ΝΕΟ. Έχεις δίκιο σ᾽ αυτά· μα έλα εμπιστέψου
στους θεούς και σε μένα που ᾽μαι φίλος,
κι εμπρός ας φεύγομ᾽ απ᾽ εδώ, να πάμε —
ΦΙΛ. Στης Τροίας τους κάμπους ε; στους μισητούς μου
τους Ατρείδες, μ᾽ αυτό τ᾽ άθλιο μου πόδι.
ΝΕΟ. Σε κείνους που απ᾽ τους πόνους θα σε σώσουν
και το ᾽μπυασμένο πόδι θα σου γιάνουν.
1380ΦΙΛ. Ω φρίκη λόγια· τί ᾽ν᾽ αυτά που λες;
ΝΕΟ. Μα που για σένα και για μένα βλέπω
πως είναι τα καλύτερα, αν γενούν.
ΦΙΛ. Και τους θεούς δεν ντρέπεσαι, μ᾽ αυτά
που κάθεσαι να λες; ΝΕΟ. Γιατί κανένας
να ντρέπεται, σαν ωφελεί τους φίλους;
ΦΙΛ. Για ωφέλεια λες των Ατρειδών ή εμένα;
ΝΕΟ. Εσένα βέβαια, γιατί σού ειμαι φίλος
και σου μιλώ σαν τέτοιος. ΦΙΛ. Και πώς, όταν
θες στους εχθρούς μου να με παραδώσεις;
ΝΕΟ. Μάθε, καλέ μου, να μην είσαι τόσο
περήφανος μέσα στις συφορές.
ΦΙΛ. Εσύ, το βλέπω, θα με καταστρέψεις
μ᾽ αυτά τα λόγια. ΝΕΟ. Εγώ; καθόλου· μόνο
σου λέγω πως εσύ δε θες να νιώσεις.
ΦΙΛ. Δε με φτάνει να ξέρω πως οι Ατρείδες
1390στην εξορία με πέταξαν; ΝΕΟ. Μ᾽ αν θέλουν
να σε σώσουνε πάλι, αυτό να βλέπεις.
ΦΙΛ. Ποτέ μου δε θα το δεχτώ, αν είναι
να ιδώ την Τροία. ΝΕΟ. Τί άλλο λοιπόν μου μένει
να κάμω, αφού και μ᾽ όλα μου τα λόγια
ποτέ δε θα μπορέσω να σε πείσω
σ᾽ αυτά που λέγω; το πιο απλούστερο είναι
να μην προστέσω λέξη και ν᾽ αφήσω
να ζεις και συ καθώς ως τώρα εζούσες,
χωρίς καμιάν ελπίδα σωτηρίας.
ΦΙΛ. Άφησ᾽ μ᾽ εμένα να τραβώ όσα πάθη
μου μέλλουνται· μα την υπόσκεσή σου
που μὄδωσες πιάνοντας το δεξί μου
το χέρι, να με ξαναφέρεις πίσω
στην πατρίδα μου, κάμε το, παιδί μου,
1400χωρίς ν᾽ αργείς και πια μη μου θυμίζεις
την Τροία κι αρκετά την έχω κλάψει.
ΝΕΟ. Λοιπόν πάμε αν θες. ΦΙΛ. Ω λόγος μεγαλόψυχης καρδιάς!
ΝΕΟ. Πάνω μου στηρίξου κι έρχου. ΦΙΛ. Μ᾽ όση δύναμη μπορώ.
ΝΕΟ. Μα εγώ πώς θενα ξεφύγω την οργή των Αχαιών;
ΦΙΛ. Μην ανησυχείς. ΝΕΟ. Κι αν έρθουν και τη χώρα μου χαλούν;
ΦΙΛ. Εγώ παρών— ΝΕΟ. Τί θα ωφελήσεις; ΦΙΛ. Με τα τόξα του Ηρακλή…
ΝΕΟ. Τί λοιπόν; ΦΙΛ. Τα σύνορά σου δε θ᾽ αφήσω να διαβούν.
ΝΕΟ. Έλ᾽ ακλούθα μου, αφού πρώτα ανασπαστείς αυτή τη γη.
|