Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (1155-1191)


ΕΞΟΔΟΣ


ΑΓΓΕΛΟΣ
1155Κάδμου πάροικοι καὶ δόμων Ἀμφίονος,
οὐκ ἔσθ᾽ ὁποῖον στάντ᾽ ἂν ἀνθρώπου βίον
οὔτ᾽ αἰνέσαιμ᾽ ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ.
τύχη γὰρ ὀρθοῖ καὶ τύχη καταρρέπει
τὸν εὐτυχοῦντα τόν τε δυστυχοῦντ᾽ ἀεί·
1160καὶ μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς.
Κρέων γὰρ ἦν ζηλωτός, ὡς ἐμοί, ποτέ,
σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα,
λαβών τε χώρας παντελῆ μοναρχίαν
ηὔθυνε, θάλλων εὐγενεῖ τέκνων σπορᾷ·
1165καὶ νῦν ἀφεῖται πάντα. τὰς γὰρ ἡδονὰς
ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ
ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν.
πλούτει τε γὰρ κατ᾽ οἶκον, εἰ βούλῃ, μέγα,
καὶ ζῆ τύραννον σχῆμ᾽ ἔχων, ἐὰν δ᾽ ἀπῇ
1170τούτων τὸ χαίρειν, τἄλλ᾽ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς
οὐκ ἂν πριαίμην ἀνδρὶ πρὸς τὴν ἡδονήν.
ΧΟ. τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;
ΑΓ. τεθνᾶσιν· οἱ δὲ ζῶντες αἴτιοι θανεῖν.
ΧΟ. καὶ τίς φονεύει; τίς δ᾽ ὁ κείμενος; λέγε.
1175ΑΓ. Αἵμων ὄλωλεν· αὐτόχειρ δ᾽ αἱμάσσεται.
ΧΟ. πότερα πατρῴας, ἢ πρὸς οἰκείας χερός;
ΑΓ. αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ, πατρὶ μηνίσας φόνου.
ΧΟ. ὦ μάντι, τοὔπος ὡς ἄρ᾽ ὀρθὸν ἤνυσας.
ΑΓ. ὡς ὧδ᾽ ἐχόντων τἄλλα βουλεύειν πάρα.
1180ΧΟ. καὶ μὴν ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ
δάμαρτα τὴν Κρέοντος· ἐκ δὲ δωμάτων
ἤτοι κλύουσα παιδὸς ἢ τύχῃ περᾷ.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
ὦ πάντες ἀστοί, τῶν λόγων ἐπῃσθόμην
πρὸς ἔξοδον στείχουσα, Παλλάδος θεᾶς
1185ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος.
καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ᾽ ἀνασπαστοῦ πύλης
χαλῶσα, καί με φθόγγος οἰκείου κακοῦ
βάλλει δι᾽ ὤτων· ὑπτία δὲ κλίνομαι
δείσασα πρὸς δμωαῖσι κἀποπλήσσομαι.
1190ἀλλ᾽ ὅστις ἦν ὁ μῦθος αὖθις εἴπατε·
κακῶν γὰρ οὐκ ἄπειρος οὖσ᾽ ἀκούσομαι.


