Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1348-1372)


ΦΙ. ὦ στυγνὸς αἰών, τί με, τί δῆτ᾽ ἔχεις ἄνω
βλέποντα, κοὐκ ἀφῆκας εἰς Ἅιδου μολεῖν;
1350οἴμοι, τί δράσω; πῶς ἀπιστήσω λόγοις
τοῖς τοῦδ᾽, ὃς εὔνους ὢν ἐμοὶ παρῄνεσεν;
ἀλλ᾽ εἰκάθω δῆτ᾽; εἶτα πῶς ὁ δύσμορος
ἐς φῶς τάδ᾽ ἔρξας εἶμι; τῷ προσήγορος;
πῶς, ὦ τὰ πάντ᾽ ἰδόντες ἀμφ᾽ ἐμοὶ κύκλοι,
1355ταῦτ᾽ ἐξανασχήσεσθε, τοῖσιν Ἀτρέως
ἐμὲ ξυνόντα παισίν, οἵ μ᾽ ἀπώλεσαν;
πῶς τῷ πανώλει παιδὶ τῷ Λαερτίου;
οὐ γάρ με τἄλγος τῶν παρελθόντων δάκνει,
ἀλλ᾽ οἷα χρὴ παθεῖν με πρὸς τούτων ἔτι
1360δοκῶ προλεύσσειν. οἷς γὰρ ἡ γνώμη κακῶν
μήτηρ γένηται, πάντα παιδεύει κακούς.
καὶ σοῦ δ᾽ ἔγωγε θαυμάσας ἔχω τόδε.
χρῆν γάρ σε μήτ᾽ αὐτόν ποτ᾽ ἐς Τροίαν μολεῖν,
ἡμᾶς τ᾽ ἀπείργειν· οἵ γέ σου καθύβρισαν,
πατρὸς γέρας συλῶντες [οἳ τὸν ἄθλιον
Αἴανθ᾽ ὅπλων σοῦ πατρὸς ὕστερον δίκῃ
1365Ὀδυσσέως ἔκριναν]. εἶτα τοῖσδε σὺ
εἶ ξυμμαχήσων, κἄμ᾽ ἀναγκάζεις τάδε;
μὴ δῆτα, τέκνον· ἀλλά μ᾽, ὃ ξυνῄνεσας,
πέμψον πρὸς οἴκους· καὐτὸς ἐν Σκύρῳ μένων
ἔα κακῶς αὐτοὺς ἀπόλλυσθαι κακούς.
1370χοὕτω διπλῆν μὲν ἐξ ἐμοῦ κτήσῃ χάριν,
διπλῆν δὲ πατρός· κοὐ κακοὺς ἐπωφελῶν
δόξεις ὅμοιος τοῖς κακοῖς πεφυκέναι.


ΦΙΛ. Ω ζωή μαύρη, πώς ακόμη απάνω
στον κόσμο με κρατείς και δε μ᾽ αφήνεις
να πάω στον Άδη; αλί μου, τί να κάμω;
1350και πώς στα λόγια αυτού να μην πιστέψω,
που έτσι καλοπροαίρετα για μένα
με συμβουλεύει; λοιπόν πρέπει
να υποχωρήσω· κι έπειτ᾽ αν το κάμω,
πώς θα μπορώ να βγαίνω ο άμοιρος
στης ημέρας το φως; με ποιό θενά ᾽χω
να πω ένα λόγο; πώς θα το βαστάτε,
ω μάτια, που είδατ᾽ όλα μου τα πάθη,
να ζω με τα παιδιά μαζί του Ατρέα
που με κατάστρεψαν, και πώς με του
Λαέρτη τον καταραμένο γιο;
Γιατί δεν είναι ο πόνος που με σκίζει
των περασμένων, μα θαρρώ, προβλέπω
κι όσα πρέπει απ᾽ αυτούς να πάθω ακόμα·
1360γιατ᾽ ο νους που γεννήσει άπαξ το κρίμα,
μαθαίνει πια κακός και στ᾽ άλλα να ᾽ναι.
Μα εγώ ᾽μαι ν᾽ απορήσω και με σένα,
που έπρεπ᾽ εσύ μήτε ποτέ κι ο ίδιος
στην Τροία να πας κι άλλους να μην αφήνεις,
μια που και τέτοια προσβολή σού εκάμαν,
να σου κλέψουν του πατέρα σου τα όπλα·
κι έπειτα θες να πας να πολεμήσεις
μαζί μ᾽ αυτούς και βιάζεις και μένα;
Όχι, παιδί μου, μα πιστός στους όρκους
που μου ᾽δωσες πάρε με να με πας
στον τόπο μου· και συ μείνε στη Σκύρο
κι άφησ᾽ τους άθλιους άθλια να χαθούνε·
1370κι έτσι διπλή θενά ᾽χεις κι από μένα
διπλή κι απ᾽ τον πατέρα σου τη χάρη
και δε θενα φανείς, αν θα συντρέξεις
κακούς ανθρώπους, πως και συ είσαι τέτοιος.