Έρχεται τραγουδώντας ένας νέος, ο «πατροκτόνος».
Ο ΠΑΤΡΟΚΤΟΝΟΣ
Να γινόμουν αϊτός αιθερόλαμνος,
για να πέταγα πάνω απ᾽ τα κύματα
της γαλάζιας, της άκαρπης θάλασσας.
1340ΠΙΣ. Μας τα ᾽πε αληθινά ο μαντατοφόρος·
κάποιος εδώ σιμώνει... αϊτολογώντας.
ΠΑΤ. Πο πο!
Δεν έχει πράμα πιο γλυκό απ᾽ το πέταμα.
Έχω πουλομανία, πετάω και θέλω
να ζω μ᾽ εσάς, οι νόμοι σας μ᾽ αρέσουν.
ΠΙΣ. Ποιοί νόμοι; Των πουλιών πολλοί ᾽ναι οι νόμοι.
ΠΑΤ. Όλοι· προπάντων το ότι ωραίο λογιέται
να δαγκώνουν, να πνίγουν το γονιό τους.
ΠΙΣ. Α ναι, περνά για αντρείος όποιος χτυπήσει,
1350ακόμα κλωσοπούλι, το γονιό του.
ΠΑΤ. Γι᾽ αυτό ποθώ να μείνω εδώ, να πνίξω
το γονιό μου και να ᾽χω εγώ το βιος του.
ΠΙΣ. Στων πελαργών τις στήλες είναι κι ένας
νόμος παλιός για τα πουλιά που ορίζει:
«Σαν ξεπετάξει πια όλα τα μικρά του
ο πελαργός πατέρας θρέφοντάς τα,
αυτά χρωστούν να θρέφουν τον πατέρα.»
ΠΑΤ. Μου ᾽φεξε, αλήθεια, που ήρθα δω, αν χρωστάω
να συντηρώ και τον πατέρα τώρα.
1360ΠΙΣ. Καθόλου, αγαπητέ· μια κι ήρθες όμως
με φιλικά για μας αισθήματα, άκου.
Σαν ορφανό πουλί θα σε φτερώσω
κι όχι άσκημες ορμήνιες θα σου δώσω,
όμοιες μ᾽ αυτές που από παιδί είχα μάθει.
Μη δέρνεις τον πατέρα σου· έλα πιάσε
με το ένα χέρι τούτη τη φτερούγα,
Του δίνει για φτερούγα μιαν ασπίδα, έπειτα, για νύχι, ένα σπαθί, και, για λειρί, ένα κράνος.
με το άλλο αυτό το νύχι· πες πως είναι
λειρί κοκόρου τούτο δω, και σύρε,
γίνε στρατιώτης και φρουρός, και ζήσε
απ᾽ το μισθό σου, κι άσε το γονιό σου
να ζει. Κι αφού σου αρέσουν κιόλα οι μάχες,
πέτα στη Θράκη απάνω και πολέμα.
1370ΠΑΤ. Σωστά όσα λες, μά το Διόνυσο, είναι
και θα σ᾽ ακούσω. ΠΙΣ. Φρόνιμα θα κάμεις.
Ο νέος φεύγει· έρχεται τραγουδώντας ο ποιητής Κινησίας· είναι κουτσός, ψηλός και πολύ αδύνατος.
|