Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (1.204.1-1.207.7)

[1.204.1] Τὰ μὲν δὴ πρὸς ἑσπέρην τῆς θαλάσσης ταύτης τῆς Κασπίης καλεομένης ὁ Καύκασος ἀπέργει, τὰ δὲ πρὸς ἠῶ τε καὶ ἥλιον ἀνατέλλοντα πεδίον ἐκδέκεται πλῆθος ἄπειρον ἐς ἄποψιν. τοῦ ὦν δὴ πεδίου ‹τούτου› τοῦ μεγάλου οὐκ ἐλαχίστην μοῖραν μετέχουσι οἱ Μασσαγέται, ἐπ᾽ οὓς ὁ Κῦρος ἔσχε προθυμίην στρατεύσασθαι· [1.204.2] πολλά τε γάρ μιν καὶ μεγάλα τὰ ἐπαείροντα καὶ ἐποτρύνοντα ἦν, πρῶτον μὲν ἡ γένεσις, τὸ δοκέειν πλέον τι εἶναι ἀνθρώπου, δεύτερα δὲ ἡ εὐτυχίη ἡ κατὰ τοὺς πολέμους γενομένη· ὅκῃ γὰρ ἰθύσειε στρατεύεσθαι Κῦρος, ἀμήχανον ἦν ἐκεῖνο τὸ ἔθνος διαφυγεῖν. [1.205.1] ἦν δὲ τοῦ ἀνδρὸς ἀποθανόντος, γυνὴ τῶν Μασσαγετέων βασίλεια· Τόμυρίς οἱ ἦν οὔνομα. ταύτην πέμπων ὁ Κῦρος ἐμνᾶτο τῷ λόγῳ, θέλων γυναῖκά ἣν ἔχειν. ἡ δὲ Τόμυρις, συνιεῖσα οὐκ αὐτήν μιν μνώμενον ἀλλὰ τὴν Μασσαγετέων βασιληίην, ἀπείπατο τὴν πρόσοδον. [1.205.2] Κῦρος δὲ μετὰ τοῦτο, ὥς οἱ δόλῳ οὐ προεχώρεε, ἐλάσας ἐπὶ τὸν Ἀράξην ἐποιέετο ἐκ τοῦ ἐμφανέος ἐπὶ τοὺς Μασσαγέτας στρατηίην, γεφύρας τε ζευγνύων ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ διάβασιν τῷ στρατῷ καὶ πύργους ἐπὶ πλοίων τῶν διαπορθμευόντων τὸν ποταμὸν οἰκοδομεόμενος. [1.206.1] ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε· Ὦ βασιλεῦ Μήδων, παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις· οὐ γὰρ ἂν εἰδείης εἴ τοι ἐς καιρὸν ἔσται ταῦτα τελεόμενα· παυσάμενος δὲ βασίλευε τῶν σεωυτοῦ καὶ ἡμέας ἀνέχεο ὁρέων ἄρχοντας τῶν περ ἄρχομεν. [1.206.2] οὐκ ὦν ἐθελήσεις ὑποθήκῃσι τῃσίδε χρᾶσθαι, ἀλλὰ πάντως μᾶλλον ἢ δι᾽ ἡσυχίης εἶναι· σὺ δὲ εἰ μεγάλως προθυμέαι Μασσαγετέων πειρηθῆναι, φέρε, μόχθον μὲν τὸν ἔχεις ζευγνὺς τὸν ποταμὸν ἄφες, σὺ δὲ ἡμέων ἀναχωρησάντων ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ τριῶν ἡμερέων ὁδὸν διάβαινε ἐς τὴν ἡμετέρην. [1.206.3] εἰ δ᾽ ἡμέας βούλεαι ἐσδέξασθαι μᾶλλον ἐς τὴν ὑμετέρην, σὺ τὠυτὸ τοῦτο ποίεε. ταῦτα δὲ ἀκούσας ὁ Κῦρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους, συναγείρας δὲ τούτους ἐς μέσον σφι προετίθεε τὸ πρῆγμα, συμβουλευόμενος ὁκότερα ποιέῃ. τῶν