Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (1346-1375)


ΑΓ. σὺ ταῦτ᾽, Ὀδυσσεῦ, τοῦδ᾽ ὑπερμαχεῖς ἐμοί;
ΟΔ. ἔγωγ᾽· ἐμίσουν δ᾽, ἡνίκ᾽ ἦν μισεῖν καλόν.
ΑΓ. οὐ γὰρ θανόντι καὶ πρὸς ἐμβῆναί σε χρή;
ΟΔ. μὴ χαῖρ᾽, Ἀτρείδη, κέρδεσιν τοῖς μὴ καλοῖς.
1350ΑΓ. τόν τοι τύραννον εὐσεβεῖν οὐ ῥᾴδιον.
ΟΔ. ἀλλ᾽ εὖ λέγουσι τοῖς φίλοις τιμὰς νέμειν.
ΑΓ. κλύειν τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα χρὴ τῶν ἐν τέλει.
ΟΔ. παῦσαι· κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος.
ΑΓ. μέμνησ᾽ ὁποίῳ φωτὶ τὴν χάριν δίδως.
1355ΟΔ. ὅδ᾽ ἐχθρὸς ἁνήρ, ἀλλὰ γενναῖός ποτ᾽ ἦν.
ΑΓ. τί ποτε ποήσεις; ἐχθρὸν ὧδ᾽ αἰδῇ νέκυν;
ΟΔ. κινεῖ γὰρ ἁρετή με τῆς ἔχθρας πολύ.
ΑΓ. τοιοίδε μέντοι φῶτες ἔμπληκτοι βροτῶν.
ΟΔ. ἦ κάρτα πολλοὶ νῦν φίλοι καὖθις πικροί.
1360ΑΓ. τοιούσδ᾽ ἐπαινεῖς δῆτα σὺ κτᾶσθαι φίλους;
ΟΔ. σκληρὰν ἐπαινεῖν οὐ φιλῶ ψυχὴν ἐγώ.
ΑΓ. ἡμᾶς σὺ δειλοὺς τῇδε θἡμέρᾳ φανεῖς.
ΟΔ. ἄνδρας μὲν οὖν Ἕλλησι πᾶσιν ἐνδίκους.
ΑΓ. ἄνωγας οὖν με τὸν νεκρὸν θάπτειν ἐᾶν;
1365ΟΔ. ἔγωγε· καὶ γὰρ αὐτὸς ἐνθάδ᾽ ἵξομαι.
ΑΓ. ἦ πάνθ᾽ ὅμοια· πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ πονεῖ.
ΟΔ. τῷ γάρ με μᾶλλον εἰκὸς ἢ ᾽μαυτῷ πονεῖν;
ΑΓ. σὸν ἆρα τοὔργον, οὐκ ἐμὸν κεκλήσεται.
ΟΔ. ὡς ἂν ποήσῃς, πανταχῇ χρηστός γ᾽ ἔσῃ.
1370ΑΓ. ἀλλ᾽ εὖ γε μέντοι τοῦτ᾽ ἐπίστασ᾽, ὡς ἐγὼ
σοὶ μὲν νέμοιμ᾽ ἂν τῆσδε καὶ μείζω χάριν,
οὗτος δὲ κἀκεῖ κἀνθάδ᾽ ὢν ἔμοιγ᾽ ὁμῶς
ἔχθιστος ἔσται. σοὶ δὲ δρᾶν ἔξεσθ᾽ ἃ χρῇς.
ΧΟ. ὅστις σ᾽, Ὀδυσσεῦ, μὴ λέγει γνώμῃ σοφὸν
1375φῦναι, τοιοῦτον ὄντα, μῶρός ἐστ᾽ ἀνήρ.


ΑΓ. Εσύ, Οδυσσέα, τώρα παίρνεις,
εις βάρος μου, το μέρος του;
ΟΔ. Εγώ ασφαλώς, που τον μισούσα τότε
που έπρεπε να τον μισώ.
ΑΓ. Δεν πρέπει ωστόσο να πατήσεις πόδι και στον πεθαμένο;
ΟΔ. Δεν είναι, γιε του Ατρέα, σωστό να χαίρεσαι
μ᾽ άσχημα κέρδη.
1350ΑΓ. Δεν είναι όμως κι εύκολο να δείχνει σέβας ο μονάρχης.
ΟΔ. Εύκολο όμως είναι να τιμά τους φίλους,
όταν του λένε το σωστό.
