ΧΟΡ. Ω θέαμα φριχτό σπαραγμού,
ω φριχτότερο απ᾽ όλα όσα ως τώρα
είδα εγώ. Ποιά μανία σε άρπαξε, έρμε;
1300Ποιός δαίμονας στέλνει
καινούργια κι αφάνταστα πάθη
στη μαύρη σου μοίρα;
Αλί σου, βαριόμοιρε.
Δεν μπορώ μήτε, οϊμέ, να σε ιδώ, και ποθούσα
να μάθω πολλά, και πολλά να σου ειπώ,
πολλά να ρωτούσα.
Τόση φρίκη μού φέρνεις.
ΟΙΔ. Αλί, αλί μου, οϊμέ, οϊμένα, του μαύρου!
πού με φέρνει το βήμα μου, πού
1310σκορπά στον αγέρα η φωνή μου;
Ω! πού μ᾽ έριξες, μοίρα!
ΧΟΡ. Σε συφορά ανάκουστη, αθώρητη, άγρια.
ΟΙΔ. Ω! σκοτεινιάς
σύννεφο άπειρο, μαύρο, βαρύ, που με πνίγει
κυλισμένο απ᾽ ανέμους κακούς.
Αλί,
αλί και πάλε· πώς ο πόνος με τρυπά
της πληγής μου, κι η θύμηση, αχ! της συφοράς!
ΧΟΡ. Νιώθω, σε τέτοιες συφορές, πως θα ᾽ναι
1320διπλό το πένθος, διπλό το κακό σου.
ΟΙΔ. Αχ, φίλε μου,
συ απόμεινες πιστός σύντροφος μου, κι ακόμα
με νοιάζεσαι εμέ τον τυφλό.
Οϊμέ!
Σε νιώθω, όσο αν με σκέπει σκότος, τη φωνή
τη δική σου όμως ξεχωρίζω καθαρά.
ΧΟΡ. Τί έχεις κάνει; πώς μπόρεσες το φως σου
να σβήσεις; ποιός θεός σ᾽ έσπρωξε, μαύρε;
|