ΕΞΟΔΟΣ


ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω εσείς που πλάι καθόστε στα παλάτια
του Κάδμου και τ᾽ Αμφίονα, δεν υπάρχει
άνθρωπος, που όσο θα βαστά η ζωή του,
ή να τον μακαρίσω ή να τον κλάψω·
γιατ᾽ είναι η τύχη πάντα που ανυψώνει
τον ένα ευτυχισμένο κι έναν άλλο
δυστυχισμένο τον σωριάζει χάμω·
και κανείς δε μπορεί να προφητέψει
1160το τί φυλάει η Μοίρα στους ανθρώπους.
Κι ο Κρέοντας μια φορά, όσο για μένα,
ζηλευτός ήταν, γιατ᾽ αφού είχε σώσει
την πόλη αυτή του Κάδμου απ᾽ τους εχθρούς της
και πήρε την απόλυτη εξουσία
της χώρας, κυβερνούσε ευτυχισμένος
ανάμεσα στα ευγενικά παιδιά του.
Και τώρα όλα χαθήκανε, γιατί όταν
κάθε χαρά τον άνθρωπο προδώσει,
δε θα πω εγώ πως αυτός ζει, τον παίρνω
για ζωντανό νεκρό· σώριαζε να ᾽χεις
στα σπίτια σου, αν σ᾽ αρέσει, άμετρα πλούτη,
πήγαινε να ᾽σαι βασιλιάς με τα όλα,
αν απ᾽ αυτά λείπει η χαρά, εγώ τ᾽ άλλα
δε θα ᾽θελα να του τ᾽ αγόραζα ούτε
1170με σκιά καπνού, μπρος στης χαράς τη γλύκα.
ΧΟΡ. Ποιά ᾽ναι αυτή πάλι η συφορά που φέρνεις
στους βασιλιάδες; ΑΓΓ. Έχουν σκοτωθεί,
κι οι ζωντανοί αφορμή του σκοτωμού των.
ΧΟΡ. Ποιός σκότωσε; Ποιός είναι ο σκοτωμένος;
ΑΓΓ. Ο Αίμονας πάει, σφαγμένος με το χέρι —
ΧΟΡ. Του πατέρα του τάχα, ή το δικό του;
ΑΓΓ. Ο ίδιος με το δικό του μανιασμένος
με το γονιό του εξ αφορμής του φόνου.
ΧΟΡ. Ω μάντη, τί σωστά όσα είπες βγαίνουν.
ΑΓΓ. Έτσι ᾽ναι αυτά· καιρός για τ᾽ άλλα τώρα
να γίνει σκέψη. ΧΟΡ. Μα νά, βλέπω φτάνει
1180κατά δω κι η ταλαίπωρη η γυναίκα
του Κρέοντα, η Ευρυδίκη, είτε άκουσε
για το παιδί της τίποτα, ή κι έτσι
έτυχε απ᾽ το παλάτι έξω να βγαίνει.
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ω εσείς πολίτες, πήρανε τ᾽ αυτιά μου
τα λόγια σας, ενώ ήμουνε για νά ᾽βγω
να πάω να προσκυνήσω και να τάξω
τη θεά Παλλάδα· κι έτυχε την ώρα
που σήκωνα το σύρτη για ν᾽ ανοίξω,
και μου χτυπά σα μια βουή στ᾽ αυτιά μου
σπιτικής συφοράς· απ᾽ την τρομάρα
μου κόβουνται τα γόνατα και γέρνω
παράλυτη στα χέρια τω δουλώ μου·
1190μα ό,τι και να ᾽ναι ξαναπέτε μού τα
τί λέγατε, κι αμάθητη δεν είμαι
εγώ από συφορές για να τ᾽ ακούσω.


ΕΞΟΔΟΣ


(μπαίνει ο Άγγελος)
ΑΓΓΕΛΟΣ
Εσείς που κατοικείτε γύρω στα σπίτια του Κάδμου
και του Αμφίωνα,
τη ζωή του ανθρώπου εγώ ποτέ δεν θα παινέψω
ούτε θα πω κακό,
κι ας είναι ό,τι κι αν είναι,
γιατί πάντα η τύχη τον σηκώνει
κι η τύχη τον γκρεμίζει πάλι
κι αυτόν που ζει ευτυχισμένος κι αυτόν που κακοπερνά,
και δεν μπορεί κανείς να προφητεύσει στους θνητούς
1160το τί τους μέλλεται·
νά, και ο Κρέων που μια φορά, θαρρώ, ήτανε ζηλευτός,
έσωσε απ᾽ τους εχθρούς του Κάδμου αυτή τη γη
και παίρνοντας τη μοναρχία της χώρας όλη επάνω του βασίλευε,
ανθίζοντας μες στων ευγενικών παιδιών του τη σπορά.
Και τώρα όλα τα χάνει· γιατί όταν το σώμα του ανθρώπου
δεν αισθάνεται πια γλύκα, πες τον πως δεν ζει
παρά είναι ζωντανός νεκρός.
Έχε όσα θέλεις πλούτια στο σπίτι σου και ζήσε σαν βασιλιάς·
1170όταν λείπει από αυτά η χαρά, τ᾽ άλλα εγώ ούτε για του καπνού τον ίσκιο δεν τα ξαγοράζω
αντί για τη χαρά.
ΧΟΡ. Τί άλλη δυστυχία στους βασιλιάδες φέρνεις τώρα πάλι;
ΑΓΓ. Πέθαναν, κι αυτοί που ζουν είν᾽ αίτιοι στον θάνατό τους.
ΧΟΡ. Κι ο φονιάς ποιός είναι; ποιός εσκοτώθη; λέγε.
ΑΓΓ. Ο Αίμων χάθηκε, σκοτωμένος στο αίμα του κυλιέται.
ΧΟΡ. Πώς, από του πατέρα του το χέρι, ή από το δικό του;
ΑΓΓ. Ο ίδιος με το δικό του, γιατί εκάκιωσε του πατέρα του για κείνο τον φόνο.
ΧΟΡ. Ε, γέρο! είδες πως βγήκε αληθινός ο λόγος σου.
ΑΓΓ. Αφού έγιναν έτσι αυτά, τώρα πρέπει για τ᾽ άλλα να σκεφθούμε.
1180ΧΟΡ. Νά όμως, βλέπω και τη δόλια Ευρυδίκη, του Κρέοντα τη γυναίκα.
Άραγε ν᾽ άκουσε για του παιδιού της τον χαμό,
ή κατά τύχη βγαίνει απ᾽ τα δώματα;

