Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1369-1415)


ΟΙ. ὡς μὲν τάδ᾽ οὐχ ὧδ᾽ ἔστ᾽ ἄριστ᾽ εἰργασμένα,
1370μή μ᾽ ἐκδίδασκε, μηδὲ συμβούλευ᾽ ἔτι.
ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ᾽ ὄμμασιν ποίοις βλέπων
πατέρα ποτ᾽ ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών,
οὐδ᾽ αὖ τάλαιναν μητέρ᾽, οἷν ἐμοὶ δυοῖν
ἔργ᾽ ἐστὶ κρείσσον᾽ ἀγχόνης εἰργασμένα.
1375ἀλλ᾽ ἡ τέκνων δῆτ᾽ ὄψις ἦν ἐφίμερος,
βλαστοῦσ᾽ ὅπως ἔβλαστε, προσλεύσσειν ἐμοί;
οὐ δῆτα τοῖς γ᾽ ἐμοῖσιν ὀφθαλμοῖς ποτε·
οὐδ᾽ ἄστυ γ᾽, οὐδὲ πύργος, οὐδὲ δαιμόνων
ἀγάλμαθ᾽ ἱερά, τῶν ὁ παντλήμων ἐγὼ
1380κάλλιστ᾽ ἀνὴρ εἷς ἔν γε ταῖς Θήβαις τραφεὶς
ἀπεστέρησ᾽ ἐμαυτόν, αὐτὸς ἐννέπων
ὠθεῖν ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ, τὸν ἐκ θεῶν
φανέντ᾽ ἄναγνον καὶ γένους τοῦ Λαΐου.
τοιάνδ᾽ ἐγὼ κηλῖδα μηνύσας ἐμὴν
1385ὀρθοῖς ἔμελλον ὄμμασιν τούτους ὁρᾶν;
ἥκιστά γ᾽· ἀλλ᾽ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ᾽ ἦν
πηγῆς δι᾽ ὤτων φραγμός, οὐκ ἂν ἐσχόμην
τὸ μὴ ἀποκλῇσαι τοὐμὸν ἄθλιον δέμας,
ἵν᾽ ἦ τυφλός τε καὶ κλύων μηδέν· τὸ γὰρ
1390τὴν φροντίδ᾽ ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ.
ἰὼ Κιθαιρών, τί μ᾽ ἐδέχου; τί μ᾽ οὐ λαβὼν
ἔκτεινας εὐθύς, ὡς ἔδειξα μήποτε
ἐμαυτὸν ἀνθρώποισιν ἔνθεν ἦ γεγώς;
ὦ Πόλυβε καὶ Κόρινθε καὶ τὰ πάτρια
1395λόγῳ παλαιὰ δώμαθ᾽, οἷον ἆρά με
κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε.
νῦν γὰρ κακός τ᾽ ὢν κἀκ κακῶν εὑρίσκομαι.
ὦ τρεῖς κέλευθοι καὶ κεκρυμμένη νάπη
δρυμός τε καὶ στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς,
1400αἳ τοὐμὸν αἷμα τῶν ἐμῶν χειρῶν ἄπο
ἐπίετε πατρός, ἆρά μου μέμνησθ᾽ ὅτι
οἷ᾽ ἔργα δράσας ὑμὶν εἶτα δεῦρ᾽ ἰὼν
ὁποῖ᾽ ἔπρασσον αὖθις; ὦ γάμοι γάμοι,
ἐφύσαθ᾽ ἡμᾶς, καὶ φυτεύσαντες πάλιν
1405ἀνεῖτε ταὐτὸν σπέρμα, κἀπεδείξατε
πατέρας, ἀδελφούς, παῖδας, αἷμ᾽ ἐμφύλιον,
νύμφας γυναῖκας μητέρας τε, χὡπόσα
αἴσχιστ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ἔργα γίγνεται.
