἀνενειχθέντων ἐποιέετο λόγον, ὁ δὲ τῆς βασιλείης Τομύριος παῖς Σπαργαπίσης, ὥς μιν ὅ τε οἶνος ἀνῆκε καὶ ἔμαθε ἵνα ἦν κακοῦ, δεηθεὶς Κύρου ἐκ τῶν δεσμῶν λυθῆναι ἔτυχε, ὡς δὲ ἐλύθη τε τάχιστα καὶ τῶν χειρῶν ἐκράτησε, διεργάζεται ἑωυτόν. [1.214.1] καὶ δὴ οὗτος μὲν τρόπῳ τοιούτῳ τελευτᾷ. Τόμυρις δέ, ὥς οἱ Κῦρος οὐκ ἐσήκουσε, συλλέξασα πᾶσαν τὴν ἑωυτῆς δύναμιν συνέβαλε Κύρῳ. ταύτην τὴν μάχην, ὅσαι δὴ βαρβάρων ἀνδρῶν μάχαι ἐγένοντο, κρίνω ἰσχυροτάτην γενέσθαι, καὶ δὴ καὶ πυνθάνομαι οὕτω τοῦτο γενόμενον. [1.214.2] πρῶτα μὲν γὰρ λέγεται αὐτοὺς διαστάντας ἐς ἀλλήλους τοξεύειν, μετὰ δέ, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο, συμπεσόντας τῇσι αἰχμῇσί τε καὶ τοῖσι ἐγχειριδίοισι συνέχεσθαι. χρόνον τε δὴ ἐπὶ πολλὸν συνεστάναι μαχομένους καὶ οὐδετέρους ἐθέλειν φεύγειν· τέλος δὲ οἱ Μασσαγέται περιεγένοντο. [1.214.3] ἥ τε δὴ πολλὴ τῆς Περσικῆς στρατιῆς αὐτοῦ ταύτῃ διεφθάρη καὶ δὴ καὶ αὐτὸς Κῦρος τελευτᾷ, βασιλεύσας τὰ πάντα ἑνὸς δέοντα τριήκοντα ἔτεα. [1.214.4] ἀσκὸν δὲ πλήσασα αἵματος ἀνθρωπηίου Τόμυρις ἐδίζητο ἐν τοῖσι τεθνεῶσι τῶν Περσέων τὸν Κύρου νέκυν, ὡς δὲ εὗρε, ἐναπῆκε αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν· λυμαινομένη δὲ τῷ νεκρῷ ἐπέλεγε τάδε· [1.214.5] Σὺ μὲν ἐμὲ ζώουσάν τε καὶ νικῶσάν σε μάχῃ ἀπώλεσας παῖδα τὸν ἐμὸν ἑλὼν δόλῳ· σὲ δ᾽ ἐγώ, κατά περ ἠπείλησα, αἵματος κορέσω. τὰ μὲν δὴ κατὰ τὴν Κύρου τελευτὴν τοῦ βίου πολλῶν λόγων λεγομένων ὅδε μοι ὁ πιθανώτατος εἴρηται.

[1.208.1] Αυτές οι δύο γνώμες ακούστηκαν, κι ο Κύρος απορρίπτοντας την πρώτη πρόταση προτίμησε τη δεύτερη του Κροίσου. Ειδοποίησε λοιπόν την Τόμυρη να τραβηχτεί προς τα πίσω, γιατί σχεδίαζε να περάσει το ποτάμι κι έτσι να χτυπηθεί μαζί της. Εκείνη αποτραβήχτηκε, όπως εξάλλου το είχε υποσχεθεί από την αρχή. Ο Κύρος τότε εμπιστεύθηκε πρώτα τον Κροίσο στα χέρια του γιου του, του Καμβύση, που τον όρισε διάδοχό του βασιλιά και του άφησε πολλές παραγγελίες να τιμά τον Κροίσο και να του φέρνεται καλά, για την περίπτωση που το πέρασμα και η εισβολή στη χώρα των Μασσαγετών δε θα ευοδωνόταν. Ύστερα από τις παραγγελίες, αυτούς τους δύο τούς έστειλε πίσω στην Περσία, ενώ ο ίδιος και ο στρατός του άρχισαν να περνούν τον ποταμό.
