Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (1329-1368)


ΟΙ. Ἀπόλλων τάδ᾽ ἦν, Ἀπόλλων, φίλοι, [στρ. β]
1330ὁ κακὰ κακὰ τελῶν ἐμὰ τάδ᾽ ἐμὰ πάθεα.
ἔπαισε δ᾽ αὐτόχειρ νιν οὔ-
τις, ἀλλ᾽ ἐγὼ τλάμων.
τί γὰρ ἔδει μ᾽ ὁρᾶν,
1335ὅτῳ γ᾽ ὁρῶντι μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκύ;
ΧΟ. ἦν ταῦθ᾽ ὅπωσπερ καὶ σὺ φής.
ΟΙ. τί δῆτ᾽ ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν
στερκτόν, ἢ προσήγορον
ἔτ᾽ ἔστ᾽ ἀκούειν ἁδονᾷ, φίλοι;
1340ἀπάγετ᾽ ἐκτόπιον ὅτι τάχιστά με,
ἀπάγετ᾽, ὦ φίλοι, τὸν μέγ᾽ ὀλέθριον,
1345τὸν καταρατότατον, ἔτι δὲ καὶ θεοῖς
ἐχθρότατον βροτῶν.
ΧΟ. δείλαιε τοῦ νοῦ τῆς τε συμφορᾶς ἴσον,
ὥς σ᾽ ἠθέλησα μηδαμὰ γνῶναί ποτ᾽ ἄν.

ΟΙ. ὄλοιθ᾽ ὅστις ὅς μ᾽ ἀπ᾽ ἀγρίας πέδας [ἀντ. β]
1350νομάδ᾽ ἐπιποδίας ἔλαβ᾽ ἀπό τε φόνου
ἔρυτο κἀνέσωσεν, οὐ-
δὲν ἐς χάριν πράσσων.
τότε γὰρ ἂν θανὼν
1355οὐκ ἦ φίλοισιν οὐδ᾽ ἐμοὶ τοσόνδ᾽ ἄχος.
ΧΟ. θέλοντι κἀμοὶ τοῦτ᾽ ἂν ἦν.
ΟΙ. οὔκουν πατρός γ᾽ ἂν φονεὺς
ἦλθον, οὐδὲ νυμφίος
βροτοῖς ἐκλήθην ὧν ἔφυν ἄπο.
1360νῦν δ᾽ ἄθεος μέν εἰμ᾽, ἀνοσίων δὲ παῖς,
ὁμογενὴς δ᾽ ἀφ᾽ ὧν αὐτὸς ἔφυν τάλας.
1365εἰ δέ τι πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν,
τοῦτ᾽ ἔλαχ᾽ Οἰδίπους.
ΧΟ. οὐκ οἶδ᾽ ὅπως σε φῶ βεβουλεῦσθαι καλῶς.
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ᾽ ὢν ἢ ζῶν τυφλός.


ΟΙΔ. Ο Απόλλων ήταν, [στρ. β]
ο Απόλλων, φίλοι,
αυτός ετοίμασε
1330τις τελετές του πάθους μου·
κι εγώ μοναδικός τελετουργός
μονάχος μου λειτούργησα τη συμφορά μου.
Τί να την κάνω πια την όραση;
Των ορατών ο πόθος με πικραίνει.
ΧΟΡ. Καλά το λες;
ΟΙΔ. Τί να δω και τί ν᾽ αγαπήσω;
Ποιός ήταν, φίλοι μου, παρήγορος
θα χάιδευε τ᾽ αυτιά μου;
1340σηκώστε με, πετάξτε με
από τη χώρα διώξτε με·
διώξτε τον όλεθρο, το χαλασμό,
τον τρισκατάρατο, τον μισημένο των θεών.
ΧΟΡ. Η τύχη σου κι η σκέψη σου σκοτίστηκαν.
Μακάρι να μη σ᾽ είχα ποτέ μου γνωρίσει.

ΟΙΔ. Την κατάρα μου να ᾽χει [αντ. β]
εκείνος που λευτέρωσε
1350στα σφυρά τα δεσμά μου,
στου Κιθαιρώνα τις κορφές.
Εκείνος που με γλίτωσε
κι από φόνο μ᾽ έσωσε
και μου ᾽κανε τη χάρη χάρο.
Αν τότε πέθαινα
δε θα ᾽σπερνα τη συμφορά παντού.
ΧΟΡ. Μακάρι να γινόταν έτσι.
ΟΙΔ. Δε θα γινόμουν του πατέρα μου φονιάς
ούτε στα χείλη των ανθρώπων μύθος
πως με τη μάνα μου κοιμήθηκα.
1360Τώρα χωρίς θεό,
παιδί γονιών καταραμένων,
ομόκλινος με τη μητέρα μου,
τρισάθλιος,
απ᾽ όλα τα δεινά δεινότερος,
ιδού ποιόν κλήρο τράβηξεν
η μοίρα στον Οιδίποδα.
ΧΟΡ. Αν έπραξες καλά, δεν ξέρω να το πω.
Καλύτερα να πέθαινες, παρά να ζεις τυφλός.