ἀλλ᾽, οὐ γὰρ αὐδᾶν ἔσθ᾽ ἃ μηδὲ δρᾶν καλόν,
1410ὅπως τάχιστα πρὸς θεῶν ἔξω μέ που
καλύψατ᾽, ἢ φονεύσατ᾽, ἢ θαλάσσιον
ἐκρίψατ᾽, ἔνθα μήποτ᾽ εἰσόψεσθ᾽ ἔτι.
ἴτ᾽, ἀξιώσατ᾽ ἀνδρὸς ἀθλίου θιγεῖν·
πίθεσθε, μὴ δείσητε· τἀμὰ γὰρ κακὰ
1415οὐδεὶς οἷός τε πλὴν ἐμοῦ φέρειν βροτῶν.


ΟΙΔ. Μην προσπαθείς να με πείσεις
πως λάθεψα
1370και μη με συμβουλεύεις.
Αν έβλεπα και πήγαινα στον Άδη
δεν ξέρω πώς θ᾽ αντίκριζα,
με ποιές κόρες ματιών,
τον έρημο πατέρα μου·
δεν ξέρω πώς θ᾽ αντίκριζα
τη δόλια μου τη μάνα.
Εγώ προξένησα σ᾽ αυτούς τους δυο
δεινά που θέλουν τιμωρία
την κρεμάλα.
Και πώς τα προσωπάκια των παιδιών
τα ποθητά θα κοίταζα,
αφού θα το ᾽ξερα
ποιός τα ᾽σπειρε
και πού φυτρώσαν.
Ποτέ μου να μην έβλεπα.
Ούτε την πόλη, ούτε τους πύργους,
ούτε και των θεών τις ιερές εικόνες
που τα στερήθηκα,
1380εγώ που γεύτηκα μοναδικά
την ευτυχία κάποτε στη Θήβα.
Εγώ που πρόσταξα τους πάντες
τον ασεβή να διώχνουν απ᾽ τα σπίτια τους,
αυτόν που φανερώσαν οι θεοί
μεγάλο μίασμα
κι απ᾽ του Λαΐου τη σπορά βλαστάρι.
Εγώ που κηλιδώθηκα μονάχος μου,
μπορούσα πια
να σας κοιτώ κατάματα;
Ποτέ!
Αν γινόταν να φράξω
της ακοής μου την πηγή
δε θα με σταματούσε τίποτα
να χτίσω το κορμί μου
γύρω-γύρω
κι έτσι τυφλός, κουφός κι αναίσθητος
να περιφέρω τη μοναξιά μου.
Νιώθεις μεγάλη θαλπωρή στο σπίτι,
1390όταν κλειδώσεις έξω τη δυστυχία.
Ιδού Κιθαιρών,
γιατί με κράτησες;
Γιατί δε με θανάτωσες
ευθύς, όταν με βρήκες;
Δεν θα φανέρωνα ποτέ στον κόσμο
την περιπέτεια του γένους μου.
Ω Πόλυβε, ω Κόρινθος,
παλιό μου σπίτι,
που πίστεψα πως ήσουν πατρικό,
μέσα στην ομορφιά με κανακέψανε,
μα τα δεινά σαπίζαν ύπουλα
την όμορφη ζωή μου.
Εκ φύσεως κακός κι από κακούς γεννήθηκα.
Ω τρίστρατο, κρυφό φαράγγι,
ω δάσος κι ω μονοπάτι
που κατέβαινε στο τρίστρατο.
1400Εκεί που πότισα με το δικό μου αίμα
τα δολοφόνα χέρια μου
που του πατέρα μου ρουφήξατε το αίμα,
θυμάστε τάχα τα φριχτά μου κατορθώματα·
τί τόλμησα, θυμάστε,
σαν έφτασα στη Θήβα;
Ω γάμοι, γάμοι,
με σπείρατε
και σπέρνοντας
δεχτήκατε το σπέρμα μου
και πλημμυρίσατε τον κόσμο
πατέρες, αδέρφια, παιδιά,
γυναίκες, νύφες, μητέρες
ένα σπέρμα κι ένα αίμα,
έργα ντροπής,
έργα φριχτά κι απάνθρωπα.
