ΑΓΓ. Ό,τι είδα με τα μάτια μου, αυτά, βασίλισσά μου,
όλα εγώ τώρα θα σου πω, τίποτε δεν θα κρύψω.
Γιατί άραγε τί ωφελεί να σου τα λιγοστεύω
κι ύστερα ψεύτης να φανώ; μόνο η αλήθεια μένει.
Εγώ λοιπόν τον άντρα σου στον τόπο ακολουθούσα
που ο Πολυνείκης κείτουνταν, απ᾽ τα σκυλιά σκισμένος.
Κι αφού παρακαλέσαμε τον Άδη, την Εκάτη,
1200για να μας συμπαθήσουνε και τον θυμό να πάψουν,
μ᾽ άγιο λουτρό τον λούσαμε, κι ό,τι απ᾽ το σώμα μένει
πάνω σε πράσινα κλαδιά όλα μαζί τα καίμε.
Κι αφού ψηλά σηκώσαμε απάνω του το χώμα,
έπειτα τρέχομε ευτύς στον πετρωμένο λάκκο
οπού της κόρης ήτανε νυφιάτικο κρεβάτι.
Μα κάποιος από μακριά σα μοιρολόγι ακούει
και τρέχει αμέσως να το πει στον Κρέοντα, τον αφέντη.
Κι αυτός, αφού ᾽ρθε πιο κοντά, τ᾽ ακούει, αναστενάζει
1210και λόγια πολυδάκρυτα τα χείλια του μιλούνε·
«Άραγε, ω δύστυχος εγώ, άραγε το μαντεύω;
Είν᾽ άραγε ο χειρότερος απ᾽ όλους μου τους δρόμους;
Του γιου μου ακούω τη φωνή. Μα τρέξετε, ω δούλοι,
βγάλτε την πέτρα γρήγορα, κι αφού μπείτε στο στόμιο,
κοιτάχτε αν είναι ο Αίμονας, ή απ᾽ τους θεούς γελιούμαι».
Κι ακούμε εμείς τις προσταγές του απελπισμένου αφέντη.
1220Κι αφού στον τάφο μπήκαμε, θωρώ την Αντιγόνη,
που με τα πέπλα απ᾽ τον λαιμόν ήτανε κρεμασμένη·
κι από τη μέση ο Αίμονας την είχε αγκαλιασμένη,
κλαίγοντας την καταστροφή της ποθητής μνηστής του,
και τα έργα του πατέρα του, και τον κακό τον γάμο.
Καθώς τον είδε ο Κρέοντας σπαραχτικά φωνάζει,
και μες στον τάφο προχωρεί, και κλαίγοντας του λέει·
«Δυστυχισμένε, τί έκαμες; τί έβαλες στον νου σου;
»Τί θάνατον εδιάλεξες εσύ, για να πεθάνεις;
1230»Παιδί μου, σε παρακαλώ, έβγα, έβγα, σε ξορκίζω».
Μα αφού τον κοίταξε ο Αίμονας με φλογισμένα μάτια,
τον έφτυσε στο πρόσωπο, και δίχως ν᾽ απαντήσει,
τραβά το δίκοπο σπαθί· μα εγλίτωσε ο πατέρας,
ορμώντας έξω γρήγορα· τότε ο δυστυχισμένος
σκύβει και μπήγει το σπαθί, αμέσως, στα πλευρά του,
και μαραμένα, πέφτοντας, την κόρην αγκαλιάζει,
και μ᾽ ένα κόκκινο φιλί στο μάγουλό της τ᾽ άσπρο
βγάζει μιαν ύστερη πνοή και πέφτει και πεθαίνει.
1240Και πεθαμένος κείτεται κοντά στην πεθαμένη,
στον Άδην αφού χάρηκε την τελετή του γάμου,
και στους ανθρώπους έδειξε πως σαν τ᾽ ανόητο πείσμα
καμιά άλλη μεγαλύτερη δεν είναι δυστυχία!
(Η Ευρυδίκη στηρίζεται επάνω στις δούλες της κι αμίλητη
γυρίζει στο παλάτι)
|