ΟΙΔ. Ο Απόλλωνας ήταν, ο Απόλλωνας, φίλοι,
που τέλειωσε αυτά τα φριχτά,
1330τα φριχτά μου τα πάθη.
Μα τα μάτια, κανενός άλλου χέρι,
παρά μόνος μου, ο έρμος,
τα χτύπησα, μόνος.
Γιατί πια τί χρειαζόταν να βλέπω,
όταν τίποτα δεν είχα να δω,
που να μού ηταν γλυκό να το βλέπω;
ΧΟΡ. Έτσ᾽ είν᾽ αλήθεια, όπως το λες.
ΟΙΔ. Τί αξίζει λοιπόν πια
να βλέπω, ή τί να λαχταρώ,
ή ποιού ν᾽ ακούω τα λόγια με χαρά;
1340Πάρτε με, βγάλτε με, μια ώρα πιο μπρος,
έξω απ᾽ τη χώρα, καλοί μου,
βγάλτε με εμένα, της κακιάς
της ώρα το παιδί,
τον τρισκατάρατο, που σαν κι αυτόν
κανέναν άλλον δεν μισήσανε οι θεοί.
ΧΟΡ. Ω, να σε κλαίει κανείς και για το νου σου
όσο και για τις συφορές· πώς να ᾽ταν
να μη σε είχα ποτέ μου γνωρισμένο.
ΟΙΔ. Κατάρα σ᾽ αυτόν, όποιος να ᾽ταν,
1350που μὄβγαλε τ᾽ άγρια πεδούκλια απ᾽ τα πόδια μου τότε,
που έκθετο με ᾽βρε και με είχε γλιτώσει
απ᾽ το χάρο σα να ᾽ταν να μου ᾽κανε χάρη·
γιατ᾽ αν ήθελα τότε πεθάνει,
δε θα γενόμουνα τέτοιο κακό
στους δικούς και σε μένα τον ίδιο.
ΧΟΡ. Έτσι θα το ᾽θελα κι εγώ.
ΟΙΔ. Γιατί δε θα ᾽φτανα ποτέ
να γίνω του πατέρα μου φονιάς
κι ούτε νυμφίο θα μ᾽ έλεγαν
εκείνων που μ᾽ εφέρνανε στο φως.
1360Μα τώρα κι άθεος είμαι
κι ανόσιων γονιών παιδί, και ομόκοιτος αυτής
που μ᾽ εγεννούσε· κι αν είν᾽ κάτι πιο κακό
κι απ᾽ το ίδιο το κακό, το ᾽λαχε ο Οιδίπους.
ΧΟΡ. Δε μπορώ να το πω πως φρόνιμο ήταν
ό,τι έκαμες· γιατί πιο καλός θα ᾽σουν
να μη ζεις πια, παρά να ζεις τυφλός.


ΟΙΔ. Ο Απόλλων, ο Απόλλων, ω φίλοι, αυτός ήταν
1330που μου έστειλε αυτούς τους καημούς και τους πόνους.
Κι όμως τα μάτια μου έβγαλε το ίδιο μου χέρι, του έρμου.
Τί το ήθελα το φως μου,
σα δε θα ᾽βλεπα τίποτα γλυκό;
ΧΟΡ. Έτσι είναι αυτά καθώς τα λες.
ΟΙΔ. Τί μπορώ πια να ιδώ,
τί ν᾽ αγαπήσω, ποιό χαιρέτισμα
με χαρά να τ᾽ ακούσω, φίλοι;
1340Πάρτε με, γρήγορα, μακριά, πάρτε με δώθε,
ω φίλοι, εμένα, το χαμένο πλέρια,
τον τρισκαταραμένο, που οι θεοί μισούνε
όσο θνητό κανένα.
ΧΟΡ. Ω δόλιε, κι από σκέψη κι από μοίρα,
θα ήθελα να μη σε ήξερα ποτέ μου.

ΟΙΔ. Κατάρα σ᾽ αυτόν, που απ᾽ τα πόδια τούς κρίκους
1350τους σκληρούς, στις βοσκές μού έλυσε, έτσι απ᾽ το φόνο
σώζοντάς με, χωρίς γι᾽ αυτό να μου έχει κάνει χάρη.
Τότε αν πέθαινα, τόση
δε θα ᾽φερνα σ᾽ εμέ και σ᾽ άλλους θλίψη.
ΧΟΡ. Έτσι θα τα ήθελα κι εγώ.
ΟΙΔ. Δε θα ᾽βγαινα φονιάς
του πατέρα, ούτε άντρα θα μ᾽ ελέγαν
οι θνητοί εκείνης που μ᾽ εγέννα.
1360Μ᾽ αφήσανε οι θεοί τώρα, είμαι γιος ανόσιων
ο έρμος, κι αυτής που μ᾽ έκανε ομοκοίτης.
Κι αν βρισκόταν κακό πιο μαύρο ακόμα,
μοίρα θα ήταν πάλι του Οιδίπου.
ΧΟΡ. Πώς να πω ορθή τη σκέψη σου δεν ξέρω·
κάλλιο χάρος, παρά ζωή σε σκότος.