Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1308-1347)


ΝΕ. εἶἑν. τὰ μὲν δὴ τόξ᾽ ἔχεις, κοὐκ ἔσθ᾽ ὅτου
ὀργὴν ἔχοις ἂν οὐδὲ μέμψιν εἰς ἐμέ.
1310ΦΙ. ξύμφημι. τὴν φύσιν δ᾽ ἔδειξας, ὦ τέκνον,
ἐξ ἧς ἔβλαστες, οὐχὶ Σισύφου πατρός,
ἀλλ᾽ ἐξ Ἀχιλλέως, ὃς μετὰ ζώντων θ᾽ ὅτ᾽ ἦν
ἤκου᾽ ἄριστα, νῦν δὲ τῶν τεθνηκότων.
ΝΕ. ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε
1315αὐτόν τ᾽ ἔμ᾽· ὧν δέ σου τυχεῖν ἐφίεμαι
ἄκουσον. ἀνθρώποισι τὰς μὲν ἐκ θεῶν
τύχας δοθείσας ἔστ᾽ ἀναγκαῖον φέρειν·
ὅσοι δ᾽ ἑκουσίοισιν ἔγκεινται βλάβαις,
ὥσπερ σύ, τούτοις οὔτε συγγνώμην ἔχειν
1320δίκαιόν ἐστιν οὔτ᾽ ἐποικτίρειν τινά.
σὺ δ᾽ ἠγρίωσαι, κοὔτε σύμβουλον δέχῃ,
ἐάν τε νουθετῇ τις εὐνοίᾳ λέγων,
στυγεῖς, πολέμιον δυσμενῆ θ᾽ ἡγούμενος.
ὅμως δὲ λέξω· Ζῆνα δ᾽ ὅρκιον καλῶ·
1325καὶ ταῦτ᾽ ἐπίστω, καὶ γράφου φρενῶν ἔσω.
σὺ γὰρ νοσεῖς τόδ᾽ ἄλγος ἐκ θείας τύχης,
Χρύσης πελασθεὶς φύλακος, ὃς τὸν ἀκαλυφῆ
σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις·
καὶ παῦλαν ἴσθι τῆσδε μή ποτ᾽ ἂν τυχεῖν
1330νόσου βαρείας, ἕως ἂν αὑτὸς ἥλιος
ταύτῃ μὲν αἴρῃ, τῇδε δ᾽ αὖ δύνῃ πάλιν,
πρὶν ἂν τὰ Τροίας πεδί᾽ ἑκὼν αὐτὸς μόλῃς,
καὶ τοῖν παρ᾽ ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπίδαιν
νόσου μαλαχθῇς τῆσδε, καὶ τὰ πέργαμα
1335ξὺν τοῖσδε τόξοις ξύν τ᾽ ἐμοὶ πέρσας φανῇς.
ὡς δ᾽ οἶδα ταῦτα τῇδ᾽ ἔχοντ᾽ ἐγὼ φράσω.
ἀνὴρ γὰρ ἡμῖν ἔστιν ἐκ Τροίας ἁλούς,
Ἕλενος ἀριστόμαντις, ὃς λέγει σαφῶς
ὡς δεῖ γενέσθαι ταῦτα· καὶ πρὸς τοῖσδ᾽ ἔτι,
1340ὡς ἔστ᾽ ἀνάγκη τοῦ παρεστῶτος θέρους
Τροίαν ἁλῶναι πᾶσαν· ἢ δίδωσ᾽ ἑκὼν
κτείνειν ἑαυτόν, ἢν τάδε ψευσθῇ λέγων.
ταῦτ᾽ οὖν ἐπεὶ κάτοισθα, συγχώρει θέλων.
καλὴ γὰρ ἡ ᾽πίκτησις, Ἑλλήνων ἕνα
1345κριθέντ᾽ ἄριστον, τοῦτο μὲν παιωνίας
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν, εἶτα τὴν πολύστονον
Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον λαβεῖν.


ΝΕΟ. Καλά· τώρα λοιπόν τα τόξα σου έχεις
στην κατοχή σου κι άλλη δε σου μένει
θυμού αφορμή μαζί μου ή παραπόνου.
1310ΦΙΛ. Σύμφωνος· και τ᾽ απόδειξες, παιδί μου,
από ποιά φύτρα εβλάστησες· δεν έχεις
το Σίσυφο πατέρα εσύ, μα ένα Αχιλλέα,
που κι όταν ήταν στη ζωή και τώρα
μες στους νεκρούς αθάνατη έχει δόξα.
ΝΕΟ. Χαίρομαι που έτσι τον πατέρα μου
παινάς και μέ τον ίδιο· μ᾽ άκουσέ μου
τί ᾽ναι εκείνο που εγώ ποθώ από σένα.
Οι άνθρωποι ανάγκη να υπομένουν ό,τι
τους τύχει απ᾽ τους θεούς, μ᾽ αυτοί που πέφτουν,
καθώς εσύ, σε συφορές που μόνοι
τις θέλησαν, αυτούς δεν είναι δίκιο
1320να συγχωρά κανείς ή να λυπάται.
Εσύ ένας άγριος είσαι, π᾽ ούτε λόγο
δε δέχεσαι κι αν μ᾽ όλη την καρδιά του
κανείς σε συμβουλεύει για καλό σου,
συ τον μισείς κι εχθρό σου τον νομίζεις
που σου θέλει κακό· μα μολαταύτα
θα μιλήσω κι όρκο το Δία σού παίρνω
για να νιώσεις αυτά που θα μ᾽ ακούσεις
και γράψε τα καλά μέσα στο νου σου.
Εσένα από θεού σε βρήκε αυτό σου
το πάθος, γιατί πήες να πλησιάσεις
της Χρύσας το φυλάχτορα, το φίδι
το σπιτικό, που της φυλάει κρυμμένο
το ξέσκεπο το κλείσμα του ιερού της
και ξέρε πως ποτέ γιατρειά δε θά ᾽βρεις
1330απ᾽ την κακιά σου αρρώστια, όσο που ο ήλιος
βγαίνει απ᾽ εδώ και κάτω εκεί βυθίζει,
πριν το θελήσεις μόνος σου να ᾽ρθεις
στης Τροίας τους κάμπους, όπου στο στρατό μας
θα βρεις τους γιους του Ασκληπιού και κείνοι
θα σου γιατρέψουν την πληγή και τότε
μ᾽ αυτά τα τόξα και μαζί με μένα
θα δείξεις πώς την παίρνουνε την Τροία.
Και πώς τα ξέρω αυτά θα σου εξηγήσω·
ένας αιχμάλωτός μας απ᾽ την Τροία,
ο Έλενος, μάντης άριστος, μας λέγει
ξάστερα πως αυτά πρέπει να γίνουν
εξάπαντος κι ακόμα πως ανάγκη
1340να πέσει αυτό το καλοκαίρι η Τροία
ή δίνει το κεφάλι του να κόψουν,
αν βγουν οι προφητείες του γελασμένες.
Και τώρ᾽ αφού τα ξέρεις, θέλησέ το
να υποχωρήσεις· πόσο ωραίο κέρδος,
αφού κριθείς ο άριστος των Ελλήνων,
πρώτα χέρια να βρεις να σε γιατρέψουν
κι έπειτα την αθάνατη να πάρεις
τη δόξα, πως κυρίεψες την Τροία,
που έκανε να χυθούνε τόσα δάκρυα.