ΟΙΔ. Ο Απόλλωνας ήταν, ο Απόλλωνας, φίλοι,
που τέλειωσε αυτά τα φριχτά,
1330τα φριχτά μου τα πάθη.
Μα τα μάτια, κανενός άλλου χέρι,
παρά μόνος μου, ο έρμος,
τα χτύπησα, μόνος.
Γιατί πια τί χρειαζόταν να βλέπω,
όταν τίποτα δεν είχα να δω,
που να μού ηταν γλυκό να το βλέπω;
ΧΟΡ. Έτσ᾽ είν᾽ αλήθεια, όπως το λες.
ΟΙΔ. Τί αξίζει λοιπόν πια
να βλέπω, ή τί να λαχταρώ,
ή ποιού ν᾽ ακούω τα λόγια με χαρά;
1340Πάρτε με, βγάλτε με, μια ώρα πιο μπρος,
έξω απ᾽ τη χώρα, καλοί μου,
βγάλτε με εμένα, της κακιάς
της ώρα το παιδί,
τον τρισκατάρατο, που σαν κι αυτόν
κανέναν άλλον δεν μισήσανε οι θεοί.
ΧΟΡ. Ω, να σε κλαίει κανείς και για το νου σου
όσο και για τις συφορές· πώς να ᾽ταν
να μη σε είχα ποτέ μου γνωρισμένο.
ΟΙΔ. Κατάρα σ᾽ αυτόν, όποιος να ᾽ταν,
1350που μὄβγαλε τ᾽ άγρια πεδούκλια απ᾽ τα πόδια μου τότε,
που έκθετο με ᾽βρε και με είχε γλιτώσει
απ᾽ το χάρο σα να ᾽ταν να μου ᾽κανε χάρη·
γιατ᾽ αν ήθελα τότε πεθάνει,
δε θα γενόμουνα τέτοιο κακό
στους δικούς και σε μένα τον ίδιο.
ΧΟΡ. Έτσι θα το ᾽θελα κι εγώ.
ΟΙΔ. Γιατί δε θα ᾽φτανα ποτέ
να γίνω του πατέρα μου φονιάς
κι ούτε νυμφίο θα μ᾽ έλεγαν
εκείνων που μ᾽ εφέρνανε στο φως.
1360Μα τώρα κι άθεος είμαι
κι ανόσιων γονιών παιδί, και ομόκοιτος αυτής
που μ᾽ εγεννούσε· κι αν είν᾽ κάτι πιο κακό
κι απ᾽ το ίδιο το κακό, το ᾽λαχε ο Οιδίπους.
ΧΟΡ. Δε μπορώ να το πω πως φρόνιμο ήταν
ό,τι έκαμες· γιατί πιο καλός θα ᾽σουν
να μη ζεις πια, παρά να ζεις τυφλός.
|