ΟΔ. Με τη σειρά τώρα στον Τεύκρο έχω να πω αυτά:
όσο αυτός μου ήταν κάποτε εχθρός, τόσο μου είναι
τώρα φίλος. Κι επιθυμώ το σώμα του μαζί σου
να το θάψω, συμβάλλοντας να μην του λείψει τίποτα
απ᾽ όσα πρέπουν στον γενναίο άντρα, κι έχουν οι άνθρωποι
1380χρέος να του προσφέρουν.
ΤΕΥ. Ευγενικέ Οδυσσέα, χρωστώ για όσα λες
τον πιο μεγάλο έπαινο, κι ομολογώ πως βγήκα γελασμένος
στους φόβους που είχα.
Αφού, μόλο που ήσουν ο χειρότερος εχθρός του
μέσα στους Αχαιούς, μόνος εσύ χέρι προστάτη πρόσφερες,
και δεν ανέχτηκες σ᾽ έναν νεκρό, εσύ ο ζωντανός, να του φερθείς
με δίχως μέτρο, βρίζοντας· όπως ο στρατηγός,
φτάνοντας έξαλλος εδώ, κι από το ίδιο αίμα ο αδελφός του,
που θέλησαν από κοινού να τον πετάξουν άταφο
τον Αίαντα κι ατιμασμένο.
Είθε ο ολύμπιος πατέρας που από μας εποπτεύει,
1390η Ερινύς που δεν ξεχνά κι η τελεσφόρος Δίκη
κακήν κακώς να τους εξολοθρέψουν, όπως οι ίδιοι
θέλησαν το σώμα ενός τίμιου άντρα ν᾽ ατιμάσουν,
κι ανάξια να το πετάξουν πέρα.
Όμως εσένα, αίμα του γέροντα πατέρα σου Λαέρτη,
σ᾽ ετούτη την ταφή να βάλεις χέρι διστάζω να σ᾽ αφήσω,
μήπως και κάνω στον νεκρό κάτι δυσάρεστο.
Σ᾽ όλα τα υπόλοιπα δέχομαι εγώ τη συνδρομή σου,
φέρε μαζί σου και όποιον άλλο θες απ᾽ τον στρατό,
δεν πρόκειται άσχημα να αισθανθώ.
Εγώ παίρνω όλη τη φροντίδα πάνω μου· πάντως εσύ
να ξέρεις, είσαι για μας γενναίος άντρας κι έντιμος.
1400ΟΔ. Θα το ᾽θελα, ωστόσο· αν όμως δεν αισθάνεσαι άνετα
με τη συμμετοχή μου, υποχωρώντας δέχομαι
τους λόγους σου.
|