Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πρωταγόρας (359a-360e)

Οὕτω δὴ τούτων ὑποκειμένων, ἦν δ᾽ ἐγώ, Πρόδικέ τε καὶ Ἱππία, ἀπολογείσθω ἡμῖν Πρωταγόρας ὅδε ἃ τὸ πρῶτον ἀπεκρίνατο πῶς ὀρθῶς ἔχει — μὴ ἃ τὸ πρῶτον παντάπασι· τότε μὲν γὰρ δὴ πέντε ὄντων μορίων τῆς ἀρετῆς οὐδὲν ἔφη εἶναι τὸ ἕτερον οἷον τὸ ἕτερον, ἰδίαν δὲ αὑτοῦ ἕκαστον ἔχειν δύναμιν· ἀλλ᾽ οὐ ταῦτα λέγω, ἀλλ᾽ ἃ τὸ ὕστερον εἶπεν. τὸ γὰρ ὕστερον ἔφη τὰ μὲν τέτταρα ἐπιεικῶς παραπλήσια ἀλλήλοις [359b] εἶναι, τὸ δὲ ἓν πάνυ πολὺ διαφέρειν τῶν ἄλλων, τὴν ἀνδρείαν, γνώσεσθαι δέ μ᾽ ἔφη τεκμηρίῳ τῷδε· «Εὑρήσεις γάρ, ὦ Σώκρατες, ἀνθρώπους ἀνοσιωτάτους μὲν ὄντας καὶ ἀδικωτάτους καὶ ἀκολαστοτάτους καὶ ἀμαθεστάτους, ἀνδρειοτάτους δέ· ᾧ γνώσῃ ὅτι πολὺ διαφέρει ἡ ἀνδρεία τῶν ἄλλων μορίων τῆς ἀρετῆς.» καὶ ἐγὼ εὐθὺς τότε πάνυ ἐθαύμασα τὴν ἀπόκρισιν, καὶ ἔτι μᾶλλον ἐπειδὴ ταῦτα μεθ᾽ ὑμῶν διεξῆλθον. ἠρόμην δ᾽ οὖν τοῦτον εἰ τοὺς ἀνδρείους λέγοι θαρραλέους· ὁ δέ, «Καὶ [359c] ἴτας γ᾽,» ἔφη. μέμνησαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Πρωταγόρα, ταῦτα ἀποκρινόμενος; ― Ὡμολόγει. ― Ἴθι δή, ἔφην ἐγώ, εἰπὲ ἡμῖν, ἐπὶ τί λέγεις ἴτας εἶναι τοὺς ἀνδρείους; ἦ ἐφ᾽ ἅπερ οἱ δειλοί; ― Οὐκ ἔφη. ― Οὐκοῦν ἐφ᾽ ἕτερα. ― Ναί, ἦ δ᾽ ὅς. ― Πότερον οἱ μὲν δειλοὶ ἐπὶ τὰ θαρραλέα ἔρχονται, οἱ δὲ ἀνδρεῖοι ἐπὶ τὰ δεινά; ― Λέγεται δή, ὦ Σώκρατες, οὕτως ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. ― Ἀληθῆ, ἔφην ἐγώ, λέγεις· ἀλλ᾽ οὐ τοῦτο [359d] ἐρωτῶ, ἀλλὰ σὺ ἐπὶ τί φῂς ἴτας εἶναι τοὺς ἀνδρείους; ἆρ᾽ ἐπὶ τὰ δεινά, ἡγουμένους δεινὰ εἶναι, ἢ ἐπὶ τὰ μή; ― Ἀλλὰ τοῦτό γ᾽, ἔφη, ἐν οἷς σὺ ἔλεγες τοῖς λόγοις ἀπεδείχθη ἄρτι ὅτι ἀδύνατον. ― Καὶ τοῦτο, ἔφην ἐγώ, ἀληθὲς λέγεις· ὥστ᾽ εἰ τοῦτο ὀρθῶς ἀπεδείχθη, ἐπὶ μὲν ἃ δεινὰ ἡγεῖται εἶναι οὐδεὶς ἔρχεται, ἐπειδὴ τὸ ἥττω εἶναι ἑαυτοῦ ηὑρέθη ἀμαθία οὖσα. ― Ὡμολόγει. ― Ἀλλὰ μὴν ἐπὶ ἅ γε θαρροῦσι πάντες αὖ ἔρχονται, καὶ δειλοὶ καὶ ἀνδρεῖοι, καὶ ταύτῃ γε