ΑΓ. Ο τίμιος όμως και σωστός οφείλει
υπακοή στους άρχοντες.
ΟΔ. Πάψε· δική σου η νίκη, αν δέχεσαι να σε νικούν οι φίλοι.
ΑΓ. Σκέψου μονάχα σε ποιόν άνθρωπο χαρίζεσαι.
ΟΔ. Ήταν όντως εχθρός, υπήρξε όμως και γενναίος άντρας.
ΑΓ. Τί πας να κάνεις τώρα; θα σεβαστείς νεκρό έναν εχθρό;
ΟΔ. Μετράει η αξία του από την έχθρα περισσότερο.
ΑΓ. Τέτοιοι εντούτοις άντρες βγαίνουν αλλοπρόσαλλοι.
ΟΔ. Ίσως, αλλά πολλοί που είναι ακόμη φίλοι,
μια μέρα γίνονται εχθροί.
1360ΑΓ. Και συ το δέχεσαι να κάνεις τέτοιους φίλους;
ΟΔ. Μ᾽ αλύγιστη καρδιά εγώ δεν θέλω να ᾽χω πάρε δώσε.
ΑΓ. Πας να μας βγάλεις όμως σήμερα δειλούς.
ΟΔ. Αντίθετα: άντρες που αγαπούν το δίκαιο,
μπροστά σ᾽ όλους τους Έλληνες.
ΑΓ. Που πάει να πει, μου λες ν᾽ αφήσω να ταφεί ο νεκρός;
ΟΔ. Το λέω και το πιστεύω· γιατί κι εγώ μια μέρα
θα βρεθώ στην ίδια θέση.
ΑΓ. Τα ίδια πάντα και τα ίδια· κοπιάζει ο καθένας
μόνο για τον εαυτό του.
ΟΔ. Για ποιόν θες να κοπιάσω πιο πολύ, αν όχι
για τον εαυτό μου;
ΑΓ. Δικός σου έργο αυτό, εγώ δεν θα το πάρω πάνω μου.
ΟΔ. Ό,τι κι αν κάνεις, θα μείνεις πάντως έντιμος.
1370ΑΓ. Καλώς. Αλλά καλά μάθε κι αυτό:
σ᾽ εσένα εγώ θα έκανα και πιο μεγάλη χάρη· όμως αυτός,
κι εκεί κι εδώ, θα παραμείνει ο πιο μεγάλος μου εχθρός.
Και τώρα έχεις το λεύτερο, όπως το θέλεις, να φερθείς.
ΧΟ. Αν κάποιος δεν παραδεχτεί, Οδυσσέα,
μετά απ᾽ αυτά, πως είσαι εσύ από τη φύση σου
σοφός, είναι αυτός μωρός.


ΑΓΑ. Εσύ τον βοηθάς ενάντιά μου;
ΟΔΥ. Εγώ· σαν ήτανε σωστό, τον εμισούσα.
ΑΓΑ. Δεν πρέπει και νεκρό να τον πατήσεις;
ΟΔΥ. Μη χαίρεσαι μ᾽ ανάξια κέρδη, Ατρείδη.
1350ΑΓΑ. Δύσκολο να ᾽χει ο άρχοντας ευσέβεια.
ΟΔΥ. Μα όσους σωστά τον συμβουλεύουν να τιμάει.
ΑΓΑ. Πρέπει ο καλός στους αρχηγούς να υπακούει.
ΟΔΥ. Σώπα· νικάς αν σε νικούν οι φίλοι.
ΑΓΑ. Σε τί άντρα, συλλογίσου, κάνεις χάρη.
ΟΔΥ. Ήταν εχθρός μου, μα ήταν αντρειωμένος.
ΑΓΑ. Τί θα κάνεις; Θα σεβαστείς νεκρόν εχθρό σου;
ΟΔΥ. Για με πιότερο αξίζ᾽ η αρετή απ᾽ την έχθρα.
ΑΓΑ. Τέτοιοι άντρες άστατοί ᾽ναι πάντα.
ΟΔΥ. Οι φίλοι που ᾽ναι πλήθος τώρα, εχθροί κατόπι.
1360ΑΓΑ. Θα ᾽θελες τέτοιους φίλους ν᾽ αποκτήσεις;
ΟΔΥ. Σκληρή καρδιά δε συνηθίζω να παινεύω.
ΑΓΑ. Σήμερα θα μας πεις και δειλούς τάχα;
ΟΔΥ. Δίκαιους μόνο για όλους τους Αργείους.
