ΟΙΔ. Μη ζητάς να μου μάθεις πως δεν ήταν
αυτό το πιο καλό που είχα να κάμω
1370και μη με συμβουλεύεις πια, γιατί
δεν ξέρω με ποιά μάτια θα μπορούσα
ν᾽ αντίκριζα, σα θα ᾽φτανα στον Άδη,
τον πατέρα και τη φτωχιά μου μάνα,
που και στους δυο τους τέτοια έχω κάμει,
που γι᾽ αυτά λίγο θα ᾽ταν η κρεμάλα.
Μα μήπως και θα μὄμενε η λαχτάρα
να βλέπω τα παιδιά μου, γεννημένα
έτσι όπως έχουν γεννηθεί; ποτέ
με τα δικά μου μάτια, καθώς κι ούτε
την πόλη, ούτε τους πύργους, ούτε τ᾽ άγια
των θεών μας αγάλματα, που εγώ ο ίδιος,
1380ο ασύγκριτος ο βασιλιάς της Θήβας,
τα στέρησα, ο τρισάθλιος, του εαυτού μου
με το κήρυγμα πὄβγαλα: να διώχνουν
όλοι τον ασεβή, που εφανερώσαν
ανίερον οι θεοί, του Λάιου τη γέννα.
Κι αφού εγώ μόνος μου έβγαλα στη μέση
ένα τέτοιο δικό μου μόλυσμα, πώς ήταν
αυτούς εδώ μ᾽ ορθά να βλέπω μάτια;
Κάθε άλλο· μ᾽ αν υπήρχε ακόμη τρόπος
να ᾽φραζα την πηγή που ακούουν τ᾽ αυτιά μας,
δε θα κρατιόμουν να μην τη σφαλούσα
π᾽ ούτε να βλέπω ούτε ν᾽ ακούω τίποτα,
γιατί γλυκό ᾽ναι να κρατάς κλεισμένη
1390τη σκέψη σου έξω από τις συφορές σου.
Αχ, Κιθαιρώνα, γιατί με δεχόσουν,
γιατί να μη με σκότωνες αμέσως
που με πήρες, για να μην είχα δείξει
ποτέ στον κόσμο ποιά ηταν η γενιά μου;
Ω Πόλυβε και Κόρινθο, ω αρχαία
πατρικά μου τάχα παλάτια, οϊμένα,
τί φανταχτή ομορφιά, μα με αποκάτω
πληγές κρυμμένες, με είχατε αναθρέψει,
για να φανώ στο τέλος τέτοιος που ᾽μαι.
Ω τρίστρατο κι ω κρυμμένο φαράγγι,
ω δάσος, ω στενό μες στους τρεις δρόμους,
1400που ήπιατ᾽ απ᾽ τα χέρια μου το ίδιο
το αίμα μου, του πατέρα μου το αίμα,
θυμάστε άραγε ακόμα τα φριχτά έργα
που σας έκαμα, κι ύστερα πάλι τί άλλα
ξανάκαμα σαν ήρθα εδώ, ω γάμοι, γάμοι,
με γεννήσατ᾽ εσείς κι απ᾽ το ίδιο σπέρμα
που γεννήσατε, εβγάλετε στον κόσμο
πατέρες, αδερφούς, παιδιά, ένα αίμα,
νύφες, μαζί μητέρες και γυναίκες
κι όσα πιο αισχρά στη γη μπορεί να γίνουν.
Μα τί να κάθεται κανείς να λέει
όσα καλό δεν είναι ούτε να κάνει;
1410Βιαστείτε, σας ξορκίζω, κρύψετέ με
κάπου μακριά απ᾽ εδώ, σκοτώσετέ με,
ρίξετέ με στη θάλασσα, σε τόπο
που ποτέ πια να μη με ξαναδείτε.
Πλησιάσετέ με, στρέξετε έναν άθλιο
ν᾽ αγγίξετε· ακούτε, μη φοβάστε,
γιατί κανείς στον κόσμο έξω από μένα
δε μπορεί να σηκώσει τα δεινά μου.
|