[64.1] Από τους Γυμνοσοφιστές συνέλαβε δέκα, εκείνους προ πάντων που έπεισαν τον Σάββα να αποστατήσει και είχαν προκαλέσει πάρα πολλά κακά στους Μακεδόνες, και θεωρούνταν δεινοί και σύντομοι στις απαντήσεις. Έθεσε σ᾽ αυτούς δύσκολες ερωτήσεις, λέγοντας ότι θα σκότωνε πρώτο αυτόν που δεν θα απαντούσε σωστά και μετά με τη σειρά τους άλλους· [64.2] έναν, τον πιο ηλικιωμένο, τον όρισε κριτή. Ο πρώτος λοιπόν που ρωτήθηκε τι από τα δυο πιστεύει, οι ζωντανοί είναι περισσότεροι ή οι πεθαμένοι, απάντησε οι ζωντανοί· γιατί οι νεκροί δεν υπάρχουν πια. [64.3] Ο δεύτερος που ρωτήθηκε αν η γη ή η θάλασσα τρέφει μεγαλύτερα θηρία, απάντησε η γη· [64.4] γιατί η θάλασσα είναι μέρος της. Ο τρίτος, στον οποίο υποβλήθηκε η ερώτηση ποιο είναι το πιο πανούργο ζώο, είπε αυτό που μέχρι τώρα δεν το έχει γνωρίσει ο άνθρωπος. [64.5] Ο τέταρτος, όταν ρωτήθηκε με ποιο σκεπτικό κίνησε σε αποστασία τον Σάββα, απάντησε: «επειδή ήθελα να ζει καλά ή να πεθάνει καλά» [64.6] Ο πέμπτος, που ρωτήθηκε ποια από τις δυο πιστεύει ότι έχει δημιουργηθεί πρώτη, η ημέρα ή η νύχτα, η ημέρα, είπε, μια ημέρα πριν· [64.7] και καθώς ο βασιλιάς τον έβλεπε σαστισμένος, πρόσθεσε ότι σε δύσκολες ερωτήσεις κατ᾽ ανάγκη είναι δύσκολες και οι απαντήσεις. [64.8] Αλλάζοντας τον τύπο της ερώτησης, ρώτησε τον έκτο πώς θα μπορούσε κάποιος να γίνει πάρα πολύ αγαπητός· αν, είπε, παρόλο που είναι πολύ δυνατός, δεν εμπνέει φόβο. [64.9] Από τους υπόλοιπους τρεις, ο ένας, στην ερώτηση πώς από άνθρωπος θα μπορούσε να γίνει κανείς θεός, απάντησε αν πετύχει αυτό που είναι αδύνατο να κατορθώσει ο άνθρωπος· [64.10] ο άλλος, όταν ρωτήθηκε σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο, ποιο από τα δυο είναι πιο δυνατό, απάντησε η ζωή, επειδή φέρνει τόσα πολλά κακά· [64.11] ο τελευταίος, στην ερώτηση μέχρι ποιαν ηλικία είναι καλό να ζει ο άνθρωπος, μέχρι το σημείο, είπε, που δεν θα θεωρεί τον θάνατο προτιμότερο από τη ζωή. [64.12] Μετά στράφηκε στον κριτή και του πρότεινε να πει τη γνώμη του. Όταν εκείνος είπε ότι ο ένας είχε απαντήσει χειρότερα από τον άλλον, ο Αλέξανδρος είπε: «Λοιπόν, εσύ, με τέτοια κρίση, θα πεθάνεις πρώτος». «Όχι, βέβαια, βασιλιά, εκτός και αν είπες ψέματα ότι θα σκότωνες πρώτο αυτόν που θα έδινε τη χειρότερη απάντηση». [65.1] Πρόσφερε λοιπόν σ᾽ αυτούς δώρα και τους άφησε ελεύθερους. Σε εκείνους όμως που ήταν πάρα πολύ ονομαστοί και ζούσαν ήσυχα, αποτραβηγμένοι από τον κόσμο, έστειλε τον Ονησίκριτο και τους παρακάλεσε να έρθουν σ᾽ αυτόν. [65.2] Ο Ονησίκριτος ήταν φιλόσοφος από αυτούς της σχολής του Διογένη του Κυνικού. Αυτός λέει ότι ο Καλανός με αλαζονικό και σκληρό τρόπο τον πρόσταξε να βγάλει τον χιτώνα του και να ακούσει γυμνός ό,τι είχε να του πει· αλλιώς δεν θα συζητούσε μαζί ούτε και αν είχε έρθει εκ μέρους του Δία. [65.3] Ο Δάνδαμις όμως ήταν πιο πράος και, όταν τον άκουσε να αναφέρεται στους Σωκράτη, Πυθαγόρα και Διογένη, είπε πόσο ευφυείς του φαίνονται ότι υπήρξαν οι άνθρωποι αυτοί, αλλά είχαν περάσει τη ζωή τους σεβόμενοι τους νόμους. [65.4] Άλλοι όμως λένε ότι ο Δάνδαμις δεν είπε τίποτε άλλο παρά μόνο τούτο: «για ποιο λόγο έκανε ο Αλέξανδρος τόσο δρόμο προς τα εδώ;» [65.5] Εκείνος που έπεισε τον Καλανό να πάει στον Αλέξανδρο ήταν ο Ταξίλης. Ο Καλανός ονομαζόταν Σφίνης· επειδή όμως, όποιους συναντούσε τους χαιρετούσε στην Ινδική γλώσσα με το Καλέ αντί του Χαίρε, ονομάστηκε από τους Έλληνες Καλανός. [65.6] Αυτός λένε ότι παρουσίασε στον Αλέξανδρο το παράδειγμα της εξουσίας. Πέταξε δηλαδή στη μέση ένα δέρμα ξερό και πολύ σκληρό και το πάτησε στην άκρη· αυτό, καθώς πιέστηκε σε ένα σημείο, στα άλλα σηκώθηκε. [65.7] Γυρίζοντας κυκλικά και πιέζοντας ένα ένα σημείο, έδειχνε ότι γινόταν το ίδιο, ώσπου, πατώντας στη μέση, το κράτησε και όλα τα σημεία έμειναν σταθερά. [65.8] Επιθυμούσε να είναι αυτή η εικόνα απόδειξη ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε να ελέγχει κυρίως το κέντρο της Επικράτειάς του και να μην περιπλανιέται μακριά από αυτό.
|