Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Ἀλέξανδρος (62.1-63.14)


[62.1] Τοὺς μέντοι Μακεδόνας ὁ πρὸς Πῶρον ἀγὼν ἀμβλυτέρους ἐποίησε, καὶ τοῦ πρόσω τῆς Ἰνδικῆς ἔτι προελθεῖν ἐπέσχε. [62.2] μόλις γὰρ ἐκεῖνον ὠσάμενοι, δισμυρίοις πεζοῖς καὶ δισχιλίοις ἱππεῦσι παραταξάμενον, ἀντέστησαν ἰσχυρῶς Ἀλεξάνδρῳ, βιαζομένῳ καὶ τὸν Γάγγην περᾶσαι ποταμόν, εὖρος μὲν αὐτοῦ δύο καὶ τριάκοντα σταδίων εἶναι πυνθανόμενοι καὶ βάθος ὀργυιὰς ἑκατόν, ἀντιπέρας δὲ τὰς ὄχθας ἀποκεκρύφθαι πλήθεσιν ὅπλων καὶ ἵππων καὶ ἐλεφάντων. [62.3] ἐλέγοντο γὰρ ὀκτὼ μὲν μυριάδας ἱπποτῶν, εἴκοσι δὲ πεζῶν, ἅρματα δ᾽ ὀκτακισχίλια καὶ μαχίμους ἐλέφαντας ἑξακισχιλίους ἔχοντες οἱ Γανδαριτῶν καὶ Πραισίων βασιλεῖς ὑπομένειν. [62.4] καὶ κόμπος οὐκ ἦν περὶ ταῦτα. Ἀνδρόκοττος γὰρ ὕστερον οὐ πολλῷ βασιλεύσας Σελεύκῳ πεντακοσίους ἐλέφαντας ἐδωρήσατο, καὶ στρατοῦ μυριάσιν ἑξήκοντα τὴν Ἰνδικὴν ἐπῆλθεν ἅπασαν καταστρεφόμενος. [62.5] τὸ μὲν οὖν πρῶτον ὑπὸ δυσθυμίας καὶ ὀργῆς αὑτὸν εἰς τὴν σκηνὴν καθείρξας ἔκειτο, χάριν οὐδεμίαν εἰδὼς τοῖς διαπεπραγμένοις, εἰ μὴ περάσειε τὸν Γάγγην, ἀλλ᾽ ἐξομολόγησιν ἥττης τιθέμενος τὴν ἀναχώρησιν. [62.6] ὡς δ᾽ οἵ τε φίλοι τὰ εἰκότα παρηγοροῦντες αὐτόν, οἵ τε στρατιῶται κλαυθμῷ καὶ βοῇ προσιστάμενοι ταῖς θύραις ἱκέτευον, ἐπικλασθεὶς ἀνεζεύγνυε, πολλὰ πρὸς δόξαν ἀπατηλὰ καὶ σοφιστικὰ μηχανώμενος. [62.7] καὶ γὰρ ὅπλα μείζονα καὶ φάτνας ἵππων καὶ χαλινοὺς βαρυτέρους κατασκευάσας ἀπέλιπέ τε καὶ διέρριψεν. [62.8] ἱδρύσατο δὲ βωμοὺς θεῶν, οὓς μέχρι νῦν οἱ Πραισίων βασιλεῖς διαβαίνοντες σέβονται καὶ θύουσιν Ἑλληνικὰς θυσίας. [62.9] Ἀνδρόκοττος δὲ μειράκιον ὢν αὐτὸν Ἀλέξανδρον εἶδε, καὶ λέγεται πολλάκις εἰπεῖν ὕστερον, ὡς παρ᾽ οὐδὲν ἦλθε τὰ πράγματα λαβεῖν Ἀλέξανδρος, μισουμένου τε καὶ καταφρονουμένου τοῦ βασιλέως διὰ μοχθηρίαν καὶ δυσγένειαν.
