Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (166.1-170.1)


166. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΑΤΟΝ
[166.1] λύκος ὑπὸ κυνῶν δηχθεὶς καὶ κακῶς διατεθεὶς ἐβέβλητο τροφὴν ἑαυτῷ περιποιεῖσθαι μὴ δυνάμενος. καὶ δὴ θεασάμενος πρόβατον τούτου ἐδεήθη ποτὸν αὐτῷ ὀρέξαι ἐκ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ. «ἐὰν γὰρ σύ μοι», φησί, «ποτὸν δῷς, ἐγὼ τὴν τροφὴν ἐμαυτῷ εὑρήσω». τὸ δὲ ὑποτυχὸν ἔφη· «ἐὰν ποτόν σοι ἐγὼ ἐπιδώσω, σὺ καὶ τροφῇ μοι χρήσῃ».
πρὸς ἄνδρα κακοῦργον δι᾽ ὑποκρίσεως ἐνεδρεύοντα ὁ λόγος εὔκαιρος.

167. ΛΕΑΙΝΑ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[167.1] λέαινα ὀνειδιζομένη ὑπ᾽ ἀλώπεκος ἐπὶ τῷ διὰ παντὸς ἕνα τίκτειν ἔφη· «ἀλλὰ λέοντα».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ καλὸν οὐκ ἐν πλήθει, ἀλλ᾽ ἐν ἀρετῇ.

168. ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΑΡΝΙΟΝ
[168.1] λύκος ἀρνίον ἐδίωκεν, τὸ δὲ εἴς τι ἱερὸν κατέφυγε. προκαλουμένου δὲ αὐτὸ τοῦ λύκου καὶ λέγοντος, ὅτι θυσιάσει αὐτὸ ὁ ἱερεύς, εἰ καταλάβῃ, τῷ θεῷ, ἐκεῖνο ἔφη· «ἀλλ᾽ αἱρετώτερόν μοί ἐστι θεοῦ θυσίαν γενέσθαι ἢ ὑπὸ σοῦ διαφθαρῆναι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἷς ἐπίκειται τὸ ἀποθανεῖν, κρείττων ἐστὶ ὁ μετὰ δόξης θάνατος.

169. ΛΑΓΩΟΙ ΚΑΙ ΑΛΩΠΕΚΕΣ
[169.1] λαγωοί ποτε πολεμοῦντες ἀετοῖς παρεκάλουν εἰς συμμαχίαν ἀλώπεκας. αἱ δὲ ἔφασαν· «ἐβοηθήσαμεν ἂν ὑμῖν, εἰ μὴ ᾔδειμεν, τίνες ἦτε καὶ τίσι πολεμεῖτε».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φιλονεικοῦντες τοῖς κρείττοσι τῆς ἑαυτῶν σωτηρίας καταφρονοῦσι.

170. ΜΑΝΤΙΣ
[170.1] μάντις ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς καθεζόμενος ἠργυρολόγει. ἐλθόντος δέ τινος αἰφνίδιον πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπαγγείλαντος, ὡς τῆς οἰκίας αὐτοῦ αἱ θύραι ἀνεσπασμέναι εἰσὶ καὶ πάντα τὰ ἔνδον ἐκπεφορημένα, ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαῖος τὸ γεγονὸς ὀψόμενος. τῶν δὲ παρατυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν· «ὦ οὗτος, σὺ τὰ ἀλλότρια πράγματα προειδέναι ἐπαγγελλόμενος τὰ σαυτοῦ οὐ προεμαντεύου;»
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους, οἳ τὸν ἑαυτῶν βίον φαύλως διοικοῦντες τῶν μηδὲν προσηκόντων προνοεῖσθαι πειρῶνται.


