Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Οἰκονομικός (16.8-16.15)


[16.8] Πόθεν οὖν βούλῃ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἄρξωμαί σε τῆς γεωργίας ὑπομιμνῄσκειν; οἶδα γὰρ ὅτι ἐπισταμένῳ σοι πάνυ πολλὰ φράσω ὡς δεῖ γεωργεῖν.
[16.9] Ἐκεῖνό μοι δοκῶ, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἰσχόμαχε, πρῶτον ἂν ἡδέως μανθάνειν (φιλοσόφου γὰρ μάλιστά ἐστιν ἀνδρός) ὅπως ἂν ἐγώ, εἰ βουλοίμην, γῆν ἐργαζόμενος πλείστας κριθὰς καὶ πλείστους πυροὺς λαμβάνοιμι.
[16.10] Οὐκοῦν τοῦτο μὲν οἶσθα, ὅτι τῷ σπόρῳ νεὸν δεῖ ὑπεργάζεσθαι;
[16.11] Οἶδα γάρ, ἔφην ἐγώ.
Εἰ οὖν ἀρχοίμεθα, ἔφη, ἀροῦν τὴν γῆν χειμῶνος;
Ἀλλὰ πηλὸς ἂν εἴη, ἐγὼ ἔφην.
Ἀλλὰ τοῦ θέρους σοι δοκεῖ;
Σκληρά, ἔφην ἐγώ, ἡ γῆ ἔσται κινεῖν τῷ ζεύγει.
[16.12] Κινδυνεύει ἔαρος, ἔφη, εἶναι τούτου τοῦ ἔργου ἀρκτέον.
Εἰκὸς γάρ, ἔφην ἐγώ, ἐστι μάλιστα χεῖσθαι τὴν γῆν τηνικαῦτα κινουμένην.
Καὶ τὴν πόαν γε ἀναστρεφομένην, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τηνικαῦτα κόπρον μὲν τῇ γῇ ἤδη παρέχειν, καρπὸν δ᾽ οὔπω καταβαλεῖν ὥστε φύεσθαι. [16.13] οἶμαι γὰρ δὴ καὶ τοῦτό σ᾽ ἔτι γιγνώσκειν, ὅτι εἰ μέλλει ἀγαθὴ ἡ νεὸς ἔσεσθαι, ὕλης τε καθαρὰν αὐτὴν εἶναι δεῖ καὶ ὀπτὴν ὅτι μάλιστα πρὸς τὸν ἥλιον.
Πάνυ γε, ἔφην ἐγώ, καὶ ταῦτα οὕτως ἡγοῦμαι χρῆναι ἔχειν.
[16.14] Ταῦτ᾽ οὖν, ἔφη, σὺ ἄλλως πως νομίζεις μᾶλλον ἂν γίγνεσθαι ἢ εἰ ἐν τῷ θέρει ὅτι πλειστάκις μεταβάλοι τις τὴν γῆν;
Οἶδα μὲν οὖν, ἔφην, ἀκριβῶς ὅτι οὐδαμῶς ἂν μᾶλλον ἡ μὲν ὕλη ἐπιπολάζοι καὶ αὐαίνοιτο ὑπὸ τοῦ καύματος, ἡ δὲ γῆ ὀπτῷτο ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἢ εἴ τις αὐτὴν ἐν μέσῳ τῷ θέρει καὶ ἐν μέσῃ τῇ ἡμέρᾳ κινοίη τῷ ζεύγει.
[16.15] Εἰ δὲ ἄνθρωποι σκάπτοντες τὴν νεὸν ποιοῖεν, ἔφη, οὐκ εὔδηλον ὅτι καὶ τούτους δίχα δεῖ ποιεῖν τὴν γῆν καὶ τὴν ὕλην;
Καὶ τὴν μέν γε ὕλην, ἔφην ἐγώ, καταβάλλειν, ὡς αὐαίνηται, ἐπιπολῆς, τὴν δὲ γῆν στρέφειν, ὡς ἡ ὠμὴ αὐτῆς ὀπτᾶται.


