ΗΛΕ. Ω μέρα αγαπημένη, ω εσύ μόνε
των σπιτιών του Αγαμέμνονα σωτήρα,
πώς ήρθες; Είσαι συ, αλήθεια, εκείνος
που γλίτωσες κι αυτόν και μένα απ᾽ όλα
τα δεινά μας; Ω χέρια αγαπημένα
κι ω πόδια μου μας πρόσφεραν την πιο
γλυκιάν εκδούλεψη, πώς έτσι να ᾽σαι
τόσον καιρό κρυφά μου εδώ, χωρίς
να μου φανερωθείς, παρά μονάχα
να με σκοτώνεις με τα λόγια, ενώ ηταν
1360τα έργα σου τα πιο ευχάριστα για μένα;
Χαίρε, πατέρα· γιατί σαν πατέρα
σε βλέπω εμπρός μου· χαίρε, και να ξέρεις
πως είσαι συ που πιότερο στον κόσμο
και μίσησα κι αγάπησα την ίδια μέρα.
ΠΑΙ. Νομίζω αρκεί· γι᾽ αυτά που έχουν περάσει
στο μεταξύ, μέρες πολλές και νύχτες
άλλες τόσες, Ηλέκτρα, θα γυρίζουν,
που όλα καταλεπτώς θα σου τα μάθουν.
Μα εσείς οι δυο που στέκεστε, σας λέγω
πως τώρα είναι καιρός να κινηθείτε,
τώρα που η Κλυταιμνήστρα είναι μονάχη,
τώρα που άντρας κανείς δεν είναι μέσα.
Σκεφθείτε το πώς θα ᾽χετε, όσο αργείτε,
1370να μετρηθείτε και μ᾽ αυτούς και μ᾽ άλλους
περισσοτέρους κι αξιότερούς των.
ΟΡΕ. Καθόλου πια τη θέση τους δε θα ᾽χαν
τα πολλά λόγια εδώ· στο έργο Πυλάδη,
μπρος μια και μέσα στο παλάτι, αφού
προσκυνήσομε δω μπρος στα προπύλαια
τ᾽ αγάλματα των πατρικών θεών μας.
ΗΛΕ. Επάκουσέ τους ίλεος, βασιλιά μου
Απόλλων, και μαζί μ᾽ αυτούς και μένα,
που πάντα ως τώρα κι απ᾽ τα λίγα πού ειχα,
με χέρι πρόθυμο στάθηκα μπρος σου·
και τώρα μ᾽ αυτά πὄχω, Λύκειε Απόλλων,
1380σου δέομαι, σου προσπέφτω, σε ικετεύω,
πρόθυμος γίνου στην απόφασή μας
αυτή βοηθός, και δείξε στους ανθρώπους
με ποιά επιτίμια των θεών το χέρι
τα έργα της ανομίας ανταμείβει.
|