(παρουσιάζεται η Ευρυδίκη)
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Άνθρωποι εσείς που στέκεσθε όλοι μαζί, άκουσά τα τί έλεγαν
καθώς έκανα να βγω απ᾽ το σπίτι για να πάω με περικάλια να προσπέσω στην Παλλάδα,
και ότι άνοιγα με τα κλειδιά τα μάνταλα της πύλης να σηκώσω
πήρε το αυτί μου για σπιτική μου δυστυχία μια μιλιά
κι έπεσα χάμου ξερή απ᾽ την τρομάρα μου,
και με σήκωσαν οι δούλες.
1190Μα εσείς πέστε μου πάλι τί ήταν ο λόγος,
γιατί δεν είμ᾽ αμάθητη στις δυστυχίες, να τ᾽ ακούσω.


ΕΞΟΔΟΣ


ΑΓΓΕΛΟΣ
Εσείς, που κάθεστε κοντά στου Κάδμου το παλάτι,
ενός ανθρώπου ζωντανού ποτέ δεν θα μπορούσα
ή να επαινέσω τη ζωήν, ή να κατηγορήσω.
Γιατί τον δύστυχο ψηλά η τύχη τον σηκώνει
κι η τύχη ρίχνει χαμηλά και τον ευτυχισμένο.
1160Κι από το τώρα δεν μπορείς το μέλλο να μαντέψεις.
Γιατί κι ο Κρέοντας ζηλευτός μού φαίνεται πως ήταν,
πὄσωσε βέβαια απ᾽ τους εχτρούς αυτήν τη γη του Κάδμου·
κι αφού πήρε στα χέρια του τη μοναρχία του τόπου,
βασίλευε, και χαίρουνταν τα ευγενικά παιδιά του,
και τώρα — όλα χαθήκανε! Γιατί όταν κανείς χάσει
σ᾽ αυτόν τον κόσμο τη χαρά, πια δεν τον λογαριάζω
αυτός πως είναι ζωντανός, μα εγώ τονε νομίζω
σαν πεθαμένον άνθρωπο, που μόνο κι αναπνέει.
Γιατί μπορείς στο σπίτι σου να ᾽χεις μεγάλα πλούτη,
κι έτσι να ζεις βασιλικά· μα αν η χαρά σού λείπει,
1170τ᾽ άλλα μου φαίνονται καπνού ίσκιος και τίποτ᾽ άλλο!
ΚΟΡ. Μα για τους βασιλιάδες μας τί συφορά μάς φέρνεις;
ΑΓΓ. Πεθάνανε· κι αυτοί που ζουν τους κάμαν να πεθάνουν.
ΚΟΡ. Μα λέγε, ποιός είν᾽ ο φονιάς, και ποιός ο σκοτωμένος;
ΑΓΓ. Ο Αίμονας σκοτώθηκε και κείτεται στο αίμα.
ΚΟΡ. Από το χέρι του γονιού ή από το δικό του;
ΑΓΓ. Σκοτώθηκε μονάχος του για εκείνονα τον φόνο.
ΚΟΡ. Ω Τειρεσία, τα λόγια σου τί γρήγορα που βγαίνουν!
ΑΓΓ. Ετούτα έτσι γινήκανε, μα τώρα να σκεφτούμε —
ΓΕΡΩΝ (του κόβει τον λόγο)
1180Μα νά! η Ευρυδίκη η δύστυχη, του Κρέοντα η γυναίκα.
Ήρθε γιατί κάτι άκουσε ή άραγε κατά τύχη;

(Έρχεται η Ευρυδίκη χλωμή και βιαστική· την ακολουθούν δούλες)
ΕΥΡΥΔΙΚΗ
Ω εσείς πολίτες, άκουσα τον τρομερό τον λόγο
τώρα που πήγαινα να βγω έξω από το παλάτι,
νά ᾽ρθω να κάμω προσευχή στη σεβαστή Παλλάδα.
Εγύριζα το μάνταλο κι ανοίγουνταν η πόρτα,
και λόγια μαύρης συφοράς εχτύπησαν τ᾽ αυτί μου·
κι ευτύς ελιγοθύμησα στα χέρια των δουλών μου.
1190Μα τώρα ξαναπέτε μου τον φοβερό τον λόγο
γιατί ν᾽ ακούγω συφορές είμαι συνηθισμένη.
(Στηρίζεται επάνω στις δούλες της)