δὲ κατὰ τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνεξέπιπτον κελευόντων ἐσδέκεσθαι Τόμυρίν τε καὶ τὸν στρατὸν αὐτῆς ἐς τὴν χώρην. [1.207.1] παρεὼν δὲ καὶ μεμφόμενος τὴν γνώμην ταύτην Κροῖσος ὁ Λυδὸς ἀπεδείκνυτο ἐναντίην τῇ προκειμένῃ γνώμῃ, λέγων τάδε· Ὦ βασιλεῦ, εἶπον μὲν καὶ πρότερόν τοι [ὅτι] ἐπεί με Ζεὺς ἔδωκέ τοι, τὸ ἂν ὁρῶ σφάλμα ἐὸν οἴκῳ τῷ σῷ, κατὰ δύναμιν ἀποτρέψειν. τὰ δέ μοι παθήματα ἐόντα ἀχάριτα μαθήματα γέγονε. [1.207.2] εἰ μὲν ἀθάνατος δοκέεις εἶναι καὶ στρατιῆς τοιαύτης ἄρχειν, οὐδὲν ἂν εἴη πρῆγμα γνώμας ἐμὲ σοὶ ἀποφαίνεσθαι· εἰ δ᾽ ἔγνωκας ὅτι ἄνθρωπος καὶ σὺ εἶς καὶ ἑτέρων τοιῶνδε ἄρχεις, ἐκεῖνο πρῶτον μάθε ὡς κύκλος τῶν ἀνθρωπηίων ἐστὶ πρηγμάτων, περιφερόμενος δὲ οὐκ ἐᾷ αἰεὶ τοὺς αὐτοὺς εὐτυχέειν. [1.207.3] ἤδη ὦν ἔχω γνώμην περὶ τοῦ προκειμένου πρήγματος τὰ ἔμπαλιν ἢ οὗτοι. εἰ γὰρ ἐθελήσομεν ἐσδέξασθαι τοὺς πολεμίους ἐς τὴν χώρην, ὅδε τοι ἐν αὐτῷ κίνδυνος ἔνι. ἑσσωθεὶς μὲν προσαπολλύεις πᾶσαν τὴν ἀρχήν· δῆλα γὰρ δὴ ὅτι νικῶντες Μασσαγέται οὐ τὸ ὀπίσω φεύξονται ἀλλ᾽ ἐπ᾽ ἀρχὰς τὰς σὰς ἐλῶσι. [1.207.4] νικῶν δὲ οὐ νικᾷς τοσοῦτον ὅσον εἰ διαβὰς ἐς τὴν ἐκείνων νικῶν Μασσαγέτας ἕποιο φεύγουσι· τὠυτὸ γὰρ ἀντιθήσω ἐκείνῳ, ὅτι νικήσας τοὺς ἀντιουμένους ἐλᾷς ἰθὺ τῆς ἀρχῆς τῆς Τομύριος. [1.207.5] χωρίς τε τοῦ ἀπηγημένου αἰσχρὸν καὶ οὐκ ἀνασχετὸν Κῦρόν γε τὸν Καμβύσεω γυναικὶ εἴξαντα ὑποχωρῆσαι τῆς χώρης. νῦν ὦν μοι δοκέει διαβάντας προελθεῖν ὅσον ἂν ἐκεῖνοι ὑπεξίωσι, ἐνθεῦτεν δὲ τάδε ποιεῦντας πειρᾶσθαι ἐκείνων περιγίνεσθαι. [1.207.6] ὡς γὰρ ἐγὼ πυνθάνομαι, Μασσαγέται εἰσὶ ἀγαθῶν τε Περσικῶν ἄπειροι καὶ καλῶν μεγάλων ἀπαθέες. τούτοισι ὦν τοῖσι ἀνδράσι τῶν προβάτων ἀφειδέως πολλὰ κατακόψαντας καὶ σκευάσαντας προθεῖναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ τῷ ἡμετέρῳ δαῖτα, πρὸς δὲ καὶ κρητῆρας ἀφειδέως οἴνου ἀκρήτου καὶ σιτία παντοῖα· [1.207.7] ποιήσαντας δὲ ταῦτα, ὑπολειπομένους τῆς στρατιῆς τὸ φλαυρότατον, τοὺς λοιποὺς αὖτις ἐξαναχωρέειν ἐπὶ τὸν ποταμόν. ἢν γὰρ ἐγὼ γνώμης μὴ ἁμάρτω, κεῖνοι ἰδόμενοι ἀγαθὰ πολλὰ τρέψονταί τε πρὸς αὐτὰ καὶ ἡμῖν τὸ ἐνθεῦτεν λείπεται ἀπόδεξις ἔργων μεγάλων.

