1340ΗΡΑ. Αλί! είναι αυτά σου ασήμαντα στις δυστυχιές μου.
Εγώ όμως δεν πιστεύω οι θεοί άνομους γάμους
να στέργουν· κι ότι δένουν σε δεσμά τα χέρια
των άλλων, ούτε το είπα κι ούτε θα με πείσουν,
κι ότι ο ένας είναι τ᾽ αλλουνού φυσικά αφέντης.
Γιατί κανέν᾽ ανάγκη ο θεός δεν έχει, αν είναι
αλήθεια θεός· των αοιδών τα λόγια είν᾽ άθλια.
Κι εγώ, αν και βρίσκομαι σε τέτοιες δυστυχίες,
σκέφθηκα μην αφήνοντας το φως με πάρουν
δειλόν, γιατί όποιος τα κακά δεν τα υποφέρει
1350δεν θα μπορούσε να σταθεί ενάντια σε βέλος,
τον θάνατο υπομένοντας· και λοιπόν θά ᾽ρθω
στην πόλη σου χρωστώντας μύριων δώρων χάρη.
γιατί και μύριους γεύτηκα πόνους ως τώρα:
κανέναν δεν αρνήθηκα κι ούτε απ᾽ τα μάτια
έχυσα δάκρυα κι ούτε πίστεψα ποτές μου
να φτάσω σε σημείο εγώ να χύσω δάκρυα.
Μα τώρα πρέπει να γενώ δούλος της τύχης.
Ω! βλέπεις τώρα, γέροντα, τον φευγωμό μου
και βλέπεις με των τέκνων μου φονιά τον ίδιο,
1360θάψε τα, νεκροστόλιστα, με πικρά δάκρυα
τίμα τα, γιατί εμένα ο νόμος δεν μ᾽ αφήνει·
κι ακούμπησέ τα στης μητέρας των τα στήθη
σε συντροφιά σπαραχτική, που ο ίδιος ο μαύρος
τη σκότωσ᾽ άθελα. Κι αφού τους παραχώσεις,
κάθου στην πόλη αυτή, άθλια μεν, μα τί να γίνει!
Ο που σας έσπειρε κι εγέννησε, ω παιδιά μου,
σας σκότωσε προτού προφθάστε να χαρείτε
όσα εγώ σας ετοίμαζα καλά με κόπους,
1370δόξα ζωής κι απόλαυση του πατρός τίμια.
Και σένα, ω δύστυχη, σε σκότωσ᾽ άδικα, όχι
όπως εσύ την κλίνην μου τίμια εκρατούσες,
μακριά κλεισίματα υπομένοντας στο σπίτι.
Αλί σ᾽ εμέ, στα τέκνα μου και στην καλή μου!
πόσο δυστύχησα και ξεζεμένος είμαι
από γυναίκα και παιδιά· ω φιλιών ολέθριες
γλυκάδες, και των όπλων μου συντροφιά ολέθρια!
Αμηχανώ, να τα κρατήσω ή να τα ρίξω,
που τα πλευρά μου εγγίζοντας τέτοια θα λένε·
1380«μ᾽ εμάς τ᾽ αθώα παιδάκια σου και την καλή σου
σκότωσες· και κρατείς εμάς τα παιδοφόνα».
Κι έπειτα εγώ στα χέρια μου θενα τα φέρνω;
τί λέγοντας; μα γυμνωμένος απ᾽ τα όπλα,
οπού μ᾽ αυτά κατόρθωσα τα πιο καλά έργα,
στους εχθρούς δινόμενος αισχρά ν᾽ αποθάνω;
δεν πρέπει να τ᾽ αφήσω, μα άθλια θα τα πάρω.
Μια χάρη κάνε μου, ω Θησέα· μαζί μου στο Άργος
έλα την αμοιβή να πάρω του Κερβέρου,
μην πάθω τίποτε απ᾽ τη λύπη μου μονάχος.
Ω γη του Κάδμου και λαέ των Θηβαίων, όλοι
1390κουρευτείτε, πενθήσατε, στον τάφο ελάτε
των παιδιών μου κι όλους μ᾽ ένα κλάμα κλάψτε,
και τους νεκρούς κι εμένα· ωιμέ, χαθήκαμε όλοι
με μια της Ήρας όμοια τύχη χτυπημένοι!
|