[1.209.1] Όταν πια πέρασε ο Κύρος τον Αράξη, είχε κιόλας νυχτώσει, κι έπεσε να κοιμηθεί στη χώρα των Μασσαγετών, όπου όμως είδε το ακόλουθο όνειρο: Του φάνηκε του Κύρου πως είδε στον ύπνο του τον μεγαλύτερο από τους γιους του Υστάσπη να έχει στους ώμους του φτερούγες, και η μία να ρίχνει τη σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη. [1.209.2] Ο μεγαλύτερος από τους γιους του Υστάσπη, γιου του Αρσάμη, από τη γενιά των Αχαιμενιδών, ήταν ο Δαρείος, ηλικίας τότε περίπου είκοσι χρόνων, που είχε μείνει πίσω στην Περσία· γιατί δεν ήταν ακόμη σε ηλικία για στρατιώτης. [1.209.3] Όταν λοιπόν σηκώθηκε από τον ύπνο ο Κύρος, συλλογιζόταν μόνος του το όνειρο. Και έτσι που το όνειρο του εφάνη βαρυσήμαντο, φώναξε τον Υστάσπη και παίρνοντάς τον κατά μόνας τού είπε: «Υστάσπη, έπιασα το γιο σου να επιβουλεύεται κι εμένα και τη βασιλεία μου· το πώς το ξέρω αυτό ασφαλώς, να σου τω πω: [1.209.4] Εμένα με προστατεύουν οι θεοί, κι ό,τι κακό είναι να ᾽ρθει, όλα μού τα προμαντεύουν. Έτσι λοιπόν χθες βράδυ στον ύπνο μου είδα τον μεγαλύτερό σου γιο να έχει στους ώμους του φτερούγες, που η μια τους έριχνε τη σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη. [1.209.5] Ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, δεν υπάρχει κανένα απολύτως ενδεχόμενο να μη με επιβουλεύεται ο γιος σου. Γι᾽ αυτό λοιπόν γύρισε το γρηγορότερο πίσω στην Περσία και κανόνισε τα πράγματα έτσι, που όταν εγώ υποτάξω τη χώρα αυτή και επιστρέψω εκεί, να μου παρουσιάσεις το γιο σου για ανάκριση».
[1.210.1] Έτσι μιλούσε ο Κύρος, πιστεύοντας πως ο Δαρείος συνωμοτούσε εναντίον του, ενώ στην πραγματικότητα κάποιος θεός τού προμάντευε ότι του ίδιου τού έμελλε να πεθάνει εκεί στα ξένα, ενώ η βασιλεία θα περνούσε στα χέρια του Δαρείου. [1.210.2] Ωστόσο ο Υστάσπης τού αποκρίθηκε μ᾽ αυτά τα λόγια: «Βασιλιά μου, εύχομαι να μην έχει γεννηθεί κανένας Πέρσης που θα σε επιβουλευόταν· αν όμως υπάρχει, τότε να αφανιστεί το γρηγορότερο. Εσένα, που από δούλους έκανες τους Πέρσες να ζουν ελεύθεροι, κι αντί να τους ορίζουν άλλοι, αυτοί να ορίζουν όλο τον κόσμο! [1.210.3] Αν πράγματι κάποιο όνειρο σου προμαντεύει ότι ο γιος μου συνωμοτεί εναντίον σου, εγώ σ᾽ τον παραδίνω, και εσύ κάνε τον ό,τι θέλεις». Έτσι αποκρίθηκε ο Υστάσπης, και περνώντας τον Αράξη τράβηξε για την Περσία, για να κρατήσει το γιο του τον Δαρείο στη διάθεση του Κύρου.
[1.211.1] Στο μεταξύ ο Κύρος προχώρησε από τον Αράξη μιας μέρας δρόμο και ακολούθησε τις υποδείξεις του Κροίσου. [1.211.2] Ύστερα, όταν ο Κύρος και το μάχιμο τμήμα του περσικού στρατού τραβήχτηκαν πίσω στον Αράξη, ενώ εκεί έμειναν μόνο οι άχρηστοι στρατιώτες, όρμησαν πάνω τους οι Μασσαγέτες, έσφαξαν τους στρατιώτες που είχε αφήσει πίσω του ο Κύρος, παρόλο που αυτοί αντιστάθηκαν, και κατόπιν βλέποντας μπρος τους στρωμένο το τραπέζι (αφού πια είχαν εξολοθρεύσει τους αντιπάλους τους) κάθισαν κι άρχισαν το φαγοπότι· κι όταν πια γέμισε η κοιλιά τους από φαΐ και κρασί το έριξαν στον ύπνο. [1.211.3] Μα τότε έκαναν οι Πέρσες επίθεση και πολλούς από αυτούς τους έσφαξαν, ακόμη όμως περισσότερους τους έπιασαν αιχμαλώτους, ανάμεσα μάλιστα στους άλλους και το γιο της βασίλισσας Τόμυρης, που ήταν αρχηγός του στρατού των Μασσαγετών και ονομαζόταν Σπαργαπίσης.