[63.1] Ἐντεῦθεν ὁρμήσας Ἀλέξανδρος τὴν ἔξω θάλασσαν ἐπιδεῖν, καὶ πολλὰ πορθμεῖα κωπήρη καὶ σχεδίας πηξάμενος, ἐκομίζετο τοῖς ποταμοῖς ὑποφερόμενος σχολαίως. [63.2] ὁ δὲ πλοῦς οὐκ ἀργὸς ἦν οὐδ᾽ ἀπόλεμος, προσβάλλων δὲ ταῖς πόλεσι καὶ ἀποβαίνων, ἐχειροῦτο πάντα. πρὸς δὲ τοῖς καλουμένοις Μαλλοῖς, οὕς φασιν Ἰνδῶν μαχιμωτάτους γενέσθαι, μικρὸν ἐδέησε κατακοπῆναι. [63.3] τοὺς μὲν γὰρ ἀνθρώπους βέλεσιν ἀπὸ τῶν τειχῶν ἀπεσκέδασε, πρῶτος δὲ διὰ κλίμακος τεθείσης ἀναβὰς ἐπὶ τὸ τεῖχος, ὡς ἥ τε κλίμαξ συνετρίβη καὶ τῶν βαρβάρων ὑφισταμένων παρὰ τὸ τεῖχος ἐλάμβανε πληγὰς κάτωθεν, ὀλιγοστὸς ὢν συστρέψας ἑαυτὸν εἰς μέσους ἀφῆκε τοὺς πολεμίους, καὶ κατὰ τύχην ὀρθὸς ἔστη. [63.4] τιναξαμένου δὲ τοῖς ὅπλοις ἔδοξαν οἱ βάρβαροι σέλας τι καὶ φάσμα πρὸ τοῦ σώματος φέρεσθαι. [63.5] διὸ καὶ τὸ πρῶτον ἔφυγον καὶ διεσκεδάσθησαν· ὡς δ᾽ εἶδον αὐτὸν μετὰ δυεῖν ὑπασπιστῶν, ἐπιδραμόντες οἱ μὲν ἐκ χειρὸς ξίφεσι καὶ δόρασι διὰ τῶν ὅπλων συνετίτρωσκον ἀμυνόμενον, [63.6] εἷς δὲ μικρὸν ἀπωτέρω στάς, ἐφῆκεν ἀπὸ τόξου βέλος οὕτως εὔτονον καὶ βίαιον, ὥστε τὸν θώρακα διακόψαν ἐμπαγῆναι τοῖς περὶ τὸν μασθὸν ὀστέοις. [63.7] πρὸς δὲ τὴν πληγὴν ἐνδόντος αὐτοῦ καὶ τὸ σῶμα κάμψαντος, ὁ μὲν βαλὼν ἐπέδραμε, βαρβαρικὴν μάχαιραν σπασάμενος, Πευκέστας δὲ καὶ Λιμναῖος προέστησαν· [63.8] ὧν πληγέντων ἑκατέρων, ὁ μὲν ἀπέθανε, Πευκέστας δ᾽ ἀντεῖχε, τὸν δὲ βάρβαρον Ἀλέξανδρος ἀπέκτεινεν. [63.9] αὐτὸς δὲ τραύματα πολλὰ λαβών, τέλος δὲ πληγεὶς ὑπέρῳ κατὰ τοῦ τραχήλου, προσήρεισε τῷ τείχει τὸ σῶμα, βλέπων πρὸς τοὺς πολεμίους. [63.10] ἐν τούτῳ δὲ τῶν Μακεδόνων περιχυθέντων, ἁρπασθεὶς ἀναίσθητος ἤδη τῶν περὶ αὐτὸν ἐπὶ σκηνῆς ἐκομίζετο. [63.11] καὶ παραυτίκα μὲν ὡς τεθνεῶτος ἦν λόγος ἐν τῷ στρατοπέδῳ· χαλεπῶς δὲ καὶ πολυπόνως τὸν ὀϊστὸν ἐκπρισάντων ξύλινον ὄντα, καὶ τοῦ θώρακος οὕτω μόλις ἀπολυθέντος, περὶ τὴν ἐκκοπὴν ἐγίνοντο τῆς ἀκίδος, ἐνδεδυκυίας [ἐν] ἑνὶ τῶν ὀστέων. [63.12] λέγεται δὲ τὸ μὲν πλάτος τριῶν δακτύλων εἶναι, τὸ δὲ μῆκος τεσσάρων· διὸ ταῖς λιποθυμίαις ἔγγιστα θανάτου συνελαυνόμενος ἐξαιρουμένης αὐτῆς, ὅμως ἀνέλαβε, [63.13] καὶ διαφυγὼν τὸν κίνδυνον, ἔτι δ᾽ ἀσθενὴς ὢν καὶ πολὺν χρόνον ἐν διαίτῃ καὶ θεραπείαις ἔχων αὑτόν, ἔξω θορυβοῦντας ὡς ᾔσθετο ποθοῦντας αὐτὸν ἰδεῖν τοὺς Μακεδόνας, λαβὼν ἱμάτιον προῆλθε, [63.14] καὶ θύσας τοῖς θεοῖς αὖθις ἀνήχθη καὶ παρεκομίζετο, χώραν τε πολλὴν καὶ πόλεις μεγάλας καταστρεφόμενος.


