ΟΡΕ. Σιωπή τώρα, γιατί ακούω κάποιος
προχωρεί κατά δω από τους ανθρώπους
του παλατιού, για νά βγει. ΗΛΕ. Εμπάτε, ξένοι,
αφού μάλιστα φέρνετε και τέτοια
π᾽ ούτε κανείς δε θα ᾽θελε απ᾽ τους μέσα
να μη δεχτεί μα κι ούτε με χαρά τους
θα τα δεχτούν. ΠΑΙ. Ω εσείς, τρελοί με τα όλα
και δίχως δράμι νου, μα ολότελα έτσι
πια δεν ψηφάτε τη ζωή ή καθόλου
δεν έχετε μυαλό κι εκ γενετής σας,
αφού όχι πια κοντά, μα μέσα και μέσα
1330στον πιο μεγάλο κίνδυνο είστε κι ούτε
το παίρνετ᾽ είδηση; Μ᾽ αν δε βρισκόμουν
απ᾽ ώρα εγώ στις πόρτες να φυλάγω,
τα σχέδια σας θα ᾽μπαιναν στο παλάτι
πολύ πριν από σας τους ίδιους. Μά ειχα
προβλέψει εγώ γι᾽ αυτά, και λοιπόν τώρα
τα πολλά λόγια αφήνετε κι αυτές
που δε χορταίνετε τις διαχύσεις
της χαράς, για να μπαίνετε πια μέσα·
γιατί σε τέτοιες ώρες είναι η κάθε
αργοπορία κίνδυνος και θα ᾽ταν
καιρός το πράμα να ᾽χε πάρει τέλος.
ΟΡΕ. Λοιπόν πώς θα τα βρω σαν έμπω μέσα;
ΠΑΙ. Όλα καλά· είναι βέβαιο πως κανένας
1340δε θα σ᾽ αναγνωρίσει. ΟΡΕ. Θα τους είπες,
δεν αμφιβάλλω, πως έχω πεθάνει.
ΠΑΙ. Ξέρε πως είσαι, για τους μέσα, ένας
απ᾽ τους κατοίκους του Άδη. ΟΡΕ. Και να χαίρουν
γι᾽ αυτό; ή τί λέγουν; ΠΑΙ. Όταν θα τελειώσει
το πράμα, θα σου πω· μα όσο για τώρα,
όλα καλά γι᾽ αυτούς, κι όσα δεν είναι.
ΗΛΕ. Ποιός είν᾽ αυτός ο άνθρωπος, αδερφέ μου,
πε μου, να ζεις! ΟΡΕ. Δεν τον αναγνωρίζεις;
ΗΛΕ. Ούτε στο νου τον βάζω. ΟΡΕ. Δε θυμάσαι
σε τίνος χέρια μ᾽ εμπιστεύτηκες
εκείνο τον καιρό; ΗΛΕ. Τίνος; ποιόν λες;
ΟΡΕ. Εκείνον που τα χέρια του με πήγαν
1350στη Φωκίδα κρυφά, από πρόβλεψή σου.
ΗΛΕ. Αλήθεια, εκείνος είναι, ο μόνος τότε
στο φόνο του πατέρα μας που απ᾽ όλους
τους άλλους βρήκα εγώ πιστό; ΟΡΕ. Εκείνος,
και μη ζητάς πιότερες εξηγήσεις.
|