[16.8] «Από ποιό σημείο, τότε, Σωκράτη», είπε αυτός, «θέλεις εγώ να αρχίσω να σου ξαναθυμίζω τα σχετικά με τη γεωργία; Γιατί ξέρω ότι πρόκειται να σου εξηγήσω αρκετά πράγματα που τα ξέρεις ήδη, για τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να καλλιεργεί κάποιος τη γη».
[16.9] «Μου φαίνεται, Ισχόμαχε», είπα εγώ, «ότι θα ήμουν ευχαριστημένος να μάθω πρώτος —αυτή η περιέργεια είναι χαρακτηριστική ενός αληθινού φιλοσόφου— πώς θα μπορούσα να δουλέψω το χώμα, εάν ήθελα να παράγω πιο πολύ κριθάρι και σιτάρι».
[16.10] «Γνωρίζεις, τότε, ότι είναι απαραίτητο να προετοιμάσεις τη χέρσα γη για σπορά;»
[16.11] «Το ξέρω πραγματικά», είπα εγώ.
«Τί θα γινόταν, αν εμείς αρχίζαμε να οργώνουμε το χώμα κατά τη διάρκεια του χειμώνα;» είπε αυτός.
«Θα ήταν λάσπη», είπα εγώ.
«Το καλοκαίρι φαίνεται καλύτερο σε σένα;»
«Το χώμα θα είναι πολύ σκληρό για να το κινεί το ζευγάρι των ζώων», είπα εγώ.
[16.12] «Αναμφίβολα, αυτή η δουλειά πρέπει να αρχίσει την άνοιξη», είπε αυτός.
«Είναι πιθανό», είπα εγώ, «ότι το χώμα θα είναι πιο εύκολο να σκορπίσει εδώ και εκεί, εάν οργωθεί εκείνη την εποχή».
«Και τότε, Σωκράτη, όταν τα αγριόχορτα αναποδογυριστούν με το σκάψιμο, λιπαίνουν το χώμα του χωραφιού, ενώ ακόμη τα φυτά δεν έχουν αποβάλει κάτω τους σπόρους τους ώστε να φυτρώσουν. [16.13] Γιατί υποθέτω ότι καταλαβαίνεις αυτό επίσης, ότι, εάν η χέρσα γη πρόκειται να γίνει εύφορη, πρέπει να είναι καθαρισμένη από αγριόχορτα και να είναι ψημένη όσο το δυνατό περισσότερο από τον ήλιο».
«Ασφαλώς», είπα εγώ, «και εγώ πιστεύω ότι πρέπει απαραιτήτως να είναι έτσι».
[16.14] «Σκέφτεσαι τότε», είπε αυτός, «ότι αυτά τα πράγματα μπορούν να συμβούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρά με το να σκαλίζει κάποιος το χώμα όσο το δυνατόν πιο συχνά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού;»
«Το γνωρίζω με κάποια ακρίβεια», είπα εγώ, «ότι τα αγριόχορτα δεν θα έμεναν στην επιφάνεια και δεν θα τα ξέρανε η ζέστη από τον ήλιο, παρά μόνο εάν δούλευε ο γεωργός το χώμα κινώντας το με το ζεύγος των ζώων στο μέσο του καλοκαιριού και στο καταμεσήμερο».
[16.15] «Επομένως, εάν οι άνθρωποι ξαναοργώνουν τη χέρσα γη με το να σκάβουν το έδαφος», είπε αυτός, «δεν είναι σχεδόν φανερό ότι πρέπει επίσης να χωρίσουν το χώμα από τα αγριόχορτα;»
«Και να διασκορπίσουν τα αγριόχορτα πάνω από την επιφάνεια του αγρού», είπα εγώ, «για να τα ξεράνουν και να ανακατέψουν το χώμα για να ψηθεί το κάτω μέρος του».