[1.204.1] Λοιπόν από τη δυτική μεριά τη θάλασσα αυτή, που έχει το όνομα Κασπία, την κλείνει ο Καύκασος· προς τη μεριά που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος, απλώνεται μια πεδιάδα απέραντη, που χάνεται το μάτι του ανθρώπου. Από τη μεγάλη αυτή πεδιάδα ένα κομμάτι —κι όχι το μικρότερο— το πιάνουν οι Μασσαγέτες, που εναντίον τους ζήτησε ο Κύρος να κινήσει το στρατό του. [1.204.2] Γιατί ήταν πολλές και μεγάλες οι αιτίες που τον ξεσήκωναν και τον παρακινούσαν σ᾽ αυτό τον Κύρο: πρώτα η γέννησή του, που τον έκανε να πιστεύει πως είναι κάτι παραπάνω από άνθρωπος· ύστερα η επιτυχία του στους προηγούμενους πολέμους· γιατί όπου έβαζε στο νου του να εκστρατεύσει ο Κύρος, δεν υπήρχε τρόπος ο λαός αυτός να του γλιτώσει.
[1.205.1] Στο μεταξύ οι Μασσαγέτες, ύστερα από το θάνατο του ανδρός της, είχαν βασίλισσά τους τη γυναίκα του. Το όνομά της ήταν Τόμυρις. Σ᾽ αυτή λοιπόν έστειλε ανθρώπους του ο Κύρος και τη ζήταγε σε γάμο, λέγοντας τάχα πως τη θέλει για γυναίκα του. Όμως η Τόμυρις, που κατάλαβε ότι ο Κύρος δεν ορεγόταν αυτή την ίδια αλλά τη βασιλεία των Μασσαγετών, του αρνήθηκε την άδεια να παρουσιαστεί μπροστά της. [1.205.2] Ύστερα από αυτό ο Κύρος (αφού το πράγμα δεν πέτυχε με την απάτη) προχώρησε προς τον ποταμό Αράξη, και φανερά πια κινούσε το στρατό του εναντίον των Μασσαγετών, ρίχνοντας γεφύρια για να περάσει ο στρατός του το ποτάμι, και χτίζοντας πάνω στα πλοία, που χρησίμευαν για το πέρασμα του ποταμού, πύργους.
[1.206.1] Κι ενώ ο Κύρος καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Τόμυρις του έστειλε κήρυκα που είπε τα εξής: «Βασιλιά των Μήδων σταμάτα τα έργα που με πολλή σπουδή ετοιμάζεις· γιατί δεν είναι δυνατό να ξέρεις αν η εκτέλεσή τους θα σου βγει σε καλό. Σταμάτα, μείνε βασιλιάς στους δικούς σου, και καταδέξου να μας βλέπεις και μας να ορίζουμε ό,τι ορίζουμε. [1.206.2] Ωστόσο ξέρω, δε θα θελήσεις να ακούσεις τις συμβουλές μου, αλλά θα κάνεις οτιδήποτε άλλο, μόνο ήσυχος δε θα μείνεις. Αν λοιπόν τόσο μεγάλος είναι ο πόθος σου να αναμετρηθείς με τους Μασσαγέτες, πάψε πια να σκοτίζεσαι προσπαθώντας να γεφυρώσεις το ποτάμι· εμείς θα απομακρυνθούμε από την όχθη του σε απόσταση τριών ημερών, και συ πέρασε αντίκρυ στη χώρα μας. [1.206.3] Αν πάλι θες να μας δεχθείς καλύτερα στη χώρα σου, κάνε εσύ αυτό το ίδιο». Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κύρος, κάλεσε σε συμβούλιο τους πρώτους ανάμεσα στους Πέρσες, και εκεί μπροστά σ᾽ όλους που είχε μαζέψει εξέθεσε το ζήτημα, ζητώντας τη συμβουλή τους, τί από τα δύο να έκανε. Κι όλων αυτών οι γνώμες συνέπεσαν: του συνιστούσαν να δεχτεί την Τόμυρη και το στρατό της στη χώρα του.