ἐπὶ τὰ αὐτὰ [359e] ἔρχονται οἱ δειλοί τε καὶ οἱ ἀνδρεῖοι. ― Ἀλλὰ μέντοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, πᾶν γε τοὐναντίον ἐστὶν ἐπὶ ἃ οἵ τε δειλοὶ ἔρχονται καὶ οἱ ἀνδρεῖοι. αὐτίκα εἰς τὸν πόλεμον οἱ μὲν ἐθέλουσιν ἰέναι, οἱ δὲ οὐκ ἐθέλουσιν. ― Πότερον, ἔφην ἐγώ, καλὸν ὂν ἰέναι ἢ αἰσχρόν; ― Καλόν, ἔφη. ― Οὐκοῦν εἴπερ καλόν, καὶ ἀγαθὸν ὡμολογήσαμεν ἐν τοῖς ἔμπροσθεν· τὰς γὰρ καλὰς πράξεις ἁπάσας ἀγαθὰς ὡμολογήσαμεν. ― Ἀληθῆ λέγεις, καὶ ἀεὶ ἔμοιγε δοκεῖ οὕτως. ― Ὀρθῶς γε, ἔφην ἐγώ. [360a] ἀλλὰ ποτέρους φῂς εἰς τὸν πόλεμον οὐκ ἐθέλειν ἰέναι, καλὸν ὂν καὶ ἀγαθόν; ― Τοὺς δειλούς, ἦ δ᾽ ὅς. ― Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἴπερ καλὸν καὶ ἀγαθόν, καὶ ἡδύ; ― Ὡμολόγηται γοῦν, ἔφη. ― Ἆρ᾽ οὖν γιγνώσκοντες οἱ δειλοὶ οὐκ ἐθέλουσιν ἰέναι ἐπὶ τὸ κάλλιόν τε καὶ ἄμεινον καὶ ἥδιον; ― Ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἐὰν ὁμολογῶμεν, ἔφη, διαφθεροῦμεν τὰς ἔμπροσθεν ὁμολογίας. ― Τί δ᾽ ὁ ἀνδρεῖος; οὐκ ἐπὶ τὸ κάλλιόν τε καὶ ἄμεινον καὶ ἥδιον ἔρχεται; ― Ἀνάγκη, ἔφη, ὁμολογεῖν. ― Οὐκοῦν ὅλως οἱ [360b] ἀνδρεῖοι οὐκ αἰσχροὺς φόβους φοβοῦνται, ὅταν φοβῶνται, οὐδὲ αἰσχρὰ θάρρη θαρροῦσιν; ― Ἀληθῆ, ἔφη. ― Εἰ δὲ μὴ αἰσχρά, ἆρ᾽ οὐ καλά; ― Ὡμολόγει. ― Εἰ δὲ καλά, καὶ ἀγαθά; ― Ναί. ― Οὐκοῦν καὶ οἱ δειλοὶ καὶ οἱ θρασεῖς καὶ οἱ μαινόμενοι τοὐναντίον αἰσχρούς τε φόβους φοβοῦνται καὶ αἰσχρὰ θάρρη θαρροῦσιν; ― Ὡμολόγει. ― Θαρροῦσιν δὲ τὰ αἰσχρὰ καὶ κακὰ δι᾽ ἄλλο τι ἢ δι᾽ ἄγνοιαν καὶ ἀμαθίαν; ― Οὕτως [360c] ἔχει, ἔφη. ― Τί οὖν; τοῦτο δι᾽ ὃ δειλοί εἰσιν οἱ δειλοί, δειλίαν ἢ ἀνδρείαν καλεῖς; ― Δειλίαν ἔγωγ᾽, ἔφη. ― Δειλοὶ δὲ οὐ διὰ τὴν τῶν δεινῶν ἀμαθίαν ἐφάνησαν ὄντες; ― Πάνυ γ᾽, ἔφη. ― Διὰ ταύτην ἄρα τὴν ἀμαθίαν δειλοί εἰσιν; ― Ὡμολόγει. ― Δι᾽ ὃ δὲ δειλοί εἰσιν, δειλία ὁμολογεῖται παρὰ σοῦ; ― Συνέφη. ― Οὐκοῦν ἡ τῶν δεινῶν καὶ μὴ δεινῶν ἀμαθία δειλία ἂν εἴη; ― Ἐπένευσε. ― Ἀλλὰ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐναντίον [360d] ἀνδρεία δειλίᾳ. ― Ἔφη. ― Οὐκοῦν ἡ τῶν δεινῶν καὶ μὴ δεινῶν σοφία ἐναντία τῇ τούτων ἀμαθίᾳ ἐστίν; ― Καὶ ἐνταῦθα ἔτι ἐπένευσεν. ― Ἡ δὲ τούτων ἀμαθία δειλία; ― Πάνυ μόγις ἐνταῦθα ἐπένευσεν. ― Ἡ σοφία ἄρα τῶν δεινῶν καὶ μὴ δεινῶν ἀνδρεία ἐστίν, ἐναντία οὖσα τῇ τούτων ἀμαθίᾳ; ― Οὐκέτι ἐνταῦθα οὔτ᾽ ἐπινεῦσαι ἠθέλησεν ἐσίγα τε. ― Καὶ ἐγὼ εἶπον· Τί δή, ὦ Πρωταγόρα, οὔτε σὺ φῂς ἃ ἐρωτῶ οὔτε ἀπόφῃς; ― Αὐτός, ἔφη, πέρανον. ― Ἕν γ᾽, ἔφην ἐγώ, μόνον [360e] ἐρόμενος ἔτι σέ, εἴ σοι ὥσπερ τὸ πρῶτον ἔτι δοκοῦσιν εἶναί τινες ἄνθρωποι ἀμαθέστατοι μέν, ἀνδρειότατοι δέ. ― Φιλονικεῖν μοι, ἔφη, δοκεῖς, ὦ Σώκρατες, τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον· χαριοῦμαι οὖν σοι, καὶ λέγω ὅτι ἐκ τῶν ὡμολογημένων ἀδύνατόν μοι δοκεῖ εἶναι.

Τότε είπα: Έχοντας λοιπόν υπόψη αυτά, Πρόδικε και Ιππία, ας υποστηρίξει ο Πρωταγόρας πού στηρίζει την ορθότητα της πρώτης του απάντησης· όχι βέβαια της πρώτης πρώτης, που μας είπε ότι η αρετή έχει πέντε μόρια και κανένα απ᾽ αυτά δεν είναι όμοιο με τ᾽ άλλα, αλλά ότι το καθένα τους έχει ξεχωριστή λειτουργία. Δεν εννοώ αυτή, αλλά εκείνη που έδωσε κατόπι. Γιατί κατόπι είπε ότι τα τέσσερα είναι πολύ όμοια μεταξύ τους, [359b] όμως το πέμπτο, η ανδρεία, παρουσιάζει μεγάλη διαφορά από τ᾽ άλλα. Και για να το καταλάβω αυτό μου έφερε το ακόλουθο επιχείρημα: Σωκράτη, μου είπε, θα συναντήσεις ανθρώπους ανόσιους και άδικους και αχαλίνωτους και άξεστους όσο δεν παίρνει — κι όμως εξαιρετικά ανδρείους. Απ᾽ αυτό θα καταλάβεις ότι η ανδρεία παρουσιάζει πολύ μεγάλη διαφορά από τα άλλα μόρια της αρετής. Και εγώ τότε σάστισα με την απάντηση αυτή, σαστίζω όμως ακόμη περισσότερο τώρα, ύστερ᾽ από την έρευνα που έκανα μαζί σας. Του έκαμα λοιπόν την ερώτηση: Υποστηρίζεις ότι οι ανδρείοι είναι θαρραλέοι; Κι αυτός μου είπε: [359c] Ναι, και ριψοκίνδυνοι. Θυμάσαι, Πρωταγόρα, ότι μου έδωσες αυτές τις απαντήσεις;
Ναι, είπε.
