ΟΡΕ. Τώρα άφηνε τα περιττά τα λόγια
και μην καθίσεις να μου λες πως είναι
η μάνα μας σκληρή και μήτε πως
1290ο Αίγιστος τ᾽ αγαθά τα πατρικά μας
ρημάζει και σκορπά κι έτσι τ᾽ ανέμου
σπέρνει· γιατί μπορεί να μην σ᾽ αφήσουν
τα λόγια να ενεργήσεις όταν πρέπει.
Μόν᾽ ό,τι θα ταιριάζει σ᾽ αυτή τώρα
την περίσταση μάθε μου, να ξέρω
πού να φανερωθούμε ή να κρυφτούμε,
για να βάλομε τέλος στων εχθρών μας
τα γέλια με το σημερνό ερχομό μας·
και πρόσεχε η μητέρα μη σε νιώσει
απ᾽ το χαρούμενο έτσι πρόσωπό σου
σα μπούμε στο παλάτι, μ᾽ από τάχα
την αγγελία της συφοράς να κάνεις
πως κλαις κι αναστενάζεις· κι όταν μια
πετύχομε, λεύτερα θα μπορούμε
1300τότε να χαίρομε και να γελούμε.
ΗΛΕ. Μα έτσι, αδερφέ μου, όπως σου αρέσει εσένα,
το ίδιο κι εγώ, γιατ᾽ οι χαρές που πήρα
σε σένα τις χρωστώ και δε μου ανήκουν
κι ούτε ποτέ, κι αν ήταν ν᾽ αποχτήσω
το πιο μεγάλο κέρδος, θα δεχόμουν
στο πιο παραμικρό να σε λυπήσω,
γιατί αλλιώς θα ᾽ταν σαν να υπερετούσα
όχι καλά τη σημερνή μας τύχη.
Όσο για εδώ, πιστεύω —και πώς όχι;—
να ᾽χεις ακούσει πως απ᾽ το παλάτι
ο Αίγιστος λείπει κι η μητέρα μόνη
βρίσκεται μέσα, που μην τη φοβάσαι
1310πως ποτέ της θα δει στο πρόσωπό μου
χαρά να λάμπει, γιατί το παλιό μου
το μίσος είν᾽ απάνω χαραγμένο
βαθιά· κι έπειτα, αφού σέ ειδα, ποτέ μου
χαράς να χύνω δάκρυα δε θα παύσω·
γιατί και πώς να παύσω, εγώ που σέ ειδα
μαζί, στον ίδιο αυτό τον ερχομό σου,
νεκρό και ζωντανό; και τόσο μού είναι
απίστευτα όσα μου έκαμες, που αν ήταν
ζωντανός μπρος μου να ᾽βγαινε ο πατέρας,
καθόλου δε θα το ᾽παιρνα για θαύμα,
μα θα πίστευα αλήθεια πως τον βλέπω.
Αφού λοιπόν μας ήρθες έτσι που ήρθες,
οδήγα μας εσύ καθώς σου αρέσει·
γιατί εγώ, αν ήμουν μόνη, δε μπορούσε
1320και στα δυο ν᾽ αποτύχω, μα ή με τιμή
θα γλίτωνα ή με τιμή θα χανόμουν.
|