[1.207.1] Όμως εκεί ήταν κι ο Κροίσος ο Λυδός που κατηγόρησε τη γνώμη αυτή κι είπε μιαν άλλη, αντίθετη από την πρόταση των άλλων, λέγοντας: «Βασιλιά μου, κι άλλοτε σου το είπα: μια κι ο Δίας με παρέδωσε σε σένα, όποιο κακό κι αν βλέπω να απειλεί το σπιτικό σου, θα κοιτάζω το κατά δύναμιν να το αποτρέψω. Γιατί εμένα τα παθήματα, όσο πικρά κι αν στάθηκαν, μου έγιναν μαθήματα. [1.207.2] Αν βέβαια πιστεύεις πως είσαι αθάνατος και ότι κυβερνάς ένα στρατό παρόμοιο, δε θα είχα κανένα λόγο να σου αναλύω τις σκέψεις μου. Αν όμως παραδέχεσαι πως άνθρωπος είσαι και συ και ότι τέτοιοι είναι κι αυτοί που κυβερνάς, τούτο πρώτα στοχάσου· πως οι τύχες των ανθρώπων είναι δεμένες σ᾽ ένα τροχό, που όλο γυρίζει και δεν αφήνει πάντα τους ίδιους να ευτυχούν. [1.207.3] Και τώρα για το προκείμενο ζήτημα: η γνώμη μου είναι αντίθετη απ᾽ ό,τι αυτών εδώ. Γιατί αν θελήσουμε να δεχτούμε τους εχθρούς στη χώρα μας, νά ποιός κίνδυνος υπάρχει σ᾽ αυτή τη λύση: Αν νικηθείς, χάνεις κοντά στη μάχη κι όλο το βασίλειό σου· γιατί είναι φανερό πως αν νικήσουν οι Μασσαγέτες, δε θα φύγουν πάλι πίσω, αλλά θα κινηθούν να χτυπήσουν τις σατραπείες σου. [1.207.4] Αν πάλι νικήσεις, η νίκη σου δε θα είναι τόσο μεγάλη, όσο αν περνώντας απέναντι και νικώντας τους Μασσαγέτες, τους έπαιρνες από πίσω στο φευγιό τους· γιατί τότε θα στρέψω αυτό που είπα προηγουμένως από εκείνους σε σένα: πως δηλαδή εσύ, νικώντας αυτούς που θα σου αντισταθούν, θα προχωρήσεις ύστερα κατευθείαν για το βασίλειο της Τόμυρης. [1.207.5] Αλλά και ανεξάρτητα από όσα είπαμε, είναι ντροπή αβάσταχτη, ο Κύρος του Καμβύση ο γιος, να αποσυρθεί στη χώρα του υποχωρώντας μπροστά σε μια γυναίκα. Τώρα λοιπόν η γνώμη μου είναι να περάσουμε το ποτάμι, να προχωρήσουμε τόσο, όσο εκείνοι θα υποχωρήσουν, και από τη θέση αυτή να δοκιμάσουνε να τους νικήσουμε εφαρμόζοντας το εξής σχέδιο: [1.207.6] Όπως πληροφορούμαι οι Μασσαγέτες δεν ξέρουν τις απολαύσεις των Περσών, ούτε και γεύθηκαν χαρές μεγάλες· για τέτοιους λοιπόν άνδρες ας σφάξουμε, δίχως να τα φειδωλευτούμε, πολλά γιδοπρόβατα, κι αφού τα ετοιμάσουμε, ας στρώσουμε εκεί μπροστά στο στρατόπεδό μας τραπέζι, κι ας στέκουν πλάι κρατήρες ξέχειλοι από αγνό κρασί κι άλλα φαγώσιμα κάθε λογής. [1.207.7] Ύστερα αφήνουμε εκεί τους χειρότερους από τους στρατιώτες μας, κι οι άλλοι ας ξεκινήσουμε πίσω για το ποτάμι. Αν δεν αποδειχτεί στραβή η γνώμη μου, οι Μασσαγέτες βλέποντας τα πολλά αγαθά, θα ριχτούν πάνω σ᾽ αυτά — και τότε είναι ευκαιρία για μας να μεγαλουργήσομε».