166. Ο λύκος και το πρόβατο.
[166.1] Ήταν μια φορά ένας λύκος που τον καταδάγκωσαν τα σκυλιά και τον άφησαν σε απελπιστική κατάσταση. Κειτόταν λοιπόν σωριασμένος χάμω και δεν μπορούσε να πιάσει τίποτε για να φάει. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πήρε το μάτι του ένα πρόβατο εκεί κοντά. Αμέσως ξέσπασε σε παρακάλια, γυρεύοντας από το ζώο να του φέρει λιγουλάκι νερό από το ποταμάκι που κυλούσε παραδίπλα. «Αχ, μια στάλα νεράκι μόνο φέρε μου», το εκλιπαρούσε, «και εγώ θα καταφέρω μετά να βρω και τροφή». Όμως το πρόβατο δεν τον άφησε να τελειώσει: «Δεν σφάξανε», του αποκρίθηκε. «Σιγά μη σου φέρω εγώ νεράκι, για να με μεταχειριστείς μετά εμένα σαν τροφή σου».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για κανέναν κακούργο που πασχίζει με την υποκρισία να στήσει παγίδες στους άλλους.

167. Η λιονταρίνα και η αλεπού.
[167.1] Μια φορά η αλεπού περιγελούσε τη λιονταρίνα επειδή σε όλη της τη ζωή δεν είναι άξια να γεννήσει παρά μόνο ένα παιδί. «Ένα, αλλά λιοντάρι», αποκρίθηκε εκείνη.
Το δίδαγμα του μύθου: Η αξία δεν βρίσκεται στην ποσότητα αλλά στις αρετές.

168. Ο λύκος και το αρνάκι.
[168.1] Μια φορά ο λύκος κυνηγούσε το αρνάκι, ώσπου εκείνο γύρεψε καταφύγιο σε κάποιον ναό. Ο λύκος τότε του φώναζε να βγει έξω, με τη δικαιολογία ότι ο παπάς θα το θυσιάσει στον θεό άμα το πιάσει εκεί μέσα. Όμως το αρνάκι τού αντέτεινε: «Τί λες μωρέ; Κάλλιο να γίνω θυσία για τον θεό παρά να με κατασπαράξεις εσύ».
Το δίδαγμα του μύθου: Αν είναι αναπόφευκτος ο θάνατος, πιο καλά να πεθάνεις ένδοξα.

169. Οι λαγοί και οι αλεπούδες.
[169.1] Κάποτε οι λαγοί έκαναν πόλεμο με τους αετούς και πρότειναν στις αλεπούδες να συμμαχήσουν μαζί τους. Εκείνες όμως αποκρίθηκαν: «Δεν θα είχαμε αντίρρηση να σας βοηθήσουμε. Έλα όμως που ξέρουμε καλά τί σόι πλάσματα είστε και με ποιούς πολεμάτε».
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι τα βάζουν με τους ανώτερούς τους δεν λογαριάζουν καθόλου το συμφέρον τους.

170. Ο μάντης.
[170.1] Ήταν ένας μάντης που καθόταν στην αγορά και μάζευε λεφτά προφητεύοντας το μέλλον στους περαστικούς. Ξαφνικά, που λέτε, τον πλησίασε κάποιος και του ανήγγειλε ότι κλέφτες είχαν διαρρήξει την πόρτα του σπιτιού του και είχαν σηκώσει όλα τα πράγματά του από μέσα. Αμέσως ο μάντης πετάχτηκε πάνω αναστατωμένος και έφυγε τρεχάτος για να δει τί είχε συμβεί, κλαίγοντας σε όλον τον δρόμο. Τότε κάποιος περαστικός, από αυτούς που έτυχε να βρίσκονται εκεί γύρω, τον είδε και σάρκασε: «Βρε αθεόφοβε, τί καθόσουνα και διαλαλούσες ότι μπορείς να προβλέψεις το μέλλον των άλλων, άμα δεν ήσουν σε θέση να μαντέψεις το δικό σου;».
Ο μύθος αυτός προορίζεται για ορισμένη κατηγορία ανθρώπων: Εκείνους δηλαδή που διαχειρίζονται πολύ άσχημα τη δική τους ζωή, αλλά παρ᾽ όλα αυτά θέλουν να χώνουν τη μύτη τους σε υποθέσεις για τις οποίες δεν τους πέφτει λόγος.