Όμως ταιριάζει σιωπή και φρίκη.
1410Για το θεό, κρύψτε με κάπου μακριά,
σκοτώστε με,
στη θάλασσα βυθίστε με,
κι ας μη με δει κανένας πια.
Εμπρός, καταδεχτείτε με
κι αγγίξτε με τον άθλιο.
Μη με φοβάστε, σας ικετεύω·
τα πάθη μου κανείς θνητός
δε θα μπορέσει να τα βαστάξει.


ΟΙΔ. Μη ζητάς να μου μάθεις πως δεν ήταν
αυτό το πιο καλό που είχα να κάμω
1370και μη με συμβουλεύεις πια, γιατί
δεν ξέρω με ποιά μάτια θα μπορούσα
ν᾽ αντίκριζα, σα θα ᾽φτανα στον Άδη,
τον πατέρα και τη φτωχιά μου μάνα,
που και στους δυο τους τέτοια έχω κάμει,
που γι᾽ αυτά λίγο θα ᾽ταν η κρεμάλα.
Μα μήπως και θα μὄμενε η λαχτάρα
να βλέπω τα παιδιά μου, γεννημένα
έτσι όπως έχουν γεννηθεί; ποτέ
με τα δικά μου μάτια, καθώς κι ούτε
την πόλη, ούτε τους πύργους, ούτε τ᾽ άγια
των θεών μας αγάλματα, που εγώ ο ίδιος,
1380ο ασύγκριτος ο βασιλιάς της Θήβας,
τα στέρησα, ο τρισάθλιος, του εαυτού μου
με το κήρυγμα πὄβγαλα: να διώχνουν
όλοι τον ασεβή, που εφανερώσαν
ανίερον οι θεοί, του Λάιου τη γέννα.
Κι αφού εγώ μόνος μου έβγαλα στη μέση
ένα τέτοιο δικό μου μόλυσμα, πώς ήταν
αυτούς εδώ μ᾽ ορθά να βλέπω μάτια;
Κάθε άλλο· μ᾽ αν υπήρχε ακόμη τρόπος
να ᾽φραζα την πηγή που ακούουν τ᾽ αυτιά μας,
δε θα κρατιόμουν να μην τη σφαλούσα
π᾽ ούτε να βλέπω ούτε ν᾽ ακούω τίποτα,
γιατί γλυκό ᾽ναι να κρατάς κλεισμένη
1390τη σκέψη σου έξω από τις συφορές σου.
Αχ, Κιθαιρώνα, γιατί με δεχόσουν,
γιατί να μη με σκότωνες αμέσως
που με πήρες, για να μην είχα δείξει
ποτέ στον κόσμο ποιά ηταν η γενιά μου;
Ω Πόλυβε και Κόρινθο, ω αρχαία
πατρικά μου τάχα παλάτια, οϊμένα,
τί φανταχτή ομορφιά, μα με αποκάτω
πληγές κρυμμένες, με είχατε αναθρέψει,
για να φανώ στο τέλος τέτοιος που ᾽μαι.
Ω τρίστρατο κι ω κρυμμένο φαράγγι,
ω δάσος, ω στενό μες στους τρεις δρόμους,
1400που ήπιατ᾽ απ᾽ τα χέρια μου το ίδιο
το αίμα μου, του πατέρα μου το αίμα,
θυμάστε άραγε ακόμα τα φριχτά έργα
που σας έκαμα, κι ύστερα πάλι τί άλλα
ξανάκαμα σαν ήρθα εδώ, ω γάμοι, γάμοι,
με γεννήσατ᾽ εσείς κι απ᾽ το ίδιο σπέρμα
που γεννήσατε, εβγάλετε στον κόσμο
πατέρες, αδερφούς, παιδιά, ένα αίμα,
νύφες, μαζί μητέρες και γυναίκες
κι όσα πιο αισχρά στη γη μπορεί να γίνουν.