ΑΓΑ. Μου λες ν᾽ αφήσω το νεκρό να θάψουν;
ΟΔΥ. Ναι· θα βρεθώ κι εγώ σε τέτοια θέση.
ΑΓΑ. Τα ίδια πάντοτε· καθένας τον εαυτό του.
ΟΔΥ. Και για ποιόν άλλον από με να κοπιάζω;
ΑΓΑ. Δουλειά δική σου θα την πουν, όχι δική μου.
ΟΔΥ. Όπως κι αν πράξεις, πάντα καλός θα ᾽σαι.
1370ΑΓΑ. Να ξέρεις πως και χάρη πιο μεγάλη
θα ᾽κανα εγώ σε σένα κι από τούτη·
όμως αυτός και πεθαμένος, όπως
και ζωντανός, εχθρός μου θα ᾽ναι πάντα.
Κι εσύ μπορείς να κάνεις όσα πρέπει.
(Φεύγει ο Αγαμέμνονας)
ΧΟΡ. Όποιος δε λέει, Οδυσσέα, πως είσαι
σοφός από τη φύση σου, είναι ανέμυαλος.


ΑΓΑ. Δυσσέα, αυτό τον άνθρωπο τον διαφεντεύεις έτσι;
ΟΔΥ. Ναίσκε· τον οχτρευόμουνα μόνο σαν ήταν πρέπο.
ΑΓΑ. Δεν πρέπει κι αν απόθανε αυτόνε να προσβάλεις;
ΟΔΥ. Του Ατρέα γιε, μη χαίρεσαι στο πρόστυχο το κέρδος.
1350ΑΓΑ. Δύσκολο είναι βασιλιά νά ᾽βρεις που να ᾽χει σέβας.
ΟΔΥ. Όμως ν᾽ ακούει είν᾽ εύκολο τις συβουλές των φίλων.
ΑΓΑ. Πρέπει ο καλός ο άνθρωπος ν᾽ ακούει τους άρχοντές του.
ΟΔΥ. Σώπασε· τότε κυβερνάς, όντας ακούς τους φίλους.
ΑΓΑ. Θυμήσου σε ποιόν άνθρωπο αυτή τη χάρη κάνεις.
ΟΔΥ. Ήταν οχτρός μου αυτός εδώ, μα ήταν και παλικάρι.
ΑΓΑ. Τί θες να κάμεις; θα ντραπείς τον πεθαμένο οχτρό σου;
ΟΔΥ. Το πρέπο πάντα με νικά πλιότερο κι απ᾽ την έχτρα.
ΑΓΑ. Όμως οι τέτοιοι άνθρωποι δεν έχουνε μια στάση.
ΟΔΥ. Πολλοί που είναι φίλοι μας οχτροί μπορούν να γένουν.
1360ΑΓΑ. Τέτοιους λοιπόν αποθυμάς για ν᾽ αποχτήσεις φίλους;
ΟΔΥ. Δεν θέλω τη σκληρή καρδιά να την παινέψω διόλου.
ΑΓΑ. Σήμερα τάχα και δειλούς θενα μας καταντήσεις;
ΟΔΥ. Όχι! σ᾽ όλους τους Έλληνες πως θέλετε το δίκιο.
ΑΓΑ. Λοιπόν αυτόνε το νεκρό ν᾽ αφήσω λες να θάψουν;
ΟΔΥ. Ναίσκε· γιατί κι εγώ αυτού να καταντήσω μέλλω.
ΑΓΑ. Όλα είναι όμοια· κάθε άνθρωπος τραβά για τον ατό του.
ΟΔΥ. Για ποιόνε πρέπει να τραβώ, παρά για τον ατό μου;
ΑΓΑ. Όμως δικό σου θα το πουν, όχι δικό μου το έργο.
ΟΔΥ. Όπως κι αν κάμεις, θα φανείς μόνο καλός πως είσαι.
1370ΑΓΑ. Σε σένα θα ᾽κανα απ᾽ αυτή και πιο μεγάλη χάρη,
μα αυτός, γιά απάνω βρίσκετα γιά κάτω είναι στον Άδη,
οχτρός μου θα ᾽ναι πάντοτε, συ κάμε όπως θέλεις.
ΧΟΡ. Όποιος, Δυσσέα, η γνώμη σου τ᾽ αρνιέται πως δεν είναι
σοφή, αυτός ο άνθρωπος είναι μικρός αλήθεια.