Της αποκρίθηκε με τη βαθιά του γνώση ο Μέδων:
«Βασίλισσα, να ᾽ταν αυτό το μεγαλύτερο κακό!
Αλλά οι μνηστήρες έβαλαν στον νου τους το χειρότερο,
κάτι φριχτό, που να μη δώσει ο Δίας να γίνει.
700Βράζουν από θυμό και θέλουν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο
με κοφτερό χαλκό, καραδοκώντας την επιστροφή του —
έφυγε εκείνος, πήγε στην αγιασμένη Πύλο,
να μάθει νέα του πατέρα του, μετά στη θεία Λακεδαίμονα.»
Της μίλησε, και της παρέλυσαν καρδιά και γόνατα·
απόμεινε άλαλη ώρα πολλή, πλημμύρισαν τα μάτια της
στο δάκρυ, πάγωσε κι η θερμή φωνή της.
Τέλος, αργά, μόλις βρήκε ξανά τα λόγια της, τον ρώτησε:
«Κήρυκα, πες, ποιος λόγος έκανε τον γιο μου να μισέψει;
Καμιά δεν είχε ανάγκη ν᾽ ανεβεί σε γοργοτάξιδα καράβια —
εκείνα τ᾽ άλογα της θάλασσας, όπως τα λεν οι άντρες,
όταν περνούν τα υγρά της κύματα.
Εκτός κι αν θέλησε να λείψει στους ανθρώπους
710και το όνομά του ακόμη.»
Ο Μέδων τότε της απάντησε με τη στοχαστική του γνώση:
«Δεν ξέρω ποιος θεός τον παρακίνησε ή κι αν τον έσπρωξε
το θάρρος το δικό του να πάει στην Πύλο, ανίσως
μάθει του πατέρα του τον νόστο, μπορεί και τον χαμό του.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια ξέφυγε, περνώντας το παλάτι του Οδυσσέα.
Αλλά την Πηνελόπη πόνος βαρύς τη συνεπήρε, που την ψυχή
μαραίνει· δεν κοίταξε να βρει σκαμνί, απ᾽ τα πολλά μέσα στο σπίτι,
ν᾽ ακουμπήσει· κάθησε στο κατώφλι της καλοχτισμένης κάμαρης,
σπαραχτικά θρηνώντας· κι όλες οι δούλες γύρω της
σιγόκλαιγαν, όσες βρεθήκανε στον θάλαμο,
720γερόντισσες και νέες.
Σ᾽ αυτές με κλάμα γοερό μίλησε κι είπε η Πηνελόπη:
«Ακούστε, φίλες, πόσες πίκρες έδωσε σ᾽ εμένα ο θεός του Ολύμπου,
πώς με ξεχώρισε σ᾽ όσες μαζί μου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν!
Έχασα πρώτα περίλαμπρο άντρα, λιονταριού καρδιά,
μ᾽ όλες τις αρετές του κόσμου στολισμένο, στους Δαναούς
περίφημο, με τη μεγάλη δόξα του απλωμένη
και μέσα στο Άργος και πέρα στην Ελλάδα.
Και τώρα πάλι τον μονάκριβό μου γιο τον άρπαξαν Ανεμικές
άφαντο μέσα απ᾽ το παλάτι, κι εγώ δεν άκουσα τον μισεμό του.
Αλλά κι εσείς, ανέσπλαχνες, πώς δεν επέρασε από καμιάς τον νου
730να με σηκώσει απ᾽ το κρεβάτι, κι ας το γνωρίζατε καλά
το πώς και πότε εκείνος έφυγε σε βαθουλό καράβι μελανό.
Γιατί αν εγώ τον μάθαινα τον δρόμο που αποφάσισε,
το δίχως άλλο δεν θα ξεκινούσε, όση σπουδή κι αν είχε
να μισέψει· αλλιώς θα μ᾽ άφηνε νεκρή κι εμένα στο παλάτι.
Μα τώρα κάποια πρόθυμα τον γέροντα Δολίο να καλέσει,
δικό μου δούλο — μου τον χάρισε ο πατέρας μου τότε που ξεκινούσα
νά ᾽ρθω εδώ, κι αυτός φροντίζει το πολύδεντρό μου περιβόλι.
Όσο μπορεί πιο γρήγορα να τρέξει στον Λαέρτη,
και καθισμένος πλάι του ας του εξηγήσει τα καθέκαστα.
Μήπως ο νους του σοφιστεί κάποια σωστή βουλή,
740και βγει οδυρόμενος να πει στον κόσμο πως εκείνοι
θέλουν τον εγγονό του ν᾽ αφανίσουν, τον γόνο
του ισόθεου Οδυσσέα.»
Τότε η Ευρύκλεια της μίλησε, πιστή τροφός:
«Σφάξε με, θυγατέρα, αν θες, μ᾽ άσπλαχνο χάλκινο μαχαίρι,
ή άσε με να ζω στο σπίτι — πάντως τον λόγο μου δεν θα σου κρύψω.
Τα πάντα γνώριζα, εγώ του ετοίμασα όσα μου γύρεψε,
ψωμί, γλυκό κρασί· πρόλαβε όμως να με δέσει
μ᾽ όρκο βαρύ, λέξη να μη σου πω προτού
φτάσει η δωδεκάτη μέρα, εκτός κι αν μόνη σου θα τον ζητούσες
μαθαίνοντας πως μίσεψε· γιατί δεν ήθελε θρηνώντας
το ωραίο σου δέρμα να φυραίνεις.
750Μα ρίξε τώρα νερό στο πρόσωπό σου, άλλαξε ρούχα καθαρά,
στο ανώγι ανέβα και δεήσου με τις άλλες παρακόρες
στην Αθηνά, τη θυγατέρα του αιγίοχου Δία —
μπορεί εκείνη να τον σώσει ακόμη κι απ᾽ τον θάνατο.
Αλλά τον γέροντα, βασανισμένο, μην τον βασανίζεις·
γιατί δεν το φαντάζομαι τόσο να μίσησαν οι μάκαρες θεοί
τους απογόνους του Αρκεισίου· κάποιος ακόμη θ᾽ απομείνει
να ᾽χει δικό του το ψηλόροφο παλάτι και πέρα
τα παχιά χωράφια.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια της της κοίμισε τον θρήνο· σταμάτησαν
τα μάτια της να τρέχουν, έριξε πάνω της νερό, άλλαξε
760ρούχα καθαρά, ανέβηκε στο ανώγι με τις άλλες παρακόρες,
έβαλε το κριθάρι στο πανέρι για την προσφορά,
κι ευχήθηκε στην Αθηνά:
«Επάκουσέ με, Ατρυτώνη, κόρη του αιγίοχου Δία·
αν κάποτε σε τούτο το παλάτι ο πολυμήχανός μου Οδυσσεύς
για χάρη σου έκαψε παχιά μεριά, βοδίσια ή κι αρνίσια,
τώρα θυμήσου τα, και γλίτωσέ μου τον μονάκριβό μου γιο,
κράτα μακριά του τους παράνομους, τους αλαζονικούς μνηστήρες.»
|