Εμπρός λοιπόν, του είπα, πες μας: οι ανδρείοι κατά τα λεγόμενά σου σε ποιά πράγματα δείχνονται ριψοκίνδυνοι; σ᾽ αυτά που βαδίζουν και οι δειλοί;
Όχι, είπε.
Άρα στα αντίθετα.
Ναι, είπε.
Αλήθεια, οι δειλοί δε βαδίζουν προς τα ακίνδυνα, ενώ οι ανδρείοι προς τα επικίνδυνα;
Αυτή την ιδέα έχουν οι άνθρωποι, Σωκράτη.
Ορθά τα λες, είπα. Αλλά η ερώτησή μου [359d] δεν έχει αυτό το σκοπό, παρά άλλον: εσύ σε ποιά πράγματα υποστηρίζεις ότι οι ανδρείοι δείχνονται ριψοκίνδυνοι; στα επικίνδυνα, όταν πιστεύουν ότι πράγματι είναι επικίνδυνα ή όταν πιστεύουν το αντίθετο;
Αλλά από όσα είπες προηγουμένως έγινε φανερό ότι το πρώτο είναι αδύνατο.
Και εδώ, του είπα, μιλάς ορθά. Λοιπόν, αν η απόδειξή μας στέκεται, κανείς δε βαδίζει προς αυτά που πιστεύει ότι είναι επικίνδυνα, γιατί παραδεχτήκαμε ότι το να είναι κανείς κατώτερος από τον εαυτό του είναι άγνοια.
Συμφώνησε.
Αλλά βέβαια τότε όλοι βαδίζουν προς εκείνα που θεωρούν ακίνδυνα, και οι δειλοί και οι ανδρείοι· αν δούμε έτσι το ζήτημα, [359e] και οι δειλοί και οι ανδρείοι βαδίζουν προς τα ίδια πράγματα.
Ναι, Σωκράτη, αλλά είναι εντελώς αντίθετα μεταξύ τους εκείνα προς τα οποία βαδίζουν οι δειλοί, και οι ανδρείοι· λόγου χάρη οι δεύτεροι βαδίζουν πρόθυμα στον πόλεμο, ενώ οι πρώτοι προσπαθούν να ξεφύγουν.
Τί λες εσύ, επειδή το να πάει κανείς στον πόλεμο είναι κάτι ωραίο ή αισχρό;
Κάτι ωραίο, είπε.
Λοιπόν, αφού είναι ωραίο, προηγουμένως παραδεχτήκαμε ότι είναι και καλό. Γιατί παραδεχτήκαμε ότι όλες οι ωραίες πράξεις είναι και καλές.
Έτσι είναι, όπως τα λες· κι εγώ πάντοτε αυτή τη γνώμη έχω.
Και έχεις δίκιο, είπα. [360a] Ποιοί όμως από τους παραπάνω λες ότι θέλουν να ξεφύγουν απ᾽ τον πόλεμο, που είναι κάτι ωραίο και καλό;
Οι δειλοί, απάντησε.
Λοιπόν, εφόσον είναι ωραίο και καλό, άρα είναι και ευχάριστο;
Όπως και να ᾽χει, το έχουμε παραδεχτεί, είπε.