[62.1] Η μάχη εναντίον του Πώρου έκανε τους Μακεδόνες περισσότερο απρόθυμους και σταμάτησε την περαιτέρω προέλαση προς την Ινδία. [62.2] Γιατί, αφού με δυσκολία απώθησαν εκείνον, που παρατάχθηκε απέναντί τους με είκοσι χιλιάδες πεζούς και δύο χιλιάδες ιππείς, αντιτάχθηκαν έντονα στον Αλέξανδρο, που τους πίεζε να περάσουν και τον Γάγγη ποταμό, του οποίου, όπως πληροφορούνταν, το πλάτος ήταν τριάντα δύο στάδια, το βάθος εκατό οργιές, και οι απέναντι όχθες του ήταν καλυμμένες από όπλα, άλογα και ελέφαντες. [62.3] Έλεγαν πως τους περίμεναν οι βασιλείς των Γανδαριτών και των Πραισίων με ογδόντα χιλιάδες ιππείς, διακόσιες χιλιάδες πεζούς, οχτώ χιλιάδες άρματα και έξι χιλιάδες πολεμικούς ελέφαντες. [62.4] Και όσον αφορά σε αυτά, δεν ήταν κομπασμοί. Γιατί ο Ανδρόκοττος, που έγινε βασιλιάς λίγο αργότερα, δώρησε στον Σέλευκο πεντακόσιους ελέφαντες και, προσπαθώντας να υποτάξει την Ινδία, τη διέτρεξε ολόκληρη. [62.5] Από τη δυσθυμία και την οργή του ο Αλέξανδρος αρχικά αποσύρθηκε και κλείστηκε στη σκηνή του. Δεν ένιωθε καμιάν ικανοποίηση, εάν δεν περνούσε τον Γάγγη, αλλά θεωρούσε την επιστροφή σαν παραδοχή ήττας. [62.6] Καθώς όμως και οι φίλοι του τον παρηγορούσαν με λόγια ταιριαστά και οι στρατιώτες στέκονταν έξω από την πόρτα του και τον ικέτευαν με κλάματα και γοερές φωνές, λύγισε και άρχισε να σκέφτεται την επιστροφή, σχεδιάζοντας για τη δόξα του πολλά απατηλά και σοφιστικά τεχνάσματα. [62.7] Κατασκεύασε δηλαδή μεγαλύτερα όπλα και παχνιά για τα άλογα και πιο βαριά χαλινάρια και τα εγκατέλειψε σκόρπια εδώ και εκεί. [62.8] Ίδρυσε βωμούς θεών, προς τους οποίους δείχνουν σεβασμό οι βασιλείς των Πραισίων, όταν περνούν από εκεί, και προσφέρουν θυσίες σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα. [62.9] Ο Ανδρόκοττος, παιδάκι ακόμη, είδε τον ίδιο τον Αλέξανδρο και λένε πως αργότερα πολλές φορές είπε ότι λίγο έλειψε να καταλάβει ο Αλέξανδρος την Ινδία, επειδή μισούσαν και περιφρονούσαν τον βασιλιά τους εξαιτίας της κακίας και της ταπεινής καταγωγής του.