[1.212.1] Όταν η Τόμυρις έμαθε τί είχε πάθει ο στρατός της και ο γιος της, έστειλε στον Κύρο έναν κήρυκα, που του έλεγε τα εξής: [1.212.2] «Αιμοβόρε Κύρε, μην περηφανευτείς μ᾽ αυτό σου το κατόρθωμα, που χάρη στον καρπό του αμπελιού — αυτόν με τον οποίο οι ίδιοι φουσκώνετε και γίνεστε ωσάν τρελοί, έτσι που όταν το κρασί κατέβει στο στομάχι σας, ανεβαίνουν στη γλώσσα σας λόγια ντροπής· μην περηφανευτείς αν μ᾽ ένα τέτοιο δηλητήριο για δόλωμα νίκησες το γιο μου, κι όχι σε μάχη με τη δύναμή σου. [1.212.3] Τώρα λοιπόν θα σου δώσω μια καλή συμβουλή και πάρε υπόψη σου τα λόγια μου: Δώσ᾽ μου πίσω το γιο μου και φύγε από τη χώρα αυτή με το αζημίωτο, κι ας εξευτέλισες το ένα τρίτο από το στρατό των Μασσαγετών. Αν όμως δεν το κάνεις, ορκίζομαι στον Ήλιο, τον κύριο των Μασσαγετών, πως, κι αν είσαι αχόρταγος για αίμα, εγώ θα σε χορτάσω».
[1.213.1] Ο Κύρος στα λόγια αυτά που του είπανε δεν έδωσε καμιά σημασία. Όσο για το γιο της βασίλισσας Τόμυρης, τον Σπαργαπίση, μόλις συνήλθε από το κρασί και κατάλαβε τί συμφορά τον είχε βρει, ικέτευε τον Κύρο να του λύσει τα δεσμά, κι ο Κύρος το έκανε· όμως, ευθύς ως λύθηκε εκείνος από τα δεσμά του κι έμειναν τα χέρια του λεύτερα, αυτοκτονεί.
[1.214.1] Ο Σπαργαπίσης λοιπόν πεθαίνει μ᾽ αυτόν τον τρόπο που είπαμε. Και η Τόμυρις, επειδή ο Κύρος δεν άκουσε τη συμβουλή της, συγκέντρωσε όλη της τη στρατιωτική δύναμη και χτυπήθηκε με τον Κύρο. Αυτή η μάχη πιστεύω πως στάθηκε η πιο σκληρή από όσες μάχες έγιναν μεταξύ βαρβάρων. Και μάλιστα πληροφορούμαι πως εξελίχθηκε ως εξής: [1.214.2] Καταπώς λένε, στην αρχή κρατώντας οι αντίπαλοι απόσταση μεταξύ τους, έριχναν ο ένας στο άλλο βέλη· ύστερα, όταν τα βέλη τούς τελείωσαν, ήρθαν στα χέρια κι άρχισαν να χτυπιούνται με λόγχες και με μαχαίρια. Ώρα πολλή συμπλέκονταν και μάχονταν, κι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έλεγε να τραβηχτεί. Στο τέλος όμως νίκησαν οι Μασσαγέτες. [1.214.3] Έτσι αφανίστηκε στο πεδίο της μάχης το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στρατού, και το σπουδαιότερο: σκοτώνεται ο ίδιος ο Κύρος, ύστερα από βασιλεία που κράτησε συνολικά τριάντα χρόνια παρά ένα. [1.214.4] Η Τόμυρις τότε, έχοντας γεμίσει έναν ασκό με αίμα ανθρώπινο, έψαχνε ανάμεσα στους νεκρούς των Περσών το πτώμα του Κύρου, κι όταν το βρήκε, του βύθισε το κεφάλι μέσα στον ασκό, και ενώ κακοποιούσε τον νεκρό, του έλεγε ταυτοχρόνως τα παρακάτω λόγια: [1.214.5] «Εσύ μ᾽ αφάνισες εμένα, κι ας ζω κι ας σε έχω νικήσει στη μάχη, αφού έπιασες μ᾽ απάτη το γιο μου· εσένα λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου, σύμφωνα με τις απειλές μου, θα σε χορτάσω με αίμα». Ανάμεσα στα όσα λέγονται —και λέγονται πολλά— για το τέλος του Κύρου, ανέφερα την παράδοση που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο αξιόπιστη.