Μα τί να κάθεται κανείς να λέει
όσα καλό δεν είναι ούτε να κάνει;
1410Βιαστείτε, σας ξορκίζω, κρύψετέ με
κάπου μακριά απ᾽ εδώ, σκοτώσετέ με,
ρίξετέ με στη θάλασσα, σε τόπο
που ποτέ πια να μη με ξαναδείτε.
Πλησιάσετέ με, στρέξετε έναν άθλιο
ν᾽ αγγίξετε· ακούτε, μη φοβάστε,
γιατί κανείς στον κόσμο έξω από μένα
δε μπορεί να σηκώσει τα δεινά μου.


ΟΙΔ. Μη μου πεις πως σωστά όλα αυτά δεν είναι
1370που έκανα· τέτοιες συμβουλές δε θέλω.
Γιατί με τί μάτια θα ιδώ στον Άδη
σαν κατεβώ τον πατέρα, ή τη μαύρη
μάνα, που και στους δυο κακό έχω κάνει
τόσο, όσο ούτε κρεμάλα δεν ξεπλένει.
Ή των παιδιών μου, που από τέτοιο γάμο
βλαστήσαν, ποθητή θα μου ήταν η όψη;
Να μην τα ιδούν τα μάτια μου ποτές τους.
Ούτε χώρα, ούτε πύργους, ούτε εικόνες
ιερές θεών, που εγώ ο άραχνος, της Θήβας
1380το πιο σκληρό βλαστάρι, μοναχός μου
τα στερήθηκα, σ᾽ όλους διαλαλώντας
να διώχνουν τον μιαρό, που οι θεοί ανόσιο
τον είπαν, και το γέννημα του Λάιου.
Σαν τη φανέρωσα έτσι τη ντροπή μου,
κατάματα μπορούσα εσάς να βλέπω;
Ποτέ· μα και στ᾽ αυτιά αν ήταν να φράξω
της ακοής μου την πηγή, δε θα ᾽χα
δισταγμό να σφραγίσω το κορμί μου,
να είμαι τυφλός και κουφός· γλυκό, η σκέψη
1390λεύτερη να ᾽ναι από βάσανα τέτοια.
Ω Κιθαιρώνα, τί μ᾽ εδέχτης; Κάλλιο
δε με σκότωνες τότες, να μη δείξω
στους ανθρώπους ποτέ ποιά είναι η γενιά μου;
Ω Πόλυβε και Κόρινθο και σπίτι
που σ᾽ έλεα πατρικό, σαν ποιό στολίδι
με θρέψατε όλοι, που έκρυβε σαπίλα;
Κακός κι από κακή φύτρα είμαι τώρα.
Ω τριπλοί δρόμοι, ω ρεματιά κρυμμένη,
λαγκάδι και του τρίστρατου κλεισούρα,
1400που απ᾽ τα χέρια μου το αίμα το δικό μου,
του γονιού μου το αίμα ήπιατε, θυμάστε
στα έρμα στενά σας τί έκανα, ή σαν ήρθα
εδώ, τί έκανα πάλι; Ω γάμοι, γάμοι,
με γεννήσατε, και όμοιο σπόρο πίσω
παίρνοντας πάλι, φέρατε στον κόσμο
πατέρες, αδερφούς, παιδιά από ένα αίμα,
νύφες, γυναίκες μάνες, κι όση φρίκη
μπορεί να ιδεί θνητός. Μα φτάνει· για όσα
να γίνονται άπρεπο είναι, ας μη μιλούμε.
1410Μα όξω γοργά από δω κρύψτε με κάπου,
για το Θεό, ή σκοτώστε με, ή στο πέλαο
ρίξτε με, ποτέ πια να μη με δείτε.
Ελάτε και ζυγώστε με, το μαύρο.
Ακούτε, μη φοβάστε· κι η δική μου
συφορά δεν μπορεί να πέσει σ᾽ άλλους.