Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (1322-1353)


ΟΡ. σιγᾶν ἐπῄνεσ᾽· ὡς ἐπ᾽ ἐξόδῳ κλύω
τῶν ἔνδοθεν χωροῦντος. ΗΛ. εἴσιτ᾽, ὦ ξένοι,
ἄλλως τε καὶ φέροντες οἷ᾽ ἂν οὔτε τις
1325δόμων ἀπώσαιτ᾽ οὔτ᾽ ἂν ἡσθείη λαβών.
ΠΑ. ὦ πλεῖστα μῶροι καὶ φρενῶν τητώμενοι,
πότερα παρ᾽ οὐδὲν τοῦ βίου κήδεσθ᾽ ἔτι,
ἢ νοῦς ἔνεστιν οὔτις ὑμὶν ἐγγενής,
ὅτ᾽ οὐ παρ᾽ αὐτοῖς ἀλλ᾽ ἐν αὐτοῖσιν κακοῖς
1330τοῖσιν μεγίστοις ὄντες οὐ γιγνώσκετε;
ἀλλ᾽ εἰ σταθμοῖσι τοῖσδε μὴ ᾽κύρουν ἐγὼ
πάλαι φυλάσσων, ἦν ἂν ὑμὶν ἐν δόμοις
τὰ δρώμεν᾽ ὑμῶν πρόσθεν ἢ τὰ σώματα·
νῦν δ᾽ εὐλάβειαν τῶνδε προυθέμην ἐγώ.
1335καὶ νῦν ἀπαλλαχθέντε τῶν μακρῶν λόγων
καὶ τῆς ἀπλήστου τῆσδε σὺν χαρᾷ βοῆς
εἴσω παρέλθεθ᾽, ὡς τὸ μὲν μέλλειν κακὸν
ἐν τοῖς τοιούτοις ἔστ᾽, ἀπηλλάχθαι δ᾽ ἀκμή.
ΟΡ. πῶς οὖν ἔχει τἀντεῦθεν εἰσιόντι μοι;
1340ΠΑ. καλῶς· ὑπάρχει γάρ σε μὴ γνῶναί τινα.
ΟΡ. ἤγγειλας, ὡς ἔοικεν, ὡς τεθνηκότα.
ΠΑ. εἷς τῶν ἐν Ἅιδου μάνθαν᾽ ἐνθάδ᾽ ὢν ἀνήρ.
ΟΡ. χαίρουσιν οὖν τούτοισιν; ἢ τίνες λόγοι;
ΠΑ. τελουμένων εἴποιμ᾽ ἄν· ὡς δὲ νῦν ἔχει,
1345καλῶς τὰ κείνων πάντα, καὶ τὰ μὴ καλῶς.
ΗΛ. τίς οὗτός ἐστ᾽, ἀδελφέ; πρὸς θεῶν φράσον.
ΟΡ. οὐχὶ ξυνίης; ΗΛ. οὐδέ γ᾽ ἐς θυμὸν φέρω.
ΟΡ. οὐκ οἶσθ᾽ ὅτῳ μ᾽ ἔδωκας ἐς χεῖράς ποτε;
ΗΛ. ποίῳ; τί φωνεῖς; ΟΡ. οὗ τὸ Φωκέων πέδον
1350ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν.
ΗΛ. ἦ κεῖνος οὗτος ὅν ποτ᾽ ἐκ πολλῶν ἐγὼ
μόνον προσηῦρον πιστὸν ἐν πατρὸς φόνῳ;
ΟΡ. ὅδ᾽ ἐστί. μή μ᾽ ἔλεγχε πλείοσιν λόγοις.


ΟΡΕ. Σιωπή τώρα, γιατί ακούω κάποιος
προχωρεί κατά δω από τους ανθρώπους
του παλατιού, για νά βγει. ΗΛΕ. Εμπάτε, ξένοι,
αφού μάλιστα φέρνετε και τέτοια
π᾽ ούτε κανείς δε θα ᾽θελε απ᾽ τους μέσα
να μη δεχτεί μα κι ούτε με χαρά τους
θα τα δεχτούν. ΠΑΙ. Ω εσείς, τρελοί με τα όλα
και δίχως δράμι νου, μα ολότελα έτσι
πια δεν ψηφάτε τη ζωή ή καθόλου
δεν έχετε μυαλό κι εκ γενετής σας,
αφού όχι πια κοντά, μα μέσα και μέσα
1330στον πιο μεγάλο κίνδυνο είστε κι ούτε
το παίρνετ᾽ είδηση; Μ᾽ αν δε βρισκόμουν
απ᾽ ώρα εγώ στις πόρτες να φυλάγω,
τα σχέδια σας θα ᾽μπαιναν στο παλάτι
πολύ πριν από σας τους ίδιους. Μά ειχα
προβλέψει εγώ γι᾽ αυτά, και λοιπόν τώρα
τα πολλά λόγια αφήνετε κι αυτές
που δε χορταίνετε τις διαχύσεις
της χαράς, για να μπαίνετε πια μέσα·
γιατί σε τέτοιες ώρες είναι η κάθε
αργοπορία κίνδυνος και θα ᾽ταν
καιρός το πράμα να ᾽χε πάρει τέλος.
ΟΡΕ. Λοιπόν πώς θα τα βρω σαν έμπω μέσα;
ΠΑΙ. Όλα καλά· είναι βέβαιο πως κανένας
1340δε θα σ᾽ αναγνωρίσει. ΟΡΕ. Θα τους είπες,
δεν αμφιβάλλω, πως έχω πεθάνει.
ΠΑΙ. Ξέρε πως είσαι, για τους μέσα, ένας
απ᾽ τους κατοίκους του Άδη. ΟΡΕ. Και να χαίρουν
γι᾽ αυτό; ή τί λέγουν; ΠΑΙ. Όταν θα τελειώσει
το πράμα, θα σου πω· μα όσο για τώρα,
όλα καλά γι᾽ αυτούς, κι όσα δεν είναι.
ΗΛΕ. Ποιός είν᾽ αυτός ο άνθρωπος, αδερφέ μου,
πε μου, να ζεις! ΟΡΕ. Δεν τον αναγνωρίζεις;
ΗΛΕ. Ούτε στο νου τον βάζω. ΟΡΕ. Δε θυμάσαι
σε τίνος χέρια μ᾽ εμπιστεύτηκες
εκείνο τον καιρό; ΗΛΕ. Τίνος; ποιόν λες;
ΟΡΕ. Εκείνον που τα χέρια του με πήγαν
1350στη Φωκίδα κρυφά, από πρόβλεψή σου.
ΗΛΕ. Αλήθεια, εκείνος είναι, ο μόνος τότε
στο φόνο του πατέρα μας που απ᾽ όλους
τους άλλους βρήκα εγώ πιστό; ΟΡΕ. Εκείνος,
και μη ζητάς πιότερες εξηγήσεις.