Τότε λοιπόν οι δειλοί αποφεύγουν να βαδίσουν προς το ανώτερο και ωραιότερο και πιο ευχάριστο, γνωρίζοντάς το;
Αν κι εδώ δώσουμε καταφατική απάντηση, πάνε περίπατο τα όσα παραδεχτήκαμε παραπάνω, είπε.
Και ο ανδρείος; δεν προχωρεί προς το ανώτερο και ωραιότερο και το πιο ευχάριστο;
Είμαι υποχρεωμένος να συμφωνήσω, είπε.
Άρα γενικά [360b] οι φόβοι που νιώθουν οι ανδρείοι δε φέρνουν ντροπή, ούτε το θάρρος που νιώθουν είναι άσκημο.
Έτσι είναι, είπε.
Και αφού δεν είναι άσκημο, τότε δεν είναι ωραίο;
Βέβαια.
Κι αφού είναι ωραίο, είναι και καλό;
Ναι.
Λοιπόν, αντίθετα οι δειλοί και οι μανιακοί νιώθουν φόβους που φέρνουν ντροπή και θάρρος άσκημο;
Συμφώνησε.
Και τί είναι εκείνο που τους κάνει να νιώθουν κακό και άσκημο θάρρος, αν όχι η αμάθεια και η άγνοια;
[360c] Έτσι είναι, είπε.
Τί λοιπόν; εκείνο που κάνει τους δειλούς να είναι δειλοί, εσύ το λες δειλία ή ανδρεία;
Κατά τη γνώμη μου, δειλία, είπε.
Λοιπόν, δεν αποδείξαμε ότι αυτοί έγιναν δειλοί, επειδή δε γνώριζαν ποιά είναι τα επικίνδυνα;
Και με το παραπάνω, είπε.
Άρα η δειλία τους προέρχεται από αμάθεια;
Ναι.
Και αυτό που τους κάνει δειλούς παραδέχτηκες ότι είναι η δειλία;
Το παραδέχτηκε ο Πρωταγόρας.
Λοιπόν, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά μπορούμε να πούμε ότι το να μη γνωρίζει κανείς τα επικίνδυνα και τ᾽ αντίθετά τους είναι δειλία;
Απάντησε με γνέψιμο, Ναι.
Πρόσεξε τώρα, του είπα, [360d] η δειλία έχει αντίθετό της την ανδρεία;
Ναι.
Λοιπόν, το να είναι κανείς σοφός πάνω στο τί είναι επικίνδυνο και τί όχι είναι αντίθετο από το να μη τα γνωρίζει;
Για άλλη μια φορά και σ᾽ αυτό το σημείο έγνεψε, Ναι.
Και η άγνοια πάνω σ᾽ αυτά είναι δειλία;
Εδώ με μεγάλη δυσκολία έγνεψε, Ναι.
Άρα λοιπόν το να είναι κανείς σοφός στα επικίνδυνα και τα αντίθετά τους είναι ανδρεία, μια κι αυτή είναι το αντίθετο από την άγνοια αυτών;
Σ᾽ αυτό το σημείο δε φάνηκε πια πρόθυμος να γνέψει, Ναι, και σιωπούσε.
Τότε του είπα: Τί συμβαίνει, Πρωταγόρα; σε ρωτώ και δεν απαντάς ούτε ναι ούτε όχι.
Βγάλε το συμπέρασμα μόνος σου, είπε.
Αφού σου κάνω ακόμη μια ερώτηση μόνο, του είπα: [360e] Πιστεύεις όπως πρωτύτερα ότι βρίσκονται άνθρωποι εντελώς αμόρφωτοι, εξαιρετικά όμως ανδρειωμένοι;
Σωκράτη, μου φαίνεται ότι ζητάς σώνει και καλά να σου δώσω εγώ την απάντηση· λοιπόν σου κάνω τη χάρη και λέω ότι, ύστερ᾽ από τα όσα παραδεχτήκαμε, αυτό είναι αδύνατο.