[63.1] Από εκεί ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να δει την έξω θάλασσα και, αφού ναυπήγησε πολλά πλοιάρια με κουπιά για το πέρασμα και σχεδίες, άφηνε να τον μεταφέρουν αργά αργά τα ρεύματα των ποταμών. [63.2] Ωστόσο, το ταξίδι δεν ήταν χωρίς προσπάθεια και χωρίς πόλεμο· κατελάμβανε τα πάντα με επιθέσεις εναντίον των πόλεων και με αποβάσεις. Κοντά στους ονομαζόμενους Μαλλούς, για τους οποίους λένε ότι ήταν οι πιο ικανοί από τους Ινδούς για πόλεμο, λίγο έλειψε να σκοτωθεί. [63.3] Γιατί, αφού σκόρπισε με τα βέλη τους υπερασπιστές των τειχών, έβαλε μια σκάλα και ανέβηκε στο τείχος πρώτος, καθώς όμως η σκάλα έσπασε και οι βάρβαροι που στέκονταν κάτω στη βάση του τείχους τον χτυπούσαν με βέλη, όντας με πολύ λίγους άνδρες, έκανε στροφή και αφέθηκε να πέσει στο μέσο των εχθρών και κατά τύχη στάθηκε όρθιος. [63.4] Και καθώς τινάχθηκε με τα όπλα του, νόμισαν οι βάρβαροι ότι μπροστά στο σώμα του παρουσιάστηκε ένα φως και οπτασία. [63.5] Γι᾽ αυτό στην αρχή έφυγαν και σκορπίστηκαν ένας εδώ και άλλος εκεί. Μόλις όμως τον είδαν με δυο υπασπιστές, όρμησαν κατεπάνω του και άλλοι με ξίφη και ακόντια που είχαν στα χέρια τους τον τραυμάτιζαν, ενώ αμυνόταν· [63.6] ένας μάλιστα, αφού στάθηκε λίγο πιο πέρα, έριξε το βέλος από το τόξο του με τόση ορμή και δύναμη, που διαπέρασε τον θώρακα και καρφώθηκε στα κόκκαλα, στην περιοχή του μαστού. [63.7] Και καθώς από το τραύμα έκανε πίσω και λύγισε το κορμί του, εκείνος που του έριξε το βέλος όρμησε κατεπάνω του, τραβώντας βαρβαρικό μαχαίρι. Στάθηκαν όμως μπροστά του ο Πευκέστας και ο Λιμναίος· [63.8] χτυπήθηκαν και οι δύο· ο ένας πέθανε, ο Πευκέστας όμως άντεχε· ο Αλέξανδρος, ωστόσο, σκότωσε τον βάρβαρο. [63.9] Ο ίδιος, αφού δέχτηκε πολλά τραύματα, τελικά χτυπήθηκε στον τράχηλε με καδρόνι και στήριξε το σώμα του στο τείχος, βλέποντας προς τους εχθρούς. [63.10] Στο μεταξύ έτρεξαν γύρω του οι Μακεδόνες, τον άρπαξαν χωρίς να έχει επαφή με το περιβάλλον του και τον μετέφεραν στη σκηνή. [63.11] Στο στρατόπεδο διαδόθηκε αμέσως ότι είχε σκοτωθεί. Με δυσκολία και κόπο πολύν πριόνισαν το βέλος που ήταν ξύλινο· αλλά και έτσι ακόμη δύσκολα έλυσαν τον θώρακα και προσπαθούσαν να βγάλουν τη μύτη του βέλους που είχε καρφωθεί σε ένα από τα οστά. [63.12] Λένε ότι το πλάτος της πληγής ήταν τρία δάχτυλα και το βάθος τέσσερα· γι᾽ αυτό, όταν αφαιρούσαν τη μύτη του βέλους, από τις λιποθυμίες κόντεψε να πεθάνει· συνήλθε όμως. [63.13] Και αφού διέφυγε τον κίνδυνο, ενώ ήταν ακόμη άρρωστος και είχε υποβάλει τον εαυτό για πολύν καιρό σε δίαιτα και θεραπευτική αγωγή, όταν κατάλαβε ότι οι Μακεδόνες έξω έκαναν θόρυβο επειδή επιθυμούσαν πολύ να τον δουν, φόρεσε ένα ρούχο και βγήκε. [63.14] Αφού θυσίασε στους θεούς, ανοίχθηκε πάλι και ακολουθούσε το ρεύμα, υποτάσσοντας μεγάλες εκτάσεις και πόλεις.