Ο Στρεψιάδης βγαίνει από το σπίτι του βιαστικός και κλαμένος· τον κυνηγά ο γιος του.
ΣΤΡ. Βάι βάι!
Γειτόνοι, συγγενείς μου, χωριανοί μου,
με δέρνουνε· βοηθάτε όπως μπορείτε.
Οχ το κεφάλι μου, το σαγόνι μου, οχ!
Στο Φειδιππίδη.
Τον πατέρα σου δέρνεις, σιχαμένε;
ΦΕΙ., ατάραχος.
Πατέρα, ναι.
ΣΤΡ., στο Χορό και στους θεατές.
Με δέρνει, δεν τ᾽ αρνιέται·
το βλέπετε. ΦΕΙ. Και βέβαια. ΣΤΡ. Σιχαμένε,
διαρρήχτη, πατροκτόνε. ΦΕΙ. Ξαναπές τα·
πες κι άλλα. Σα με βρίζουν, πίνω μέλι.
1330ΣΤΡ. Ξεπατωμένε. ΦΕΙ. Ραίνε με με ρόδα.
ΣΤΡ. Τον κύρη σου χτυπάς; ΦΕΙ. Και θ᾽ αποδείξω
πως, μά το θεό, είχα δίκιο να σε δείρω.
ΣΤΡ. Α, σιχαμένε· πώς μπορεί με δίκιο
κανένας τον πατέρα του να δέρνει;
ΦΕΙ. Θα σε κατατροπώσω με αποδείξεις.
ΣΤΡ. Εσύ, σ᾽ αυτό; ΦΕΙ. Και με πολλή ευκολία.
Απ᾽ τους δυο λόγους διάλεξε όποιον θέλεις.
ΣΤΡ. Ποιούς δυο; ΦΕΙ. Το δυνατό ή τον άλλον· όποιον.
ΣΤΡ. Α, μά το Δία, θα πει πως σ᾽ έχουν μάθει
καλά, μωρέ, στα δίκια ν᾽ αντιλέγεις,
1340πως είν᾽ ωραίο και δίκαιο αν αποδείξεις
ξύλο να τρώει από το γιο ο πατέρας.
ΦΕΙ. Και τόσο θα σε πείσω, εγώ πιστεύω,
που, σα μ᾽ ακούσεις, δε θα βγάλεις άχνα.
ΣΤΡ. Θέλω ν᾽ ακούσω τί θα πεις· ορίστε.
|